Κάτω απ’ τον πολύπτυχο ιωνικό χιτώνα σου
πάλλεται η λευκή μαρμάρινη καρδιά σου.
Στης Δύσης το ταξίδι αναζητάς
νούμερα και σιντέφια,
το ξύλινο το άλογο, κουφάρι σαπισμένο.
Τώρα, που η Σκύλλα και η Χάρυβδη ζωντάνεψαν,
αναζητάς τον Οδυσσέα,
να σ’ οδηγήσει στην Ιθάκη.
Μα ο ’Δυσσέας έφυγε για τόπους μακρινούς
και τούτη τη φορά αποζητά τη λησμονιά:
οι κόλποι, οι όρμοι,
τα ακρογιάλια τα δαντελωτά,
τα ιστορικά βουνά,
τα… κρίματα,
όλα στη λήθη.
Παλεύει τα στοιχειά χωρίς συντρόφους,
μάχεται στη ζωή με κρατημένη αναπνοή, σαν μακροβούτι,
ώσπου να βγει και να πατήσει στη στεριά.
Κι εσύ, θλιμμένη, αφήνεις ένα δάκρυ να κυλά,
να μπλέκεται με τους περίτεχνους βοστρύχους σου,
να λάμπει, αστέρι φωτεινό,
να τον καλεί να ξαναρθεί,
σε μια πατρίδα, που πάντα τον προσμένει.
_
γράφει η Μάρθα Δήμου
Το ποίημα απέσπασε το Β΄ Βραβείο στο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ενηλίκων της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών.
0 Σχόλια