Το καλοκαίρι, ξυπνάει πάντα νωρίς
στην αγκαλιά του Μάη, του Κερασάρη.
Στις άκρες απ’ τα τρυφερά του τα ματόκλαδα,
σκαλώνει ο θεριστής κι ο αλωνάρης.
Κίτρινα στάχυα, μεστά, στρώμα και προσκεφάλι.
Αύρα θαλασσινή, αέρας υγρός, γεύσεις, αρώματα, αφές.
Πεζούλια ασβεστωμένα, φως παραδείσιο.
Πυρωμένοι δρόμοι, πέτρες λευκές, ξωκλήσια στο Αιγαίο,
Αγια-Μαρίνα κι Αϊ -Λιάς .
Εκείνο τ’ άρωμα του πεύκου και του νερού
που κελαρύζει στο ποτάμι ,
ποιο χέρι θα το κλείσει σ’ ένα κάδρο.
Του Αυγούστου κάποια Παναγιά, που κατεβαίνει τρέχοντας
το δρόμο.
Κερασάρης…αυτός που φέρνει τα κεράσια. Πόσα χρόνια είχα ν’ακούσω αυτή τη λέξη και μου τη θυμίσατε. Όλο το καλοκαίρι κλεισμένο σε εικόνες ,απλές, λιτές με τόσο ζωντανή περιγραφή. Μου άρεσε!
“Εκείνο τ’ άρωμα του πεύκου και του νερού
που κελαρύζει στο ποτάμι ,
ποιο χέρι θα το κλείσει σ’ ένα κάδρο.”
Δεν χρειάζεται κάποιο χέρι – έκλεισες όλα τα αρώματα και τις εικόνες του θέρους μέσα σε τούτο το πολύ τρυφερό και γοητευτικό σου ποίημα, Μαριάνθη μου! Μύρισε το σπίτι μου καλοκαίρι!