Ένα ζευγάρι περνάει κρίση, ένας πλούσιος γιος ερωτεύεται μια δούλα, ένας μπερμπάντης σύζυγος την περνάει ζάχαρη μακριά από τη γυναίκα του, ο Δίας έχει περισσότερους πονοκεφάλους απ’ όσους μπορεί ν’ αντέξει ένας θεός, γενικώς οι αρχαίοι δεν πρέπει να περνούσαν και τόσο καλά όσο το άφηναν να βγει παραέξω. Άρεσαν στον Νέστορα τα χαστουκάκια και να τον αποκαλούν μπαγλαμά; Γιατί ο Δίας αποφεύγει την κόρη του, την Αθηνά; Τι πραγματικά συνέβαινε στο παλάτι του Οδυσσέα εν τη απουσία του; Πώς θα αντιμετωπίσει ο άθεος Τηλέμαχος την παρουσία της Αθηνάς στη ζωή του; Ποιες γυναίκες είναι στο τοπ-10 του Οδυσσέα και πώς τις αναπολεί την καθεμιά; Γιατί πραγματικά κατασκευάστηκε ο Δούρειος Ίππος και γιατί πιστώθηκε την επιτυχία του ο Οδυσσέας; Γιατί ο Αλκίνοος ήταν ο μόνος κουλ βασιλιάς της εποχής; Γιατί ο Οδυσσέας χαλβάδιαζε τη Ναυσικά αλλά δεν μπορούσε να προχωρήσει στο διά ταύτα μαζί της; Ο Πολυχρόνης Κουτσάκης μας δείχνει και την άλλη πλευρά της μνας, δηλαδή του (αρχαίου) νομίσματος!
Γέλασα πάρα πολύ με αυτό το βιβλίο, με τις καταστάσεις που περιγράφονται και με τις θανατηφόρες ατάκες που πετάγονται τήδε κακείσε, κάτι που δείχνει τη λογοτεχνική χροιά ενός κειμένου που πατάει στα χνάρια, τις δομές και σε κάποιες φράσεις του πρωτότυπου κειμένου αλλά δημιουργεί ένα εντελώς διαφορετικό και ξεχωριστό σύμπαν γεμάτο απίθανες καταστάσεις, συμπτώσεις, μυστικά, ανατροπές και θαύματα! Χωρίζεται σε 24 κεφάλαια, όσες είναι δηλαδή και οι ραψωδίες της αυθεντικής Οδύσσειας, και ζωντανεύει με αναπάντεχο τρόπο την ομηρική Ελλάδα, διακωμωδώντας όλα τα θέσφατα που έχουμε διδαχτεί από τα σχολικά και πανεπιστημιακά μας χρόνια. Υπέροχο, λυτρωτικό, ξεκαρδιστικό χιούμορ και απίθανες ακρότητες από την αρχή ως το τέλος και παρ’ όλ’ αυτά μένει πιστό, σε γενικές γραμμές τουλάχιστον, στο έπος του Ομήρου, με το κάθε κεφάλαιο τσάτρα πάτρα να ακουμπάει στη γενική περίληψη της κάθε μίας ραψωδίες και ν’ ακολουθεί τη δομή του πρωτοτύπου αλλά με την ιστορία να απογειώνεται σε άγνωστα και απρόσμενα μονοπάτια, κάτι που μόνο η φαντασία ενός πεπειραμένου συγγραφέα μπορεί να αποδώσει.
Η Αθηνά πείθει τον Δία να βοηθήσουν τον Οδυσσέα να γυρίσει στην πατρίδα του κρυφά από τον Τηλέμαχο, ο Τηλέμαχος ξεκουνιέται να ψάξει πληροφορίες για τον χαμένο του πατέρα, ο Οδυσσέας ναυαγεί στο νησί των Φαιάκων κι αφηγείται τις περιπέτειές του πριν την Καλυψώ, οι μνηστήρες έχουν κάνει το παλάτι της Ιθάκης χοιροστάσιο, ναι σε όλα, όμως οι καταστάσεις που περιγράφονται, οι συμμαχίες που συνασπίζονται, οι έρωτες που δημιουργούνται προκαλούν άφθονο γέλιο και αξέχαστες σκηνές! Απολαύστε για παράδειγμα τη «νέκυια», τη ραψωδία όπου ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη και χαζεύει την Αλκμήνη να τσακώνεται με την Αντιόπη για το ποιας ο γιος είναι σημαντικότερος στον κόσμο («-Εγώ γέννησα τον Ηρακλή… Χαλόου; Έχουμε νικητή νομίζω, ναι;», σελ. 250), με τη μάνα του, την Αντίκλεια, να τον μαλώνει που δε φοράει ζακέτα, με τον Τειρεσία να έχει χαλάσει το λογισμικό και να λέει μαντείες για όσα έχουν ήδη γίνει, με τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο να έχουνε δωματιάκι σένιο και τόσα άλλα! Τρανό παράδειγμα του σεβασμού και της προσοχής που έδωσε ο συγγραφέας είναι το γεγονός πως απέφυγε τη μακροσκελή αφήγηση του Οδυσσέα στον Αλκίνοο με όσα είχε περάσει πριν φτάσει καραβοτσακισμένος στο νησί των Φαιάκων, διαλέγοντας να παραθέσει αποσπασματικά τα γεγονότα εν είδει ονείρων ή αναμνήσεων κι έτσι γλυτώνουμε την κούραση! Ιδιωματικές λέξεις («σαλούφας», «λυγρό», «λαπούρδα», «αυτοψυχοψάξιμο») αναμιγνύονται με λόγιες («κακοθανάτισε», «ροδοαχτυλάτη»), με προφορικό, μάγκικο αλλά και ποιητικό λόγο που προσομοιάζει με νεοελληνική μετάφραση του έπους (ένα ευχαριστώ σε Νίκο Καζαντζάκη και Ι. Θ. Κακριδή επ’ ευκαιρία, σε Ζήσιμο Σιδέρη, Ιάκωβο Πολυλά, Αργύρη Εφταλιώτη κ. ά.) είναι εκφραστικά μέσα που ζωντανεύουν ατάκες, αστεία, τραγικωμικές σκηνές.
Φυσικά οι θεοί δε μένουν στο απυρόβλητο, γίνονται κι αυτοί αντικείμενα γελαστικής εκμετάλλευσης, με τον Όλυμπο να μας δείχνει σχεδόν όλα του τα μυστικά και ο καθένας από τους θεούς να έχει κι ένα κουσούρι. Για παράδειγμα, ο Δίας θέλει μια στιγμή ησυχίας, να ρεμβάσει ένα ηλιοβασίλεμα αλλά τα παιδιά του τον απασχολούν συνέχεια με τα προβλήματά τους, φτάνει πια: «Είχαν μεγαλώσει πια όλα τους, ας τραβούσαν τον δρόμο τους, να πάνε στην ευχή του θεού, δηλαδή του Δία, δηλαδή του ίδιου» (σελ. 13). Χειρότερη όλων είναι η Αθηνά, με εκείνο το «μπαμπούλη, θέλω να σου πω» να προηγείται ή να έπεται κάποιας καταστροφής. Αυτήν τη φορά θέλει να αποδοθεί δικαιοσύνη και να επιστρέψει ο Οδυσσέας στην Ιθάκη που λείπει κοντά 19 χρόνια (τα τελευταία επτά έχει αράξει στην Ωγυγία με τη φαυλόβια Καλυψώ). Ο Δίας δέχεται για δικούς του λόγους κι ας πάει αντίθετα στη θέληση του Ποσειδώνα που θέλει τον Οδυσσέα φυλακισμένο ως εκδίκηση που του σκότωσε τον γιο του, τον Πολύφημο. Με τον αδελφό του τον Ποσειδώνα θα λογαριαστούν μετά: «Το multitasking δεν ήταν το φόρτε του Δία» (σελ. 22). Ο Ερμής γράφει ημερολόγιο, στίχοι της Σαπφούς αναμιγνύονται με στίχους τραγουδιού του Θέμη Αδαμαντίδη, όλη η αρχαία Ελλάδα είναι ένα κρεβάτι με ανυπολόγιστες κατοπινές συνέπειες, το ΔΣ στον Όλυμπο έχει πάντα πλάκα, ειδικά όταν τσακώνονται Ποσειδώνας και Αθηνά, μύλος!
Να ρίξουμε το βλέμμα μας στη γη; Ωιμέ! Ή μάλλον ευοί! Όχι, αυτό είναι για ευωχία! Τέλος πάντων! Ο Τηλέμαχος είναι ερωτευμένος με την παρακόρη Αγαθόκλεια ή Κλει, προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να ξεκινήσει σχέση μαζί της και όχι να την κατακτήσει με το στανιό γιατί την αγαπάει πραγματικά αλλά παραφυλάει η μητέρα του, Πηνελόπη, που δε θα επιτρέψει μια τέτοια επαφή. Είναι τόσο βαθιά ερωτευμένος που αδιαφορεί μέχρι και για την Ελένη του Μενέλαου, άσε που πρεσβεύει θεωρίες του στυλ: «Όταν είσαι λίγο με τον καθέναν, δεν είσαι ποτέ βαθιά με έναν» (σελ. 92). Κατά την έρευνά του για τον πατέρα του σε Πύλο και Σπάρτη και αλλαχού (πςςς!) έχει διαπιστώσει πως είναι γόνος ενός σεξόσογου: η μάνα του με τους μνηστήρες (Αγέλαος, ένας από τους πιο φετάδες μνηστήρες με 8-pack κοιλιακούς, τυχαίο παράδειγμα του γράφοντος), η Ελένη με όποιον έβρισκε, όλοι λάτρεις της ηδονής, μακριά από ψυχικά χαρίσματα. Και μέσα σ’ όλα, ο Τηλέμαχος δέχεται αντιπολίτευση από τον Αντίνοο που προσπαθεί να πάρει τον λαό με το μέρος του υποσχόμενος νέα δάνεια και μες στον χαλασμό δεν ακούει κανείς τον μάντη Αλιθέρση που πέφτει θύμα των fake news. Δε γίνεται να μη γελάσεις με τέτοιες ατάκες: «…στο κρεβάτι την περίμενε ο Έλατος, ένας από τους πιο προικισμένους μνηστήρες, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που συνήθως δεν μπορούσε να συγκρατήσει τις κραυγές της και φώναζε «ω Έλατο! ω Έλατο! μ’ αρέσει, πώς μ’ αρέσει» ξανά και ξανά μες στη νύχτα» (σελ. 32). Ή και αργότερα: «-Εγώ είμαι ευτυχισμένη με τον Οδυσσέα και σκοπεύω να ζήσω μαζί του για πάντα, να τον κάνω κι αυτόν αθάνατο θεό. -Αθάνατο με τα γουρουνόπουλα που του μαγειρεύεις; Η χοληστερίνη του θα χτυπήσει διακοσοπενηντάρια» (σελ. 99).
Κατά βάθος όμως έχουμε ένα κείμενο για τις σχέσεις γονιών και παιδιών, πατεράδων με κόρες και γιους, μαμάδων με παιδιά, συζύγων που προσπαθούν να ζήσουν μαζί, με περίεργα αποτελέσματα και μετά να ζήσουν χώρια, με ακόμη πιο περίεργα αποτελέσματα, για τις ενδοοικογενειακές σχέσεις, για τις ευαίσθητες ισορροπίες, για την ηθική και την αρετή (δεν είναι τυχαίο που αν απομακρύνετε το βιβλίο από κοντά σας θα δείτε πως τα χέρια του Κύκλωπα στο εξώφυλλο σχηματίζουν μια ραγισμένη καρδιά). Δεν είναι ένα μυθιστόρημα που απλώς προκαλεί γέλιο ή / και παρωδεί την Οδύσσεια αλλά ένα καλογραμμένο κείμενο, μεστό, με λογοτεχνικές και αφηγηματικές αρετές, που δίνει άλλες οπτικές σε κάποια γεγονότα και δείχνει ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Είναι ένα αύταρκες, ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, με πλοκή και χαρακτήρες που μπορεί να σταθεί στα δικά του πόδια και να προσφέρει αναγνωστικές απολαύσεις σαν αυτές ενός καλού μυθιστορήματος. Υπάρχει σάτιρα, υπάρχει διακωμώδηση, υπάρχουν αστείες ατάκες αλλά όλα ακολουθούν έναν στέρεα δομημένο σκελετό και έχουν λόγο ύπαρξης, αρχή και τέλος, ο συγγραφέας δηλαδή δεν κανιβαλίζει ούτε κάνει μια εύκολη αρπαχτή στηριγμένος σ’ ένα έτοιμο κείμενο που ανά τους αιώνες έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για πολλές παρωδίες και κωμωδίες. Αντιθέτως, χρησιμοποιεί την εμπειρία του και το ταλέντο του για να παρουσιάσει μια άλλη οπτική του ομηρικού έπους και μέσα από αυτήν να στηλιτεύσει διαπροσωπικές σχέσεις, κοινωνικές και οικονομικές καταστάσεις όχι μόνο της εποχής αλλά ακόμη και του 21ου αιώνα. «Το πλήθος θέλει θέαμα και οι θεοί θυσίες, το ξέρουν απ’ το Πέραμα ως πέρα στις Ινδίες». Γι’ αυτό και σεις κοπιάστε στου Κουτσάκη το βιβλίο, τη ρουτίνα σας ξεχάστε και στον χρόνο πείτε αντίο!
0 Σχόλια