γράφει η Μαρία Βασιλειάδου
Η γνωριμία μου με κλασικούς Έλληνες συγγραφείς πάντοτε είχε κάτι το ουτοπικό. Θεωρώντας εκείνους που καταγίνονταν με τα γράμματα σε επίπεδο λογοτεχνίας, σε εποχές μακρινές πλέον για εμάς τους σύγχρονους, παιδιά της Σαπφούς και του Ομήρου, στεκόμουν με δέος και νευρικότητα μπροστά σε βιβλία δυναμικής ενός Βάρναλη, ενός Κόντογλου, ενός Πρεβελάκη και πολλών άλλων. Την ίδια νευρικότητα ένιωσα όταν έπεσε στα χέρια μου η ιστορία της «σιόρας Επιστήμης». Ωστόσο, το ενδιαφέρον μου να ανακαλύψω την κοινωνία μιας Ελλάδας και των ανθρώπων της που υπάρχουν πλέον μόνο γραμμένα σε χαρτί, γρήγορα μου έδωσε την ώθηση να χαθώ μέσα στις γραμμές του Θεοτόκη και να προσπαθήσω να βρω τι αντιπροσώπευε η Τιμή και τι το Χρήμα για εκείνον αλλά και για τους ήρωές του.
Σε ένα προάστιο, λοιπόν, της Κέρκυρας, στις αρχές του 20ου αιώνα, ζει η οικογένεια της σιόρας Επιστήμης της Τρινκούλαινας. Με άντρα μέθυσο και ακαμάτη καλείται να φροντίσει το παρόν και το μέλλον των τεσσάρων παιδιών της, μια από τα οποία είναι και η Ρήνη που ερωτεύεται παράφορα τον Αντρέα, γόνο ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας που παλεύει να μη χάσει το τελευταίο κομμάτι της περιουσίας του κάνοντας λαθρεμπόριο. Ο Αντρέας γνωρίζει ότι για να σώσει ό,τι του έχει απομείνει θα πρέπει να κάνει έναν γάμο που θα του αποφέρει μια καλή προίκα. Η σιόρα Επιστήμη, όμως, τα έχει όλα μετρημένα και μοιρασμένα και δε δίνει τίποτα παραπάνω απ’ ότι αναλογεί στη Ρήνη.
Η καρδιά θα υπερισχύσει, αλλά δε θα είναι ικανή να ικανοποιήσει ούτε τις ανάγκες ούτε τα όνειρα του Αντρέα, κάνοντάς τον να χάσει την ευτυχία. Εκείνες, όμως, που θα δοκιμαστούν περισσότερο θα είναι η Ρήνη και η σιόρα Επιστήμη, οι οποίες θα γίνουν οι τραγικές φιγούρες ανάμεσα στο καλό και το κακό, το τίμιο και το ανήθικο, το δίκαιο και το άδικο.
Ο Θεοτόκης δεν εξιστορεί τίποτε παραπάνω από μια ιστορία αγάπης ανάμεσα σε δύο νέους, όμως παράλληλα ασχολείται με διαχρονικές αξίες που ορίζουν τον αγώνα του ανθρώπου για αυτοπραγμάτωση, καταδεικνύοντας μια διαδικασία ωριμότητας και εξύψωσης της ανθρώπινης ύπαρξης. Με υπέρβαση των ορίων και εξυμνώντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια που παραμένει αλώβητη από τον μιασμένο περίγυρο ζωντανεύει με την τέχνη της γραφής του την κοινωνία μιας άλλης εποχής ρεαλιστικά και χωρίς περιττούς ρομαντισμούς.
Με ύφος απλό, ζωντανό και παραστατικό, αξίες, όπως η τιμή και το χρήμα, ξετυλίγονται στον αναγνώστη για να υποδηλώσουν την υπόληψη της οικογένειας, την τιμή της κοπέλας, το λόγο του άνδρα αλλά και την κινητήρια δύναμη της κοινωνίας και το θεσμό της προίκας, αντίστοιχα. Παράλληλα, η αξιοπρέπεια, η τιμιότητα, η εργατικότητα αλλά και η πολιτική και η ηθική διαφθορά, ο ξεπεσμός της κοινωνικής θέσης αποτελούν κοινωνικές αναφορές που εκφράζουν τις αγωνίες του ίδιου του συγγραφέα.
Σε μια προσπάθεια κοινωνικής και ψυχικής εμβάθυνσης ο συγγραφέας υπερβαίνει την εποχή του, καθώς δεν περιορίζεται στην απλή διαπίστωση και καταγραφή, αλλά παράγει νόημα πέρα από τον χωρόχρονο. Όπως και στην πραγματική ζωή ο άνθρωπος προβάλλει καθαρός και ευάλωτος, ενώ οι μηχανισμοί είναι σκληροί και ανελέητοι επιτρέποντας στην εκάστοτε κινητήρια δύναμη να επιβάλει τον νόμο της.
Και ως δια μαγείας ένα αφήγημα γραμμένο τόσα χρόνια πριν φαντάζει στα μάτια μας τόσο σύγχρονο.
0 Σχόλια