Την κοίταζα να μαζεύει τα πράγματά της γεμάτη ευτυχία, θα μου έλειπε η παρουσία της στο σπίτι, τα γέλια, τα συχνά φιλιά, η παρέα στην τηλεόραση, η γκρίνια, το άγχος της… Θα μου έλειπε η εγγονή μου, μα ήξερα πως ήταν για καλό. Αυτά σκεφτόμουν όσο καθόμουν στη σάλα και την έβλεπα να ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες φορτωμένη κιβώτια. Έκανε καμιά στάση, ξεφυσούσε ανυπόμονα, ανταλλάζαμε χαμόγελα και συνέχιζε. Η ζωή τα είχε φέρει έτσι, ώστε να μην βγάλω απ’ τα σπλάχνα μου ποτέ παιδί μα μεγάλωσα πέντε κόρες, την κόρη μου και τις τέσσερις δικές της. Δεν έχω κανένα παράπονο, ότι μου στέρησε η φύση, μου το χάρισε η ζωή. Έπειτα ο μακαρίτης δεν με κακοκάρδισε ποτέ. Ποτέ δεν είπε Ισμήνη εσύ είσαι η αιτία, θα βρω μια άλλη γυναίκα να μου κάνει παιδιά. Με το που βρήκαμε τη Μαρία, η ζωή μας άλλαξε. Όλα απέκτησαν νόημα. Ζήσαμε καλά, ο άντρας μου ήταν έξυπνος άνθρωπος και δουλευταράς, σχεδόν μας ζήλευαν στο χωριό. Όταν σκέφτομαι τη ζωή που ζήσαμε, συλλογιέμαι πως ο Κωστής μου ήταν μια προκαταβολική ανταμοιβή για τις δυσκολίες που βρήκα αργότερα. Τον αγαπούσα και τον αγαπώ. Τι κι αν πέρασαν χρόνια, τα σώματα λιώνουν οι αγάπες όχι… Σχεδόν δάκρυσα στην σκέψη, μα δεν ήθελα να με δει το παιδί και να στεναχωρηθεί. Αντίο για την ώρα Κωστή μου, πιστοί στο ραντεβού μας απόψε, μέσα στην προσευχή μου.
Σχεδόν είχε τελειώσει. Της ετοίμασα μια φρέσκια λεμονάδα και κάτι για να φάει. Δυστυχώς το σώμα μου δεν με άφηνε να τη βοηθήσω. Ήρθε και κάθισε για λίγο απέναντι μου.
-Αυτό ήταν γιαγιά. Τελειώσαμε.
-Ωραία κορίτσι μου, αλλά φάε κάτι, σου έφτιαξα και λεμονάδα. Θα κουράστηκες πολύ. Και να σου πω, μην μας ξεχάσεις τώρα που αλλάζεις σπίτι. Εμείς εδώ θα είμαστε.
-Πώς να σε ξεχάσω καλή μου. Άλλωστε δυο δρόμους μακριά θα μένουμε.
Αυτά είπε και χαμογέλασε. Ήπιε λίγη λεμονάδα, έβαλε και κάτι στο χαρτομάντιλο για το δρόμο.
-Φεύγω γιαγιά, ώρα να μπουν όλα στην καινούρια τους θέση.
-Στο καλό κορίτσι μου και να προσέχεις…
Αυτά είπαμε και κλείσαμε την πόρτα. Ήταν το προτελευταίο μου «στο καλό». Έτσι αποχαιρέτησα και τις άλλες δυο μεγαλύτερες. Κάθε που μετακόμιζε ένα μου κορίτσι, έχανε λίγο απ’ τα χρώματα του αυτό το σπίτι, οι μέρες της πρώτης του λάμψης, οι μέρες γεμάτες χρώματα από την παρουσία τους ήταν μονάχα γλυκές αναμνήσεις τώρα. Μας έμενε στο σπίτι το μικρό, που θα έπαιρνε και αυτή σιγά-σιγά το δρόμο της. Έπειτα θα μέναμε σ’ αυτό το τεράστιο σπίτι εγώ και η κόρη μου, η Μαρία. Ο πατέρας των κοριτσιών είχε πεθάνει πριν χρόνια, μα στάθηκα δίπλα της και μεγαλώσαμε τούτες τις κόρες. Όλοι μιλούσαν για τις ατυχίες μου, μα εγώ ζύμωσα τη ζωή μου μες στην ευτυχία κοντά σ’ αυτά τα παιδιά. Μονάχα, κάθε που φεύγει το καθένα, καταλαβαίνω πως μεγαλώνω επικίνδυνα, νιώθω να φεύγω και γω. Έχω και την έγνοια της Μαρίας μου, ξέρω τι κόρες κάναμε, θα τη φροντίζουν μα δεν είναι αρκετό… Έχω εκείνες τις ώρες της νύχτας, σαν δεύτερη ζωή. Μονάχη και παγωμένη για χρόνια… Περιμένεις το φως της μέρας για να γευτείς λίγη χαρά και να κυλίσεις το χρόνο λίγο παρακάτω.
Κοιτάζω το κορίτσι μου απ’ το μπαλκόνι να φεύγει και εύχομαι αυτός, να είναι ο δρόμος της δικής της ευτυχίας. Είναι καιρός να συνηθίσουμε σε θαμπά χρώματα Μαρία μου, είπα από μέσα μου και έσφιξα τα χέρια για τη ζωή που μας περίμενε…
_
γράφει ο Αντρέας Τιμοθέου
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
“Κάθε που μετακόμιζε ένα μου κορίτσι, έχανε λίγο απ’ τα χρώματα του αυτό το σπίτι”
Πολύ όμορφο, τρυφερό κι ευαίσθητο… και τόσο αληθινό…
Ευχαριστώ πολύ!
Με άγγιξε,εύγε!
Χαίρομαι γι’ αυτό… Άλλωστε αυτός είναι και ο σκοπός της λογοτεχνίας, να ενεργοποιεί συναισθήματα…