Τα ξυράφια τής μνήμης,
χαρακώναν τους ελεύθερους ήλιους,
που σημαδεύαν οι άνθρωποι με τα δόρατα τους.
Κι όταν ανοίξαν τα στήθια τους,
να μιλήσουν,
ζωστήκαν την αθανασία,
που την λιτάνευες
σε μια σάρκα φθαρτή.
Οι κόρφοι σηκώναν την υπερηφάνεια της ύλης,
άχθος του κορμιού,
που τυραννιόταν με το χώμα.
Φως παρεμφερές της ηλιαχτίδας,
που αξιωθήκαμε να υμνήσουμε,
πάρε την ψυχή και καν’την αιθέρα.
Αμαρτία, λαχτάρα μου,
αφήστε με στην πλάνη.
Μικρή παραδοχή πως δεν σφάλλαμε,
όπως μας τραυμάτιζε το παραμιλητό μας
(Και το άτοπο ίσως να στέριωσε στο άλογο μας.)
Οι όψεις μου σμιλεύαν το Θεό,
ξόανο της σιωπής,
παρωπίδες τα μάτια,
Και αισθήσεις, χαλινάρια που σμίγαν με το συνειδητό.
Και σαν ο ήλιος διέγραφε τον ισκίο, αναρωτήθηκα πού χαθήκαν οι άνθρωποι
και πού βρεθήκαν τόσα ειδώλια.
_
γράφει η Κωνσταντίνα Τσιχριντζή
0 Σχόλια