–
Πετάει πεταλούδα στη βροχή; Ποτέ, όχι.
Κι όμως εγώ είδα μία, κάποτε ένα βράδυ,
Γενάρη μήνα.
Μαύρη ήταν, σαν έβενος και τραχιά τα φτερά της.
Πέταγε μες στην βροχή, μόνη,
αψηφώντας την μανία των σταλαγματιών,
αψηφώντας το βάρος που θα μπορούσε να την καταποντίσει. Καταραμένος ο νους που αντικρίζει τέτοια θεάματα.
Βασανισμένη η ψυχή μέσα στο σώμα. Και όμως σε αντίκρισα, ήσουν αληθινή Μπορούσα να σε αγγίξω αν ήθελα,
Αλλά δεν το έκανα, φοβήθηκα.
Φοβήθηκα ότι τα όνειρα χάνονται με το που τα ακουμπήσεις. Κάλλιο να μείνουν ανεκπλήρωτα στην ροή του χρόνου,
παρά να πραγματοποιηθούν.
Γιατί με το που πραγματοποιηθούν, χάνουν την αξία τους,
το πέπλο πέφτει και ξεγυμνώνεται η θωριά τους. Μοιάζουν κούφια πια, σαν βαλσαμωμένα ζώα,
Σαν εκείνο το «καπλάνι της βιτρίνας», θυμάσαι; Άδεια από ουσία, από ύπαρξη.
Εκπλήρωσαν το χρέος τους, θα μου πεις. Για αυτό ήρθαν για να πραγματοποιηθούν. Και άπαξ και γίνει αυτό,
επιστρέφουν στην αρχική τους κατάσταση.
Στα κουφάρια που πλέον περίτεχνα διακοσμούν την ζωή σου. Μεταμορφώθηκαν και αυτά,
όπως μεταμορφώνεται καθετί στο σύμπαν. Είναι πάντα εδώ όλα όσα γνωρίσαμε, διαφορετικά δοσμένα.
Πάντα μαζί μας και πάντα χώρια.
Να μας συντροφεύει η παρουσία τους και να μας καταρρακώνει η θύμησή τους. Κι όμως εγώ σε καρτερώ,
κάθε βράδυ, όπως τότε,
όπως εκείνο το βροχερό δειλινό του Γενάρη.
_
γράφει η Έλενα Γιαννούλη
0 Σχόλια