Κομοτηνή, 1963. Νότια Αφρική, 1999. Δύο χώρες, ένας άντρας, ένα παρελθόν που τον κυνηγά κι ένα παρόν που δεν το φυλακίζει. Ο Μάρκος μεγαλώνει σε μια πόλη που τον πνίγει, με μια γιαγιά που είναι τα πάντα γι΄ αυτόν, με μια μάνα ηρωίδα, με έναν πατέρα που τους εγκαταλείπει τελικά. Ερωτεύεται, επηρεάζει και επηρεάζεται, γεμίζει σοφία κι εμπειρίες, φεύγει κι όμως γυρίζει. Θα ήταν άραγε αλλιώς τα πράγματα αν της έδινε εκείνο το ιερό φιλί;
Με το γνώριμο και αγαπημένο ύφος της, όπου μια πρόταση εμπεριέχει χιλιάδες εικόνες και μια λέξη χιλιάδες νοήματα, η Φωτεινή Ναούμ μας χαρίζει την καθημερινότητα μιας μεροκαματιάρικης οικογένειας μέσα από τα μάτια του επτάχρονου Μάρκου που μεγαλώνει σταδιακά, συσσωρεύει φόβους και συναισθήματα, ώσπου στην εφηβεία του σταματάει το σχολείο και ακολουθεί ένα περιπλανώμενο λούνα παρκ. Αυτό θα είναι το πρελούδιο για τη μεγαλύτερη φυγή που θα ακολουθήσει λίγο μετά και θα εγκατασταθεί στη Νότια Αφρική. Πνίγεται στην Κομοτηνή: «Έβλεπε τους ανθρώπους της πόλης του από παιδιά να γίνονται ενήλικοι, να μεταμορφώνονται σε σκυλιά οικόσιτα. Ένα λουρί που τους κρατούσε μέρα και νύχτα εκεί. Αλλάζανε γειτονιές, αλλάζανε κορμιά στα κρεβάτια τους για μια κάποια ελευθερία, μια κίνηση τάχα ριζοσπαστική…Ο Μάρκος δε θα έμενε εκεί» (σελ. 175). Γλαφυρές και άφθαστες τεχνικά οι περιγραφές: «…και τα μάτια του ήταν τόσο ζωντανά, σάμπως και ρουφούσε τις μέρες όλων σ’ ετούτο το σπίτι και τις φορτωνόταν αυτός, να ‘χει καιρό μπροστά, να ζήσει, να τολμήσει, να ευημερήσει» (σελ. 26). Και αργότερα: «…ο νεφελώδης χαρακτήρας του, πότε φύσαγε αγέρι και καθάριζε τις συννεφιές του και πότε ήταν μπόρα του Θεού» (σελ. 114). Μεταφορές και παρομοιώσεις στολίζουν το κείμενο: «Το σούρουπο ξεπρόβαλε σαν ντροπιασμένη κόρη, έκανε κόνξες με το μεσημεριάτικο φως, φλέρταρε για λίγο με το σκοτάδι» (σελ. 144). Με γλαφυρότητα και ρεαλισμό παρακολουθούμε τις περιπέτειες ενός άντρα που δείχνει τυχοδιώκτης αλλά δεν είναι, που αποζητά την πατρίδα του αλλά φεύγει μακριά της, που θέλει να αγαπήσει αλλά κάτι πάντα θα τον αφήνει ανικανοποίητο.
Ο Μάρκος αρχικά ζει στο σπίτι με τους γονείς του, Ζωή και Γιώργο και τη γιαγιά του, τη μητέρα του πατέρα του, οι οποίοι βγάζουν τα προς το ζην από την ταβέρνα στο ισόγειο. Η γιαγιά «ήξερε πολλά για τη ζωή μα τίποτα για τα γράμματα»: «-Αχ πουλί μ’, όλος ο κόσμος σίδερα έχει. Κι εκεί που δεν φαίνονται, πάντα κάτι σε σταματάει» (σελ. 29). Ο αυστηρός πατέρας πιστεύει στη βία ως μέσο διαπαιδαγώγησης και ακολουθούν απανωτές προστριβές με τη γυναίκα του πάνω σε αυτό, αφού εκείνη δεν τον αφήνει να χτυπήσει το παιδί της. Ο πατέρας τούς εγκαταλείπει τελικά κι ο Μάρκος παλεύει να μάθει, να καταλάβει, να ηρεμήσει, ανησυχώντας κυρίως για τη μάνα του που ήταν όλος του ο κόσμος, για τον σιωπηλό της εξευτελισμό από τα υπονοούμενα και τα μισόλογα του κόσμου. «Τόσοι οι δρόμοι στη ζωή κι αυτή διάλεξε έναν. Κι αυτός ο ένας διάλεξε άλλο μονοπάτι, μακριά από αυτή» (σελ. 38). Κι όταν τελικά η μάνα ξεσπά μ’ ένα βαρύ ζεϊμπέκικο: «Ήταν αυτή η στιγμή μέσα στα χρόνια, η πιο σημαντική που μοιράστηκαν μάνα και γιος. Η στιγμή που τους απομάκρυνε και συγχρόνως τους έδενε. Η στιγμή που ο γιος κατάλαβε πως η μάνα του δεν του ανήκε. Ούτε εκείνος όμως ανήκε σε αυτήν. Τον έφερε στη ζωή μα μέχρι εκεί» (σελ. 57). Άλλωστε ο Μάρκος: «…δεν αναζητούσε να επιβληθεί στους γονείς του. Ζούσε παράλληλα μ’ αυτούς. Όχι μέσα τους. Ούτε ανάμεσά τους» (σελ. 62).
Στο πλάι της Ζωής και κυρίως του παιδιού στέκεται ο κυρ-Αντώνης, διακριτικό στήριγμα και ωσεί παρών. Γαλουχεί σωστά τον Μάρκο, τον νουθετεί, τον βοηθάει στις δυσκολίες, το παιδί τον εμπιστεύεται, μεγαλώνει με τις υποδείξεις του, τα γεμάτα νόημα λόγια του, αγαπάει το τραγούδι, τη μουσική, τον στίχο, τον πόνο από τα λαϊκά και τα ζεϊμπέκικα που ακούει στο τζουκ μποξ του μαγαζιού: «Θα τα ακούς και με το σώμα σου θα τους δίνεις ζωή»! Γι’ αυτό και στην ξενιτειά αργότερα: «Σήκωσε αυθόρμητα τα χέρια. Τα ένιωσε λες και σηκώθηκαν από μόνα τους. Ήταν όλος ένας σάρκινος σταυρός» (σελ. 236). Βουτιά κάνει αυτός ο άντρας στα αθέατα του μυαλού του Μάρκου, αγαπά τη μάνα του παιδιού αλλιώς, υποστηρικτικά, είναι εκεί για να μη μεγαλώσει χωρίς άντρα στο πλάι της. Η συγγραφέας χαράζει ανάγλυφα και δίνει μορφή σε κάθε συναίσθημα που όλοι μας νιώσαμε κάποια στιγμή στο μεταίχμιο μεταξύ εφηβείας και ενηλικίωσης. Είπαμε όμως, αυτός ο τόπος δεν τον κρατάει παρά τον αγώνα των ανθρώπων που τον αγαπάνε: «Πολύ κόσμο γνώρισε σ’ αυτά τα δυο χρόνια και άλλους πολλούς θα συναντούσε, α κανένας δε μετρούσε μέσα του σαν αυτούς, τους ανθρώπους που μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά» (σελ. 117). Πώς θα συμπεριφερθεί απέναντι στη μάνα του όταν γυρίσει τελικά ο πατέρας του κι εκείνη τον συγχωρέσει; Πιστεύει στη μετάνοια και στις δεύτερες ευκαιρίες; Θα τη στηρίξει ή θα γυρίσει την πλάτη του και στους δυο; «Περίσσιος ένιωθε πάντα μέσα στην αγάπη τους» (σελ. 111).
Η Φωτεινή Ναούμ χαρίζει λεπτοδουλεμένους χαρακτήρες που τους βρίσκουμε στα πρώτα βήματα της ζωής του ήρωα αλλά και στο συγκινητικό και τρυφερό φινάλε. Τους αλλάζει, τους επηρεάζει, τους μεταμορφώνει, τους ολοκληρώνει κι όλοι τους περιστρέφονται γύρω από την απατηλή φλόγα του Μάρκου. Η Μαρίνα, εγγονή της Κοντυλένιας, της μόνης φίλης της γιαγιάς, που τα καλοκαίρια γυρίζει στους γονείς της, έρχεται κοντά με τον Μάρκο με αγίνωτο ερωτισμό, οι δυο τους αποτελούν ένα ζευγάρι που πλησιάζουν αλλά και απομακρύνονται ο ένας από τον άλλον, εκείνος την ξεχωρίζει, εκείνη τον θέλει, τι πραγματικά συμβαίνει όμως ανάμεσά τους; Για τον Μάρκο ο κόσμος ξεκινούσε και τελείωνε στα όρια της γειτονιάς και της πόλης αλλά για τη Μαρίνα, κόρη στρατιωτικού και πολυδιαβασμένη, η γειτονιά και η πόλη τους ήταν ανυπόφορα μικρές. Πόσες μοναξιές όμως σε αυτόν τον τόπο! Πόσο διαφορετικοί οι άνθρωποι που μένουν στο ίδιο σπίτι! Πότε θα δοθεί επιτέλους το ιερό τους φιλί και πώς θα είναι από κει κι έπειτα ο Μάρκος; Η ματιά του στρέφεται και στη Χαρούλα, την κόρη του Απόστολου Χατζή, του «εδώδιμα-αποικιακά», μια ανυπότακτη, ερεθιστική, προκλητική γλωσσού. Το κορίτσι μεγαλώνει με τον πατέρα της και την ξαδέλφη Ευτέρπη που μπήκε στο σπίτι μετά τον θάνατο της μάνας της Χαρούλας και προσπαθεί να τα φέρει βόλτα αλλά δεν τα καταφέρνει ενώ ηδονίζεται σα βλέπει πατέρα και κόρη να μαλώνουν. Η Χαρούλα χασκογελά με όποιον προλάβει και ενοχλεί άλλους τόσους, κάνει μπαρούτι τον πατέρα της, σηκώνει την τρίχα της Ευτέρπης κι όμως μια κρυμμένη θλίψη κρύβεται πίσω από αυτήν την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά. Κι ο Μάρκος; Ο στόχος της; Θα δημιουργηθεί κάτι καλό μεταξύ αυτών των δυο ανθρώπων;
Ο Μάρκος τελικά, «παλικάρι δυο πασσάλους ψηλό», αφήνει τα πάντα πίσω του. Ποιος ξέρει τι φοβάται, ποιος ξέρει γιατί δε θέλει αραξοβόλι, γιατί γυρνά την πλάτη του ακόμη και σ’ εκείνη που «με χείλη αφίλητα αποχωρίζονται δυο νέοι που θα μπορούσαν τόσο εξαντλητικά ν’ αγαπηθούν»! «Ο Μάρκος, όσο και να τραβά, όσο και να μαζεύει, να απλώνει, δε χωράει σωστά στο καλούπι. Χρειάζεται κι άλλα ταξίδια κι άλλες ζωές» (σελ. 99). Η ίδια η πόλη, οι άνθρωποι που τον αγαπούν τον διώχνουν, δεν πρέπει να παγιδευτεί σ’ αυτόν τον τόπο! «-…κάνε τον εαυτό σου ευτυχισμένο. Κανείς δε θα κερδίσει την ευτυχία για σένα. Μόνος σου, αγόρι μου, να ψάξεις να τη βρεις. Κι άμα την ανταμώσεις, να τη χαρείς. Κρατάει η άτιμη τόσο λίγο» (σελ. 154), τον νουθετεί η μητέρα του. Τι θα απογίνουν οι φίλοι του, ο Λάμπης, ο γιος του συμβολαιογράφου και ο Πετρής; Θα τον ξεχάσουν; Θα προχωρήσουν; Θα τον ξαναδεχτούν σε περίπτωση που επιστρέψει; Από τους δυο τους πιο πολύ αγάπησα τον Λάμπη, που κάνει παρέα με τον Μάρκο και τον Πετρή παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του λόγω της ανώτερης τάξης τους. Ο Λάμπης δε λογαριάζει τέτοιες διαφορές αλλά είναι απόμακρος από τα παιδιά της τάξης του λόγω μιας άλλης ευαισθησίας, μιας άλλης οπτικής, αισθάνεται αλλιώς τον εαυτό του και βρίσκει διέξοδο στην εκκλησία. Πόσο όμορφο το δέσιμό του με τον Μάρκο, πόσο θολή και ασαφής η φιγούρα του ως προς τον προσανατολισμό του, τις επιθυμίες του, πόσο διακριτική και μοναχική ύπαρξη! Πόσο σιωπηλή και ταυτόχρονα κραυγαλέα η παράκλησή του προς τον Μάρκο: «-Θέλω να πάω με γυναίκα. Όσο είσαι εδώ. Όσο είναι καιρός» (σελ. 117).
Ένα διαρκές πισωγύρισμα το μυθιστόρημα, μια κινούμενη άμμος που πότε παρασύρει τον Μάρκο στα βάθη της και πότε τον ξεσηκώνει να παλέψει για να ξεφύγει μακριά της. Κι όπου κι αν στραφεί, όπου κι αν καταφύγει, μια γυναίκα. Η Ματίνα, η πόρνη της γειτονιάς, καλόκαρδη, γλυκιά, αυθεντική, κατασταλαγμένη, καθόλου πρόστυχη ή χυδαία: «-Με πιστεύεις πως ο καθένας τους, κι ο χειρότερος που βλέπεις εκεί έξω, έχει κάτι καλό;… Αυτό το καλό εγώ το βρίσκω. Και πληρώνομαι γι’ αυτό!» (σελ. 122). Η Καίτη του λούνα παρκ, ψηλή, ξανθιά, ευθυτενής, με χέρια αδούλευτα, είναι μια γυναίκα που θέλει να εστιάσεις για να δεις τι μπορεί να σημαίνει πραγματικά. Ο Μάρκος βλέπει μέσα της: «Να χαμογελάς. Μη μαραζώνεις. Είσαι ζωντανή, μην το ξεχνάς» (σελ. 105). «Οι δυο τους ήταν δεμένοι με υπολανθάνουσες μορφές αφοσίωσης. Εκείνος έβρισκε σε αυτή μια άλλη εκδοχή της μάνας του κι εκείνη έναν ανύπαρκτο γιο» (σελ. 212). Η μαύρη γαζέλα Ζωρζέτ, ένας φαύλος κύκλος που όλο τον διώχνει κι όλο τον ξαναφέρνει κοντά της. Κι εκείνος; Να στρέφει αλλού τη ματιά του, να λαχταρά τη ζωή και κρυφά, ακόμη κι από τον ίδιο του τον εαυτό, να προσμένει την επιστροφή του στην πατρίδα ακόμη και μετά από τόσα χρόνια, στον τόπο που δεν τον κρατούσε.
Η πένα της συγγραφέως είναι ωμή, αντικειμενική, παρατηρητική, διεισδυτική. Να χαϊδεύει και να δέρνει την Κομοτηνή του 1963, μια πόλη όπου μουσουλμάνοι και χριστιανοί είναι ένα χαρμάνι. «Κόσμος στριμωχνόταν κι άχνιζαν οι μυρωδιές της κακουχίας, της απλυσιάς, των ορμονών κάτω από τα βαριά τους ρούχα» (σελ. 11). Με άφθαστο λυρισμό φωτίζονται τα καλά και τα κακά της: «Τα απογεύματα εκείνης της βροχής είχαν το χρώμα του σάπιου μήλου. Βαθιές διαβαθμίσεις του κόκκινου σε όλες του τις αποχρώσεις και τα εξουθενωμένα σύννεφα, συρρικνωμένα σαν απόσταγμα μούχλας να σταλάζουν την πόλη» (σελ. 39). Κι ο καιρός περνάει, η πόλη μεταμορφώνεται, το ποτάμι μπαζώνεται, οι άνθρωποι αλλάζουν κι ας μένουν στάσιμοι. Αργά μα σταθερά η ματιά του αναγνώστη στρέφεται στην Γκάνα και στο Καμερούν, όπου ταξιδεύει ο Μάρκος μετά από μιαν απόφαση ζωής και σοκάρεται απ’ ό,τι βλέπει, βιώνει και αντιμετωπίζει: «Πίστευα πως η Κομοτηνή είναι ένας τόπος πνιγηρός.. Ένα νεκροταφείο επιθυμιών. Ο κήπος της δυστυχίας. Τίποτα δεν ήξερα…Η αδικία του κόσμου δεν τελειώνει στη γειτονιά μας και ο πόνος μπορεί να είναι πιο βαρύς απ’ αυτό που μέχρι τότε λογιάζαμε για πόνο» (σελ. 211). «Είχε μια ανελέητη γοητεία η Αφρική…ήταν σίγουρα η πηγή των έντονων συναισθημάτων» (σελ.174). Εκεί ξεδιπλώνεται η νέα ζωή του πρωταγωνιστή της ιστορίας, εκεί δημιουργεί νέες φιλίες, νέους έρωτες, εκεί γοητεύει ξανά αλλά αφοσιώνεται στο έργο του. «Αυτοί που επισκέπτονταν τη χώρα χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: αυτοί που φιλοδοξούσαν να την εκμεταλλευτούν κι οι άλλοι που ήθελαν να τη βοηθήσουν» (σελ. 224). Η εκμετάλλευση των έγχρωμων από τους λευκούς όχι λόγω ευπιστίας αλλά λόγω υπερβολικής γενναιοδωρίας, οι Πυγμαίοι που εξαφανίζονται από το κύμα της προόδου και του πολιτισμού, η πείνα και οι δυσκολίες, όλα αυτά τον απορροφούν, τον απομακρύνουν από τη γυναίκα που επίσης τον αγάπησε όσο κι οι άλλες, αγωνίζεται να γίνει πλούσιος και ισχυρός, είναι ο μόνος τρόπος για να βοηθήσει ουσιαστικά τους ντόπιους, τον αποκαλούν «ο μαύρος λευκός». Σκληρές και δύσκολες οι συνθήκες διαβίωσης, δίνονται με ρεαλισμό και ωμότητα οι συνθήκες της καθημερινότητας των χωρικών, η έλλειψη ιατροφαρμακευτικής φροντίδας, εξ ου και το τελευταίο διάστημα συμμετέχει σε ανθρωπιστικές οργανώσεις με τον φίλο του, τον Χασάν και τη Ματίλντε από το Λονδίνο που δουλεύει ως γιατρός: «=Ξέρω πως θα χάσω τον πόλεμο…Αλλά για τις μικρές μάχες που θα κερδίσω, αξίζει να αγωνιστώ» (σελ. 180). Υπάρχει κάπου το όριο; Θα χορτάσει ποτέ ο Μάρκος; Θα στρέψει τη ματιά του πίσω ξανά; Κι αν ναι, τι θα αντικρίσει εκεί;
Το »Ιερό φιλί» είναι ένα δυνατό, τρυφερό, συγκινητικό μυθιστόρημα αφιερωμένο στην προσωπική νόστο του καθενός μας, στα γεγονότα που επηρεάζουν τις αποφάσεις μας, στον τρόπο που προσαρμοζόμαστε στις νέες συνθήκες. Είναι η ιστορία ενός άντρα που έζησε, έδιωξε, έτρεξε, κυνήγησε ποιος ξέρει (ούτε ο ίδιος) τι! «Τόση ζωή, τόσος έρωτας, τόσος θάνατος, πώς χωράει μέσα σε κάθε άνθρωπο;» (σελ. 320). Κι όμως, στον Μάρκο χώρεσε, ξεχείλισε σχεδόν. Με απανωτά πρωθύστερα ταξιδεύουμε πότε στην Κομοτηνή των δεκαετιών 1960 και 1970 και πότε στη Νότια Αφρική των αρχών του 21ου αιώνα, γνωρίζουμε καλύτερα τον Μάρκο, τις σκέψεις του, τον χαρακτήρα του, προσπαθούμε να κατανοήσουμε τι τον απωθεί στις γυναίκες που τον αγαπάνε και τον οδηγεί σε απανωτά λάθη, πού ρίχνει περισσότερο το βάρος του, γιατί χειρίζεται ανοίκεια κάποιες αποφάσεις, πώς αντιδρά σε νέα δεδομένα. Ένας σύγχρονος Οδυσσέας παγιδευμένος ανάμεσα σε Κίρκη και Πηνελόπη, μετέωρος ανάμεσα σε καθήκον και νηνεμία, αναποφάσιστος ανάμεσα στη συγχώρηση και στην αυτοτιμωρία για κείνο το ιερό φιλί που δεν πρόλαβε να δώσει.
0 Σχόλια