Η μπάντα παίζει σε ροκ ρυθμό. Κοιτώ από τα τζάμια απέναντι τη διασταύρωση. Φιγούρες με κράνη, ασπίδες και γκλομπ πηγαινοέρχονται. Πάλι φασαρίες, λέει κάποιος στο μπαρ και ζητά να του γεμίσουν το ποτήρι. Ο κιθαρίστας λυγίζει τα γόνατα στο δάπεδο. Χτυπά τις χορδές σαν να δίνει πρωτόγνωρο φιλί. Ένα κορίτσι γονατίζει δίπλα του να το μοιραστεί.
Δυο κοπέλες, στο διπλανό τραπέζι, σηκώνονται φορούν τις καμπαρτίνες τους και βγαίνουν έξω. Επιστρέφουν να πιούν κρασί και να φάνε από τα ξύλινα πιάτα των τυριών και των αλλαντικών, που προσφέρουν οι μεσήλικοι άντρες που τις συνοδεύουν. Τα ξύλινα πιάτα αντικαθίσταται με ταχύ ρυθμό. Στον ίδιο ρυθμό, τα νεανικά γυναικεία δάκτυλα ανάβουν και σβήνουν τσιγάρα. Σηκώνονται πάλι. Ανοίγουν την πόρτα. Καθώς επιστρέφουν δεν μπορώ ν’ αντιληφθώ κάτι στα βλέμματά τους.
Ίσως να μην υπάρχει αυτό, το κάτι, που το κάνει να μοιάζει σπουδαίο.
Σηκώνομαι. Φορώ το λευκό παλτό. Τραβώ το μαντήλι μου κοντά στο πρόσωπο. Βγαίνω στον δρόμο. Στέκομαι στην γωνία Πατησίων.
Καπνογόνα και φώτα ρέοντα αρπάζουν την αρετή της νύχτας στην πόλη.
Το πρωί πληκτρολογώ στη μηχανή αναζήτησης ‘’ γεγονότα στο κέντρο ’’
Δεν αναφέρεται ούτε ένας ψίθυρος. Ούτε ένας έρωτας.
_
γράφει η Δώρα Παύλου Καρλατήρα
ίσως τελικά ο ψίθυρος που δεν ακούστηκε…ο έρωτας που δε φάνηκε να μην φανεί ποτέ σε μία μηχανή αναζήτησης ..και να μην του πρέπει και να φανεί έτσι… ίσως τα γεγονότα του κέντρου…της ζωής να συμβαίνουν και να φταίει κάτι άλλο πιο βαθύ που δε μας αφήνει να τα βιώσουμε..και απλά παρατηρούμε τους υπόλοιπους…
Ο νους του ανθρώπου έχει μεγάλη δύναμη αγαπητή Δώρα. Μπορεί από έναν Παράδεισο να φτιάξει μια Κόλαση και από μια Κόλαση έναν Παράδεισο…
Διαλέγουμε-επιλέγουμε τη μεριά εμείς…
καλώς ήρθατε..