Στου κόσμου τα τελευταία απομεινάρια
στου Ήλιου την ατελεύτητη σιωπή
τα άστρα αφήνουν χρώματα και σημάδια
να βρίσκεις το δρόμο σ’ άγνωστη εποχή.
Η μέρα που φεύγει όμορφη και σκληρή
το ίδιο θα ‘ναι κι η άλλη που ξεκινάει
ας ήταν μετά τη δύση της ν’ ακουστεί
μπαλάντα μέσα στο Χάος που τραγουδάει.
Μια λάμψη που παραπάτησε στα σκοτάδια
τρεκλίζει δειλά απείθαρχη, σιωπηλή
φωτίζει της ανανέωσης τα πετράδια
πριν έρθει κοντά του τέλους μας η αρχή.
Στα μάκρη παγώνει μόνη της η ψυχή
στο σύμπαν σαν αστερόσκονη προσπερνάει
ας ήταν μετά το τέλος της ν’ ακουστεί
μπαλάντα μέσα στο Χάος που τραγουδάει.
Πεθαίνει πάνω στης κρίσης μας τα ψεγάδια
το χάδι που είναι βάλσαμο στην πληγή,
η μοίρα μάς παίζει όλους ξανά στα ζάρια
και όποιος σωστά ποντάρισε θα σωθεί.
Ανάσα τυφλά γυρεύει επιλογή
πετάει σαν πεταλούδα και ξεψυχάει
ας ήταν με την κορόνα της ν’ ακουστεί
μπαλάντα μέσα στο Χάος που τραγουδάει.
Να δίνει το γέλιο της κι ας θρηνεί
ελπίδα που επιμένει να λαχταράει
ας ήταν από τα χείλη της ν’ ακουστεί
μπαλάντα μέσα στο Χάος που τραγουδάει.
ΘΑ ΣΕ ΠΕΡΙΜΈΝΩ
Στοιχηματίζω πως είσαι καθισμένος στον πιο απόμακρο βράχο,
πως αφήνεις τα κύματα να σε ταρακουνούν,
πως μετράς τα ψιλά που είναι διάσπαρτα στην τσέπη σου, «Εδώ τα’χω!»,
πως παρατηρείς τα ψάρια που να κρυφτούν δεν μπορούν.
Στοιχηματίζω πως κοιτάς τον ουρανό και ονειρεύεσαι μια καλύτερη ζωή,
χωρίς να μετράς τα νούμερα πίσω από τις συσκευασίες,
πως έχεις πάψει να καταστρέφεις του αίματος σου τη ροή,
χωρίς να αγνοείς τα χάπια για τις μεσονύχτιες ημικρανίες.
Στοιχηματίζω πως έχεις αφήσει πίσω τα προβλήματα του πατρικού σου,
πως απολαμβάνεις τον ήλιο του ζεστού καλοκαιριού,
χωρίς να σκέφτεσαι τα νεύρα και τις φωνές του πατέρα σου,
χωρίς να καίγεσαι και να ταλαιπωρείσαι κάτω από την δύναμη απαιτητικού ωραρίου.
Μα η αλήθεια διαφέρει
και αλλού σε φέρει.
Η αλήθεια χτυπάει
και αλλού σε πάει.
Γνωρίζω πως είσαι καθισμένος στην πιο απόμακρη γωνία,
πως έχεις να αισθανθείς την αλμύρα του γιαλού ολόκληρους τρεις μήνες,
πως δεν έχεις χρήματα για να μετρήσεις, «Με κυριεύει η αγωνία!»,
πως παρατηρείς την ζακέτα σου και αγγίζεις αργά τις ίνες.
Γνωρίζω πως τα όνειρα σου πραγματοποιούνται μόνο όταν κοιμάσαι,
πως τη ζυγαριά συνεχίζεις να τρέμεις και τη βία του μυαλού σου υπομένεις,
πως πίνεις ακόμη πιο πολύ και νεκρός καταλήγεις να κοιμάσαι,
πως παριστάνεις ότι είσαι ακμαίος και βοήθεια από χάπια δεν αναμένεις.
Γνωρίζω πως κουβαλάς πόνο στην πλάτη σου σαν να είναι το αγαπημένο σου παλτό,
πως μισείς την ζέστη του καλοκαιριού,
πως σκέφτεσαι ότι η ζωή σου ταινία θα έπρεπε να γίνει σε κάποιο πλατό,
που να αφορά ένα αγόρι που δεν κατάφερε να περιορίσει την δύναμη του ορίου.
Σε κύκλους γύριζες,
μα τώρα νέα δέντρα έχουν ρίζες.
Η τύχη είναι άθλια
και εσύ έχεις γενέθλια.
Και όσο μεγαλώνεις, μικραίνει η σάρκα.
Και όσο με εκείνον μαλώνεις, τραντάζεται η καρδιά,
γιατί τα λόγια του καίνε του μυαλού σου τα πάρκα,
ενώ η ησυχία διατηρεί τις φωλιές των πουλιών στα κλαδιά.
Τον πατέρα λυπήσου που ενώ πικραίνει τη ζωή σου,
έχει δώσει ένα λιθάρι που σε κρατά κάτω από τούβλα.
Σεβασμό μόνο δείξε και συνέχισε τη ζωή σου.
«Νιώθω πως καταρρέουν όλα τα τούβλα!»
Την μητέρα λυπήσου που ενώπια των ονείρων σου
κατακρεουργεί τις ελπίδες και στενεύει τα φτερά.
Σου λέει να κυνηγάς τα όνειρα σου μα σπάει τα κόκκαλα των ποδιών σου.
Σου λέει να τρως και ίσως για αυτό κάνεις το γεύμα πέρα.
Λυπάμαι που την θύελλα σου δεν μπόρεσα να αντέξω,
που δεν σου κράτησα το χέρι όταν για πολλοστή φορά έλεγες πως νιώθεις πόνο,
που κουράστηκα να ξυπνάω μέσα στη νύχτα από φόβο μήπως είσαι κάπου έξω,
που έφυγα μετά από μισό χρόνο και σε άφησα μόνο.
Λυπάμαι που δεν έσφιξα τα δόντια όταν με γρατζουνούσες από άμυνα
και με λόγια πυροβολούσες την γυρισμένη μου πλάτη.
Λυπάμαι που μια φορά με βρήκες να τρώω σε ένα μαγαζί στην Αθήνα,
ενώ εσύ είχες μείνει μισός και τα κόκκαλα σου διαγράφονταν στην πλάτη.
Λυπάμαι που δεν έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα,
που αισθανόσουν μόνος όπως πολλές φορές μου είχες πει πάνω σε καβγάδες,
που πολλές φορές σε σιχαινόμουν αλλά μετά σε συγχωρούσα,
που έφυγα μια μέρα μακριά στα κρυφά όπως οι φυγάδες.
Ξέρω πως μισείς τα τρένα
αλλά θα βρεις ανοιχτή πόρτα,
εάν μπεις σε εκείνο το ένα
που θα σε οδηγήσει στην δική μου πόρτα.
Θα σε περιμένω.
_
γράφει η Ιωάννα Σμικρού
0 Σχόλια