Κάθε έργο της ένα “χνάρι” προσώπων και καταστάσεων, που δεν θα σβήσει ποτέ από τις ψυχές μας!
Σας επέλεξε η γραφή ή την επιλέξατε;
Είναι κάπως πολύπλοκο το ποιος κάνει τι. Υπάρχει σαφώς μια φιλική συνεργασία. Ο συγγραφέας φιλιώνει με την γραφή και η γραφή τού φέρεται ωραία. Δίνουν τα χέρια. Με κάποιο μαγικό και ασύλληπτο τρόπο υπάρχει μια γοητευτική αλληλοεπίδραση που ξεφεύγει από τη λογική.
Υπάρχει όμως και λογική σε αυτή την χρυσή σχέση αφού σε κάποια φάση, αργά ή γρήγορα, κάθε συγγραφέας προσκαλείται να πάρει την απόφασή του. Προηγείται μια εσωτερική και πολύ προσωπική κουβέντα, κεκλεισμένων των θυρών, ο καθένας με τον εαυτό του, η οποία καταλήγει σε σαφή επιλογή. Όχι σε προορισμούς και τέτοια χαζά. Καταλήγει σε μια ανθρώπινη επιθυμία και σε μια απόφαση προσπάθειας. Σκληρής προσπάθειας. Ούτε σκλάβοι της γραφής γινόμαστε ούτε τίποτα τόσο δραματικό. Ελεύθεροι άνθρωποι είμαστε. Αλλά προσδεμένοι στη δική μας απόφαση – επιλογή ζωής.
Μένοντας στο θέμα της επιλογής, ποιος επιλέγει ποιον, η γραφή είναι πιο ευρηματική όταν βγαίνει στο κυνήγι για συγγραφείς. Δεν μας αφήνει ήσυχους, με την ανάμνηση της συγγραφικής ικανοποίησης, μιας στιγμιαίας αλλά όχι φευγαλέας κορύφωσης, που, όταν τη δοκιμάσουμε μια φορά, χωρίς αυτήν πια η ζωή μας δεν έχει νόημα. Μετά από αυτήν την θεσπέσια εμπειρία, δεν έχει ανάγκη η γραφή να μας τσιγκλήσει με τίποτα, μόνο κάθεται και μας περιμένει. Σταυροπόδι πάνω σε έναν πάκο λευκά χαρτιά. Όμως, όσο και να την προσωποποιήσουμε, δεν επιλέγει ανθρώπους που δεν θέλουν να πέσουν στην αγκαλιά της. Τους έτοιμους ρίχνει.
Με τι κόστος;
Είναι ακριβό. Μένουν στην άκρη πολύτιμα. Και στην εργασία και στην οικογένεια και στις φιλίες και στην συμμετοχή στην κοινωνία… Σε όλα θαρρώ. Αναγκαστικά μπαίνουν διαχωριστικές γραμμές και όρια. Είναι το από δω και το από κει. Αυτό είναι δύσκολο έως αδύνατον να εξηγηθεί, ιδιαίτερα σε παιδιά. Δίνει ο νορμάλ συγγραφέας μάχη να αποδείξει πως δεν είναι εγωκεντρικό πλάσμα. Η ανάγκη για περισυλλογή και ο χρόνος που συνεπάγεται αυτό, συνεχώς παρεξηγείται. Περιγράφω ένα βάσανο αλλά έτσι είναι. Ο κόσμος αισθάνεται αμήχανος μπροστά σε έναν σιωπηλό άνθρωπο και το κατανοώ αυτό. Όμως η σιωπή στην συγκεκριμένη περίπτωση κατά την φάση της συγγραφής δεν είναι ανείπωτα πράγματα ούτε βαρεμάρα. Ό,τι είναι να ειπωθεί θα πέσει στο χαρτί κι αυτό κάποιοι σύντροφοι και φίλοι δεν το αντέχουν. Γιατί το περιεχόμενο δεν τους αφορά, το γνωρίζουν εκ των προτέρων πως δεν θα τους αφορά, θα πρόκειται για άλλους, για μυθιστορηματικούς ανθρώπους, με άλλα λόγια για ανίκητους ανταγωνιστές τους. Γράφοντας, τους πληγώνεις αυτούς που αγαπάς. Μοιραία. Ο κόσμος σου είναι δύο κόσμοι. Τους έχεις πληρώσει. Έχει ένα υψηλό τίμημα. Με τα κερδισμένα από την συγγραφή πασχίζεις να τα φέρεις βόλτα.
Τι σημαίνει «γράφω» για σας;
«Γράφω» σημαίνει μια συγκεκριμένη και ολοκληρωμένη διαδικασία τριών φάσεων, που ξεκινάει με το πλάσιμο των ηρώων και το στήσιμο της ιστορίας στο μυαλό μου, συνεχίζει με σημειώσεις σε μπλοκάκια (με άπειρα ορνιθοσκαλίσματα γιατί κάνω γρήγορα, μην περάσει και φύγει αυτό που ήρθε στο μυαλό μου πριν καταγραφεί), και καταλήγει στην τελευταία τελεία της τελευταίας σελίδας στο πρώτο χειρόγραφο. Μετά είναι το «χτενίζω».
«Γράφω» σημαίνει και μεταβαίνω. Μια εσωτερική διαδικασία πολύ χαρακτηριστική και ποθητή, κατά την οποία συναντιέμαι με τον εαυτό μου, αυτοσυγκεντρώνομαι δηλαδή, κάπου κλεινόμαστε οι δυο μας και παίζουμε τους μικρούς θεούς. Φτιάχνουμε ανθρώπους. Τους δίνουμε ζωή, αγάπες, χαρές, δυστυχίες, πατρίδα, παιδιά, …τα πάντα. Από την καλαθούνα της ζωής διαλέγω και παίρνω ελεύθερα. «Γράφω» λοιπόν σημαίνει και παίζω. Πιο πολύ με παιχνίδι δεν μοιάζει όλο αυτό;
Επινοώντας έναν ήρωα βιβλίου και γράφοντας γι’ αυτόν νιώθω ότι προσφέρω στη ζωή μια ύπαρξη που δεν υπάρχει. Κατά μία έννοια συνεργαζόμαστε οι συγγραφείς με την ζωή. Αν θα γίνει αυτό ταπεινά ή αλαζονικά είναι στο χέρι του καθενός. Οπωσδήποτε εμπεριέχεται και το στοιχείο της δύναμης αφού η ζωή του ήρωα κρέμεται από τον συγγραφέα του. Άνδρες με δυο μέτρα μπόι να φοβούνται την πένα μου! Το «γράφω» λοιπόν έχει και την διάσταση της δύναμης. Απατηλή αίσθηση δύναμης. Ασφαλώς η ζωή είναι πιο δυνατή και, προσωπικά, δεν χάνει ευκαιρία να μου το δείξει. Ο πόνος κάποιων ηρώων μου με έχει γονατίσει. Έχω συντριβεί πολλές φορές γράφοντας. Η δική μου δύναμη, που το παραδέχομαι πως είναι κούφια, συνοψίζεται στο ότι ανά πάσα στιγμή μπορώ να τα τσαλακώσω σε μια μπάλα και να τα πετάξω. Όλα τα γραπτά μου να τα κάψω στο τζάκι άμα θέλω. Δεν θα άντεχα ποτέ να κάψω έναν ήρωά μου.
Τελικά το ρήμα «γράφω» είναι πιο πολύπλοκο απ’ ό,τι του επιτρέπουν οι δύο συλλαβές του. Είναι μαζί πολλές λέξεις, και ισχύουν όλες. Σύνθετες λέξεις κι αντίθετες!
Πιστεύετε ότι κάποιος γεννιέται ή γίνεται συγγραφέας;
Γεννιέται και γίνεται. Και τα δύο πρέπει κατά τη γνώμη μου να συνδυαστούν. Γεννιέται με μια κλίση που στην συνέχεια την καλλιεργεί. Αν την αγνοήσει και δεν την αξιοποιήσει (δεν αρκεί μόνο να την χρησιμοποιήσει) είναι σαν να μην την έχει, χωρίς συγγραφικό έργο δεν βλέπω πώς μπορεί να αποκαλεστεί συγγραφέας. Από την άλλη μεριά, από μόνη της η τεχνική δεν αρκεί. Η συγγραφή έχει κανόνες, ιδιοτροπίες και μυστικά αλλά δεν είναι μηχανισμός. Θέλει αυτό το άυλο κάτι παραπάνω. Ένα φύσημα που θα δώσει στο κείμενο ζωή. Όταν λείπει είναι κρίμα, αλλά δεν διδάσκεται, δεν μπορεί να το αποκτήσει κάποιος που δεν το έχει από την κατασκευή του.
Η τέχνη χρειάζεται δυο ζευγάρια μάτια. Η εξωτερίκευση και μια μίνιμουμ αναγνώριση είναι καθοριστικά, κι είναι πολύ απομακρυσμένα από την στιγμή της γέννησης ώστε να τα αποδώσουμε σε εκείνη. Αφορά αυτό κάθε μορφή τέχνης ασφαλώς. Εκείνος που γεννιέται με ωραία φωνή δεν γίνεται απαραίτητα τραγουδιστής ούτε θεωρείται τέτοιος άμα τραγουδάει σπίτι του. Το ίδιο κι ο γεννημένος ζωγράφος άμα ζωγραφίζει έξοχα αλλά όλα τα έργα του τα φυλάει στο σαλόνι. Έτσι και στην συγγραφή. Αυτό που θέλω να πω είναι πως έχει καθοριστική σημασία πώς θα τοποθετηθεί αυτός ο κάποιος που λέτε ως προς την κλίση του. Απαντώντας στην ερώτησή σας, η ζυγαριά έχει δύο τάσια και μέσα σε κάθε τάσι πρέπει να ρίξουμε κάτι. Αλλιώτικα, γέρνει.
Μιλήστε μας για το τελευταίο σας βιβλίο.
Είναι μυθιστόρημα, λέγεται «Το χνάρι που δεν έσβησε» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, τον νέο μου εκδοτικό οίκο. Πρόκειται για ψυχογράφημα με πολλή δράση, που χρονικά κινείται στο πιο πρόσφατο παρελθόν του τώρα μας: στην Κατοχή, στον Εμφύλιο και στην Χούντα του ’67. Αλλά φτάνει χρονικά και πιο πριν ακόμη, στο Καθεστώς του Μεταξά.
Σε ένα σπίτι, λοιπόν, που το κρύβει από τον κόσμο ένα πελώριο πεύκο, σε μια ανώνυμη πόλη που κύλησε κι ακούμπησε την θάλασσα, μια οικογένεια τριών γενεών προσπαθεί ακόμα το 1990 να ξεπεράσει τις μικρές και μεγάλες χαρακιές που άφησαν στην ψυχή τους αυτά τα πολύπαθα για την Ελλάδα χρόνια. Είναι πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, με χαρακτήρες που στην προσπάθειά τους να ξανατακτοποιήσουν τη ζωή τους τολμούν να συγκρουστούν στο όνομα της αλήθειας. Το κάνουν από αγάπη και με αγάπη. Με δύναμη αλλά και από αδυναμία.
Η αγάπη και η δύναμη, σε όλες τους τις εκδοχές, πρωταγωνιστούν. Αναφέρομαι σε υπερβολική αγάπη και κατεβαίνω βαθμίδες έως την παντελή έλλειψη αγάπης. Το ίδιο και με την δύναμη. Από μέγιστη έως μηδαμινή. Το «Χνάρι», όπως το λέω χαϊδευτικά, είναι ένα αφιέρωμα στη ζωή, στη δύναμη της αγάπης και στις αναπάντεχες εκπλήξεις. Μαζί, ένα ακούραστο οδοιπορικό στους μηχανισμούς της ανθρώπινης ψυχής.
Το χνάρι του τίτλου αναφέρεται στο πανωφόρι ενός αριστερού νέου που μπήκε σώγαμπρος σε σπίτι χουντικών το ’67. Το πανωφόρι αυτό, το 1990 στο κορμί του γιου του φορεμένο μετατρέπεται σε χνάρι. Προσπαθώντας ο γιος να ανακαλύψει την αληθινή ταυτότητα του πατέρα του αναμοχλεύει τα γεγονότα και τα συναισθήματα, τα όνειρα και τις πληγές που έζησε κάθε ελληνική οικογένεια. Τις εμπειρίες παππούδων, γονιών αλλά και των σημερινών νέων. Αποκαλύπτεται ότι ξέβαψαν οι προηγούμενες γενιές στις επόμενες, μια διαπίστωση που δεν είναι η πρώτη φορά που ασχολούμαι μαζί της σε μυθιστόρημά μου. Είναι μια μεγάλη αλήθεια που συνεπάγεται πολλά. Κι αφορά όλους μας.
Αναφορικά με την τεχνική της γραφής, σε κάθε μυθιστόρημα οπωσδήποτε εξελίσσομαι, επέρχεται ασυνείδητα αυτό, όμως και συνειδητά προχωρώ μπροστά. Το επιζητώ. Σε αυτό το βιβλίο επέλεξα και γεύτηκα περισσότερο τον λεγόμενο μαγικό ρεαλισμό. Μου άρεσε πολύ η γεύση του, την ευχαριστήθηκα ιδιαίτερα την συγγραφή, κι αυτό πιστεύω πως φαίνεται. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, από τα σχόλια των αναγνωστών και τις κριτικές.
Ποια μοίρα ελπίζετε για αυτό;
Την μοίρα κάθε ζωντανού οργανισμού. Να ζήσει, να καλοπεράσει και να μην πεθάνει γρήγορα. Ούτε μοναχό. Να μην ζήσει την εγκατάλειψη. Να μνημονεύεται με αγάπη. Και ίσως, να φτιάξει διαδόχους. Μιμητές όχι. Η συνέχεια είναι το σπουδαίο. Η υγιής συνέχεια.
Έχετε συγκινηθεί με ένα βιβλίο που έχετε διαβάσει;
Με πολλά. Ούτε με ένα ούτε με δύο. Εξακολουθώ να συγκινούμαι, και μάλιστα το κυνηγάω αυτό σε ένα βιβλίο, μ’ αρέσει πολύ να συμβαίνει, το ορίζω κι αυτό μέσα σε εκείνα τα απαραίτητα που οδηγούν σε αναγνωστική ικανοποίηση. Ως αναγνώστρια έχω αλλάξει αρκετά. Ακούω πως συμβαίνει συχνά σε συγγραφείς. Δυσκολεύομαι να απογειωθώ εύκολα και γρήγορα όπως παλιά. Λογικό αφού έχω την προσοχή μου στραμμένη στην γραφή. Κολλάω στην τεχνική και στα επιμέρους στοιχεία, θέλω ένα κείμενο άψογο. Ομολογουμένως έχω χάσει κάτι ως αναγνώστρια αλλά έχω κερδίσει βαθύτερη, νομίζω, ικανοποίηση. Συγκινούμαι με σκηνές. Όταν ο άνθρωπος ξεπερνάει το ανάστημά του. Μπορεί να συγκινηθώ και με ένα επίθετο. Να το πιπιλάω για ώρες.
Ποια είναι η αγαπημένη σας φράση;
Έχω διάφορες στην άκρη της γλώσσας μου. Εμείς οι εξωστρεφείς άνθρωποι συνήθως έχουμε πολλές στην φαρέτρα μας. Ξεχωρίζω μία που την θεωρώ απέραντα φιλοσοφημένη. Το «ε, δεν είναι και για θάνατο». Την προτιμώ από τις άλλες μου. Με τέσσερις λεξούλες και μια μεγάλη λέξη, βάζει τα πράγματα στην σωστή τους διάσταση.
Για ποιο λόγο θα σταματούσατε να γράφετε;
Φαντάζομαι από φυσική αδυναμία. Για λόγους υγείας. Όταν αδυνατώ. Αν όλα πάνε καλά, εκτιμώ πως θα γράφω μέχρι το βαθύ μου γήρας. Δεν θα γίνει υπό πίεση. Δεν θα συνεχίσω να γράφω επί τούτου και με πείσμα, αυτό εννοώ. Το αντίθετο. Περιμένω πως θα μου συμβεί όπως με τους υπέροχους ηλικιωμένους συγγραφείς σήμερα. Ο χρόνος κυλάει, κι εμείς μαζί του.
–
Έργα της συγγραφέως:
Από τις εκδόσεις Διόπτρα
Το χνάρι που δεν έσβησε
Στην Πόλη που Κύλησε στη Θάλασσα, στο παλιό αρχοντικό µε το µεγάλο πεύκο που έκρυψε αναστεναγμούς, µυστικά, προδοσίες και λάθος έρωτες, µια γυναίκα φορώντας παλιά νυφικά στριφογυρίζει σαν τους δερβίσηδες σε έναν χορό που ενώνει τους χρόνους. Ένα µαργαριτάρι θα κυλήσει ανάµεσα στο στήθος δύο γυναικών από διαφορετικές γενιές, µαρτυρώντας πως τα ανθρώπινα λάθη, όπως τα πάθη, δυστυχώς επαναλαμβάνονται.
Η µαύρη πέτρα που έριξε στη θάλασσα ένας άντρας φορτωμένος µε όνειρο βαρύ κατέληξε στον βυθό που δεν ξέπλυνε ούτε ξεθώριασε ούτε έσβησε τις µνήµες και τις αδικίες µιας χώρας η οποία βάδισε σπαρταρώντας από τον Μεταξά ως τη Χούντα. Σε αυτή την Ελλάδα περιφέρεται µια κοπέλα σέρνοντας τη βαλίτσα της γεµάτη αγιογραφίες της Παναγίας, κι ένας αριστερός νέος, ανίδεος τι τον περιµένει, µπαίνει σώγαμπρος στο σπίτι χουντικών, παλιών βασιλοφρόνων.
Επί δεκαεπτά χρόνια, ένα αντρικό πανωφόρι περίµενε υπομονετικά σε ένα παλιό υπόγειο το γνώριµο σώµα, αυτόν που θα πατήσει το χνάρι που δεν έσβησε. Ένα αγόρι, το 1990 πια, στον δρόµο προς την άνδρωση.
Ένα πληθωρικό πολυπρόσωπο µυθιστόρηµα, γραµµένο µε ψυχή και µε την ιδιαίτερη χαρακτηριστική γραφή της Νοέλ Μπάξερ που, για µία ακόµη φορά, µπλέκοντας έξοχα τη µυθιστορία µε την ελληνική ιστορία, ανιχνεύει τις µύχιες πτυχές της ανθρώπινης φύσης.
Από τις εκδόσεις Ψυχογιός
Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας
Ο σκισμένος χάρτης κάποιου ονειροπόλου Ενετού χαρτογράφου του 18ου αιώνα θα οδηγήσει τη Βενέτα στο νησί που κρέμεται από μια κλωστή στη θάλασσα. Ο Χρόνος, νοσταλγώντας να ξαναζήσει μια γενναία ανθρώπινη ιστορία και να φέρει πάλι μιαν ανέλπιστη σωτηρία από τη θάλασσα, οδηγεί σήμερα την εγγονή της στην πρώτη κουκκίδα του χάρτη: στο σημείο όπου θα αποχαιρετήσει ένα όνειρο. Ήρθε και γι’ αυτήν η ώρα να ακολουθήσει τη γραμμή της θάλασσας.
Η νεαρή Βενετία αφήνει την Κεφαλονιά για ένα ταξίδι αποχαιρετισμού. Θα εγκαταλείψει το όνειρο να γίνει αρχαιολόγος και να συνεχίσει τις ανακαλύψεις του Ερρίκου Σλήμαν αναζητώντας τα ίχνη του στο πρώτο του ταξίδι στην Πελοπόννησο το 1868.
Ένα νεανικό όνειρο μπροστά σ’ ένα αξεπέραστο εμπόδιο και το χαμένο όνειρο μιας παντρεμένης γυναίκας για παντοτινή αγάπη. Μια κοπέλα καταδικασμένη να φτιάχνει μπομπονιέρες, ένας πατέρας με την εμμονή να δημιουργήσει το άλυτο σταυρόλεξο αυτού του κόσμου κι ένας παππούς που όλοι τον θεωρούν αστείο αλλά… Ακόμα, ένας ποιητής που απαγγέλλει την Κόλαση του Δάντη στο σιωπηλό αρχοντικό του. Στην άλλη άκρη της θάλασσας, μια γυναίκα που την κυνηγούν οι ερινύες μετράει τα όσα έχασε, έχοντας συντροφιά ένα φίδι.
Ένα ορμητικό και πολυπρόσωπο σύγχρονο μυθιστόρημα που πατάει με τρυφερότητα στο δρόμο της Ιστορίας, μεταφέροντας τον αναγνώστη από τη σκληρή σημερινή εποχή στο ρομαντισμό της Ελλάδας των χρόνων του Σλήμαν.
Από δρυ παλιά κι από πέτρα
Ήρθε η ώρα να σου πω για το σκισμένο γράμμα, για ένα τόπι κασμίρι και για μια Κύπρια που μύριζε η αγκαλιά της πασχαλιά. Για μια μαγευτική πόλη, τη Σμύρνη μου, που κάηκε σαν φωτογραφία και για ένα πλοίο που μετέφερε μια γυναίκα που έσταζε γάλα. Για μια Τουρκάλα που χάθηκε και σώθηκε μόνο το τραγούδι της. Κι αν θέλεις, μόνο αν το θέλεις, θα σε αφήσω να κρατήσεις στα χέρια σου τα δυο μονάκριβα κλειδιά μου, του σπιτιού στο Αϊδίνι και του σπιτιού στη Σμύρνη. Από το Αϊδίνι και τη Σμύρνη ως την Κύπρο, την Αθήνα και την εξωτική Ινδία, ξεδιπλώνεται η ιστορία μιας σύγχρονης Πηνελόπης με φόντο τις Χαμένες Πατρίδες. Γύρω από την Πηνελόπη, σαν γαϊτανάκι, πρόσωπα που τη σημάδεψαν: η Ζόι, ο Καλφατζής που “ξέρει να σώζει”, ο Παρασκευάς με το “παρασκευάκι” του, η Κατίνα που ο “Ιορδάνης της πέθανε”, ο βροχερός Φίλιππος και ο φωτεινός Φώτης, η μαγείρισσα η Φραγκώ…
Ένα πληθωρικό μυθιστόρημα, που στριφογυρίζει με τρυφερότητα γύρω από την ιστορία του ελληνικού 20ου αιώνα, πλημμυρισμένο με εικόνες και μυρωδιές εποχής.
Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος
Έχει μπροστά της μια ολόκληρη νύχτα για να κάνει μια καινούργια αρχή… Γι’ αυτή τη νύχτα επιλέγει να επιστρέψει στις ρίζες της, στην Κερασούντα του Πόντου. Σε ένα μοναχικό καφενείο, καθισμένη απέναντι από τον Τούρκο ξάδερφό της Σερχάτ, για να βυθίζεται στα θαλασσιά μάτια του που της θυμίζουν τη γιαγιά της, η Σουλτάνα περιμένει να πέσει το σκοτάδι για να ξεκινήσει, με οδηγό της το σήμερα, την κατάβαση σε γεγονότα παλιά, ανθρώπους που πέρασαν, κομμάτια Ιστορίας, μνήμες, συναισθήματα. Με την ελπίδα ότι την αυγή θα ξημερώσει μια νέα μέρα. Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος, τη νύχτα που γίνεται πενήντα χρόνων και ξεκινάει το δεύτερο μισό της ζωής της, θα συναντήσει το παρελθόν της και θα απελευθερωθεί.
Μεγαλωμένη από τη γιαγιά της στο παλιό Κουρουτζού, το καπνοχώρι της Καβάλας, καταφύγιο των προσφύγων του Πόντου, κουβαλάει το βάρος του εκτοπισμού των δικών της και ένα οικογενειακό μυστικό που την εμποδίζει να ζήσει το παρόν ελεύθερη. Μια κοριτσίστικη πλεξούδα και ένα έγκλημα στη σύγχρονη Αθήνα θα είναι η αφορμή για να ανοίξει το παλιό, σκουριασμένο κουτί από μπισκότα…
Ένα αλησμόνητο ταξίδι στην ιστορία ενός λαού που κρατάει τη μνήμη της χαμένης πατρίδας του, και, ταυτόχρονα, το πορτρέτο μιας σύγχρονης γυναίκας που βρίσκει τη δύναμη να χαράξει τον δικό της δρόμο στη ζωή. Που μπόρεσε και… γύρισε το χρόνο!
–
Λίγα λόγια για την συγγραφέα:
Η Νοέλ Μπάξερ γεννήθηκε στην Αθήνα από Ελληνίδα μητέρα και Βρετανό πατέρα, φανατικό φιλέλληνα. Μεγάλωσε στην Καβάλα. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και στην συνέχεια συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία, στην αρχαιολογία. Από τότε ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Ξεκίνησε με διηγήματα στις εκδόσεις Ανατολικός. Το πρώτο της μυθιστόρημα, το «Από δρυ παλιά κι από πέτρα» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Ακολούθησαν δύο ακόμη μυθιστορήματα, το «Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος» και το «Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας», στον ίδιο εκδοτικό οίκο. Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά της είναι «Το χνάρι που δεν έσβησε» από τις εκδόσεις Διόπτρα, που κυκλοφόρησε μέσα στο 2016.
Παράλληλα με τα βιβλία της, γράφει άρθρα και επιφυλλίδες. Ανάμεσά τους, πολλά κείμενα για την Ανεργία και την Κρίση, με τη λογοτεχνική της πένα και με την ιδιαίτερη ματιά της, τα οποία κυκλοφορούν ελεύθερα στο Διαδίκτυο.
0 Σχόλια