(αφιερωμένο στη μητέρα μου και σε όλες τις μανάδες του κόσμου)
Ήχος πρώτος:
Όταν ο ήχος της γεμάτης σου καρδιάς
καμπάνισε μέσα μου τον ήχο της ζωής
και το σώμα το δικό σου ήταν
ο πρώτος φυσικός μου χώρος.
Όταν τρυφερά την παλάμη σου
στο κοίλο ηχείο σου ακουμπούσες
κι έσπευδα ασύνειδα στη θέρμη
του χαδιού σου εκείνου,
«κλοτσάει», μαγευόσουν απ’ τη μαγεία
που είχε μέσα σου καρπίσει.
Δεν χρειαζόταν όνειρα να βλέπω
‒με κανοναρχούσε ο βόμβος
του αίματός σου.
Ήχος δεύτερος πλάγιος:
Όταν απ’ τον τρόμο της εξόδου
με παρηγόρησες
καθώς στον μουσκεμένο κόρφο σου
προσεκτικά μ’ απίθωσες,
φοβόσουνα μη σπάσω,
κλαράκια χέρια ‒ κλαράκια πόδια
γυάλινο μωρό το δισκοπότηρό σου
«γεια σου», άφησες τις λέξεις να κυλήσουν
σαν λεία βότσαλα, απαλά, μ’ ένα φιλί
στ’ αυτιού μου το κοχύλι.
Όταν παράγγελνες στην Πόλη τα προικιά μου
και μες απ’ τα βαριά, γλαρά μου βλέφαρα
τα χείλια σου έβλεπα στο τρυφερό τραγούδι
‒κρατούσαν το ρυθμό τ’ ακούραστά σου
μπράτσα, θερμό υποκατάστατο
της πρώτης μου στρωμνής‒
κι εσύ το βλέμμα έστελνες,
δυο πεταλούδες απαλές τα καστανά σου μάτια,
μεταφορείς της έγνοιας σου
Ήχος τρίτος:
αυτής της ίδιας έγνοιας για το ματωμένο
του παιχνιδιού το γόνατο.
Πού το ’χες το απόθεμα των τόσων τραγουδιών;
Σάμπως ποτάμι να ’γιναν
της πρώτης μάνας οι ήχοι
και πέρασε και πότισε όλη την αλυσίδα
έτσι κάθε φορά ξεκλείδωνες
και μια καινούρια νότα,
στο πρώτο μου το δόντι,
στο πρώτο μου το βήμα,
στον πυρετό μου επάνω.
Τραγουδιστά μου μάθαινες όλη την αλφαβήτα,
φαντάσου,
ακόμα δεν το φτάσαμε το τελευταίο γράμμα,
με το Άλφα της αγάπης σου μου σπόγγιζες το δάκρυ
με το κλειδί του Λα στα χέρια μου
το υψηλό το Ψι παρέδωσες
της θύρας της ψυχής σου,
σπηλιά του Αλαντίν να δω και να θαυμάσω.
Ήχος τέταρτος:
Στο πρώτο το πικρό του έρωτα ποτήρι
να αιμορραγώ με βρήκες
το χάραξες το στήθος σου, με βύζαξες,
αψήφησες τα τραύματα που σου ’χε προξενήσει
η ύβρις μου κι η ποίηση της νιότης
ως τετρωμένος πελεκάν τραγούδια
που ’πες τότε!
Άνοιξες τα παράθυρα, «πέτα, παιδί μου»,
είπες
«κι αν σου πληγώσει τα φτερά
μια κάποια φάλτσα νότα,
η μάνα είναι το πάπλωμα που όλα τα σκεπάζει»
και φύσηξες στο στόμα μου
τη νότα της ευχής σου.
Αδέξια τα βήματα της τρίτης μου εξόδου,
λάθεψα, λάθεψα πολύ και πάλι
σε λάθος τραγουδιών με βούτηξα τα θλιβερά τενάγη
ωσότου εκείνη σου η νότα μέσα μου
βλαστήσει, μεγαλώσει,
ν’ ανδρωθεί, ν’ απλώσει τα κλαδιά της,
να αποκτήσει υπόσταση, υφέσεις και διέσεις,
να δώσει χρώμα στο σκοπό, να έρθει ν’ αβγατίσει
και νέος κρίκος προστεθεί στη μακριά αλυσίδα
να πάρεις τη συνέχεια πίσω στην αγκαλιά σου
να σμίξουνε τα βλέμματα, δικό σου και δικό μου,
σ’ αυτού του νέου βλέμματος
να στάξουνε πρωτόγαλα καινούρια μελωδία.
Ήχος τέταρτος πλάγιος και με μια υποψία βάρους:
Τα χέρια μου θ’ απλώσω, μάνα μου,
για να σε κανακέψω,
αυτά τα ίδια χέρια που κάποτε τα κοίταζες
με του δημιουργού το δέος
‒πώς μπόρεσες το τέλειο απ’ τα σπλάχνα σου
να βγάλεις‒
αυτά τα χέρια τ’ ατελή θ’ απλώσω να σε πιάσω
χίλια τραγούδια για να πω
στις νότες της βιοτής μου
και στον βαρκάρη Χάροντα δεν θα σε παραδώσω
Μ’ εκείνο το κλειδί του Λα ονείρατα θ’ αφήσω
σαν ανεμώνες άγριες, που τόσο τις λατρεύεις,
μακάρια να ονειρεύεσαι στον τόπο της ψυχής σου
ώσπου ν’ ανταμωθούμε κάποτε,
όλοι οι κρίκοι στη σειρά και πάλι,
μέχρι την πρώτη μάνα.
–
γράφει η Θάλεια Π. Αντωνιάδη
0 Σχόλια