«Πόσο μάταιο είναι να κάθεσαι να γράψεις, όταν δεν έχεις σηκωθεί να ζήσεις!»
Χ. Ντ. Θορώ (1817-62)
Σε κάθε εθνική εορτή την έβλεπες γαλανόλευκη να κυματίζει από τη σιδερένια κουπαστή του μικρού μπαλκονιού. Ευμεγέθης, συγκριτικά με το ταπεινό διαμέρισμα του ισογείου, προκαλούσε εντύπωση από μακριά. Η ίδια η κυρα-Αντωνία με περηφάνια την τοποθετούσε από την προηγούμενη, πάντα κάνοντας τον σταυρό της. Ανήμερα την έβλεπες καλοχτενισμένη – επισκεπτόταν τακτικά το συνοικιακό κομμωτήριο για κους-κους και περιποίηση, μοναδική πολυτέλεια στην κατά τα άλλα συγκρατημένη της ζωή – να επιστρέφει κεφάτη από τη δοξολογία, μοιράζοντας αντίδωρα στους γείτονες. Ήταν θεοσεβούμενη η κυρα-Αντωνία και ασκούσε τακτικά τα θρησκευτικά της καθήκοντα. Η είσοδος της πολυκατοικίας της μύριζε λιβάνι κάθε πρώτη του μήνα, τις Κυριακές και τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές. Δεν είχε παντρευτεί ούτε είχε πολλούς στενούς συγγενείς. Μια ανιψιά μονάχα, που την επισκεπτόταν στη χάση και στη φέξη ίσα-ίσα για τα μάτια του κόσμου, μιας και ήταν η μοναδική κληρονόμος του μικρού της διαμερίσματος.
Φέτος έμεινε ορφανό το μπαλκονάκι από τη σημαία. Η είσοδος δεν ευωδίασε λιβάνι, ούτε αντίδωρα πρόσφερε στους γείτονες ευλαβικά η κυρα-Αντωνία. Παρ’ όλα αυτά, η φωνή της – τρεμάμενη, βραχνή, επιτακτική – ακούγεται συχνά πίσω από την κλειστή της πόρτα να φωνάζει με αγωνία το βουλγάρικο όνομα, μοναδική της συντροφιά τους τελευταίους μήνες που βρίσκεται κατάκοιτη…
0 Σχόλια