Μια πτήση ρουτίνας από Λος Άντζελες για Νέα Υόρκη θα μετατραπεί σε μια ιδιαίτερη μορφή αεροπειρατείας και ο πιλότος θα χρειαστεί να διαλέξει ανάμεσα στην οικογένειά του, που κρατείται όμηρος στο σπίτι τους, και στους επιβάτες του αεροπλάνου του. Ο απαγωγέας του το ξεκαθαρίζει: αν δε ρίξει το σκάφος, θα εκτελεστούν η γυναίκα και τα παιδιά του. Τι θα κάνει ο πιλότος; Πώς θα σώσει επιβάτες και πλήρωμα; Θα καταφέρει να βρει βοήθεια κι αν ναι με ποιον τρόπο; Πώς μπορεί να προειδοποιήσει το πλήρωμα χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι; Πώς θα ενημερωθεί το FBI γι’ αυτήν την τραγική κατάσταση παρά τις εντολές για το αντίθετο; Έχει συνεργούς ο απαγωγέας ανάμεσα στους επιβάτες; Ποια είναι τα κίνητρά του;
Η πρώην αεροσυνοδός T. J. Newman κάνει το ντεμπούτο της στον χώρο του περιπετειώδους μυθιστορήματος με μια συναρπαστική περιπέτεια που μας ξεναγεί σε ένα Airbus Α320 της αεροπορικής εταιρείας Κόσταλ και στα μυστικά που πρέπει να ξέρει κανείς για την ασφάλεια κατά τη διάρκεια της πτήσης. 149 ψυχές, επιβάτες και πενταμελές πλήρωμα, βρίσκονται στα χέρια των δύο κυβερνητών ή μάλλον του απαγωγέα της οικογένειας Χόφμαν και η ιστορία ξεδιπλώνεται με συναρπαστικό τρόπο και πειστική αληθοφάνεια. Ο Μπιλ Χόφμαν, κυβερνήτης, με στολή που αποπνέει σεβασμό κι εμπιστοσύνη, εργάζεται στην εταιρεία με είκοσι πέντε χρόνια πορείας. Είναι παντρεμένος με την Κάρι και απέκτησαν δυο παιδιά, δεν παύει όμως να έχει σε προτεραιότητα τη δουλειά του, κάτι που προκαλεί κάποια προβλήματα στον γάμο του. Όσο ξετυλίγεται η συναρπαστική περιπέτεια, κάπου κάπου επιστρέφουμε στο παρελθόν του για να γνωρίσουμε τον χαρακτήρα του, για να μάθουμε την εμπειρία του σε πτήσεις, τα όνειρά του και τις φιλοδοξίες του να μεταβεί από τα μονοκινητήρια που ξεκίνησε την εκπαίδευσή του σε μεγαλύτερα αεροσκάφη. Τελικά, ο Χόφμαν διαπιστώνει πως δεν υπάρχει πρωτόκολλο να ακολουθήσει ούτε μέρα ασφαλείας να τον βοηθήσουν γιατί όλη του η εκπαίδευση χτίστηκε σε πιθανότητες πραγματικής επίθεσης μέσα στο αεροπλάνο κι όχι αυτό που βιώνει τώρα. Από την άλλη, η γυναίκα του είναι διορατική και περιποιητική, με την έμφυτη ικανότητα να βλέπει κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων και να εντοπίζει το αληθινό πρόβλημα κι όχι μόνο την αφορμή της εκάστοτε αναστάτωσης, πλεονεκτήματα που θα της φανούν χρήσιμα κατά την απαγωγή.
Το μυθιστόρημα μου έμαθε πολλά μυστικά για το ίδιο το αεροσκάφος αλλά μου έδωσε και πληροφορίες γύρω από την ψυχολογία και την εμπειρία των πληρωμάτων. Κατάλαβα πως σε μια πτήση ακόμη και το πιο ασήμαντο κομμάτι από τον εξοπλισμό έκτακτης ανάγκης παίζει τον ρόλο του. Η συγγραφέας μάλιστα τονίζει πως η δουλειά της αεροσυνοδού δεν είναι να προσφέρει φαγητό και χαμόγελα, αυτό απλώς παρέχεται, η πραγματική δουλειά είναι όλα τα άλλα, όσα βιώνουν σε αναρίθμητες ασκήσεις: μαθήματα πρώτων βοηθειών και αυτοάμυνας, εκκένωση από φλεγόμενο αεροσκάφος ή προσθαλάσσωση, αεροπειρατείες, κανονισμοί, αναταράξεις, τρομοκράτες κλπ. Το βιβλίο καταγράφει μέτρα ασφαλείας, τεχνικές προδιαγραφές πριν από κάθε πτήση αλλά και κατά τη διάρκειά της, πώς είναι η ατμόσφαιρα μέσα και έξω από το αεροσκάφος πριν και κατά τη διάρκεια της πτήσης, ποια τα συναισθήματα ενός κυβερνήτη, ποιες οι συμπεριφορές των επιβατών στον αέρα και πόσο άλλαξε ο αεροπορικός κόσμος μετά την 11η Σεπτεμβρίου, όχι μόνο από άποψη ασφάλειας αλλά και σκοπού: «Κάποτε είχαμε κάτι στα χέρια μας. Οι κακοί είχαν τη λογική τους, ο κόσμος είχε τη λογική του. Υπήρχαν κίνητρα και απαιτήσεις. Όμως τώρα…» (σελ. 175). Όλα αυτά χάρη στον συγκυβερνήτη Μπεν Μάιρο, την υπεύθυνη πτήσης Τζο Γουάτκινς και τον αεροσυνοδό Μάικλ Ρόντενμπεργκ. Δε μένουμε όμως μόνο εκεί, μιας και, μέσω του Τζορτζ Πάτερσον, διευθυντή επιχειρήσεων του ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας στο αεροδρόμιο JFK της Νέας Υόρκης, η συγγραφέας στρέφει τη ματιά της και στον πύργο ελέγχου, στις συνθήκες εργασίας εκεί, στο τι κάνουν και πώς φέρονται σε φυσιολογικές ή έκτακτες καταστάσεις, τι βλέπουν, πώς το χειρίζονται, πώς οδηγούν τα αεροπλάνα, πώς επηρεάζουν τις πορείες πτήσεων τα δελτία καιρού, τα πρωτόκολλα έκτακτων περιστατικών, ο καιρός, διάφορα μηχανολογικά προβλήματα, η ίδια η φυσική, προβλήματα που αντιμετωπίζουν άνθρωποι που χρησιμοποιούν σύμβολα, κώδικες και ακρωνύμια ακατανόητα στον περισσότερο κόσμο: «Όλη του η δουλειά ήταν να διατηρεί την ισορροπία σε ένα περιβάλλον γεμάτο αστάθμητους παράγοντες» (σελ. 200).
Ρεαλιστική κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, τα μικρά μυστικά που ανέφερα πιο πάνω, η σωστή επιλογή χαρακτήρων, οι εναλλαγές σκηνών πότε στο σπίτι του κυβερνήτη και πότε πίσω στο αεροπλάνο, κλιμακωτή αγωνία, ανατροπές και εκπλήξεις που πολλές φορές μου έκοψαν την ανάσα γιατί ένιωθα να είμαι κι εγώ μες στο αεροπλάνο, τα έξυπνα cliffhangers στο τέλος κάθε κεφαλαίου που με έκαναν να θέλω να διαβάσω το επόμενο και το επόμενο είναι μερικά μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά ενός μυθιστορήματος που διαβάζεται απνευστί. Μάλιστα, αν ξαναμπώ σε αεροπλάνο μετά από τέτοιες φράσεις να με δείρετε: «Όταν οι επιβάτες επιβιβάστηκαν στο αεροπλάνο, άφησαν τις ζωές τους στα χέρια του Μπιλ. Άπαξ και το αεροπλάνο απογειώθηκε, μετατράπηκε σε μια επιλογή που δεν μπορούσαν να την πάρουν πίσω» (σελ. 137). Φυσικά έχουμε και τον πράκτορα του FBI Θίο Μπάλντγουιν, που είχε μπει σε διαθεσιμότητα μετά από μια αποτυχημένη υπόθεση ναρκωτικών και τον έχουν αφήσει σε μια διεκπεραιωτική ρουτίνα και που περιμένει πώς και πώς μια σημαντική υπόθεση για να ξεχαστεί το λάθος του, έχουμε την υποδιευθύντρια Μισέλ Λίου που τον έχει από κοντά, έχουμε τη διαρκή πάλη ανάμεσα στη διαίσθηση και στον αυθορμητισμό με τον ρεαλισμό και την υπακοή σε οδηγίες, κάτι χρονοβόρο που ίσως κοστίσει σε ζωές, έχουμε αγωνία, χρόνο που τελειώνει κι όλα αυτά δε μου άφησαν τρίχα στη θέση της από την αγωνία.
«Η πτώση» είναι μια συναρπαστική περιπέτεια με όλα τα αναμενόμενα κλισέ του είδους και με προσεγμένο ρεαλισμό που με έκανε να αγωνιώ για τη συνέχεια, είχε απανωτές εκπλήξεις, είχε συγκίνηση και στιγμές ηρωισμού, μα πάνω απ’ όλα είχε κι ένα βαθιά ανθρωπιστικό μήνυμα. Δε θα αναφερθώ φυσικά στα αίτια και στα κίνητρα του ενόχου (ή των ενόχων) για να μη χαλάσω την αναγνωστική έκπληξη, θεωρώ όμως υποχρέωσή μου να σημειώσω πως η συγγραφέας το βιβλίο αυτό το έγραψε για να αφυπνίσει τους αναγνώστες γύρω από την πρόσφατη ιστορία της Αμερικής, για τις συνέπειες σε αμάχους και όχι μόνο από την εξωτερική της πολιτική σε ξένα εδάφη μα πάνω απ’ όλα πως αυτά ο κόσμος πρέπει να τα μελετάει καλά, να τα παρακολουθεί, να εμπλουτίζει τις γνώσεις του και όχι να ακούει / βλέπει / μαθαίνει για απώλειες αμάχων, καταστροφές πόλεων κλπ. αδιάφορος, τρώγοντας το βραδινό του γεύμα ή πίνοντας τον καφέ του όσο περιμένει ένα κατά τα φαινόμενα πιο σημαντικό τηλεφώνημα κι αυτό το εκτίμησα πολύ: «Θα συνεχίσουμε να μαθαίνουμε, θα συνεχίσουμε ν’ ακούμε, κι όταν θεωρήσουμε πως μάθαμε αρκετά -πράγμα ακατόρθωτο- θα αναζητήσουμε ανθρώπους που θα ξέρουν πώς να το διορθώσουν. Και θα τους βοηθήσουμε με όποιον τρόπο μπορούμε» (σελ. 354).
0 Σχόλια