Ένας άντρας λίγο πριν τα σαράντα δέχεται την αίτηση διαζυγίου της γυναίκας του και νιώθει πως ύστερα από τόσα χρόνια γάμου δεν κατάφερε κάτι σημαντικό. Μια ανάμνηση τον οδηγεί στην Ικαρία, όπου θα γνωρίσει έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο και θα βιώσει πρωτόγνωρες καταστάσεις, παρέα με τον κολλητό του που πάντα τον υποστηρίζει στα δύσκολα. Ποια είναι η Λεμονιά που γνώρισε ο Αλέξης σ’ ένα πλοίο το 2006; Γιατί θέλει να την ξαναδεί; Πόσο δύσκολο είναι να βρεις κάποιον σ’ ένα νησί, όπου γνωρίζονται όλοι με όλους; Γιατί η Ικαρία κρατάει τα ηνία του μακροβιότερου ποσοστού ζωής στον πλανήτη; Τι θα κερδίσει ο Αλέξης από αυτήν τη χίμαιρα;
Ο Βασίλης Πεσλής με το γνώριμο και αγαπημένο χιουμοριστικό, σαρκαστικό και ξεκαρδιστικό στυλ του μας ταξιδεύει ως την Ικαρία και μας γνωρίζει τα χωριά, τους οικισμούς και τα λιμάνια του τόπου καταγωγής του μέσα από μια ιστορία κατά βάση ρομαντική αλλά με απρόσμενες εκπλήξεις που καλύπτουν όλα τα είδη: τρόμος, περιπέτεια, ταξιδιωτικές σημειώσεις κ. ά. Η Ικαρία είναι μία από τις μπλε ζώνες, δηλαδή τα πέντε σημεία με το υψηλότερο ποσοστό μακροζωίας και προσφέρεται για εναλλακτικό τουρισμό. Έχει πάνω από 30 χωριά και οικισμούς και ιαματικά νερά. Θέρμα, Άγιος Κήρυκος, Ξυλοσύρτης με το Αθάνατο Νερό και τη Γριά του Κακοπέρατου, Ακαμάτρα, Γιαλισκάρι, Εύδηλος, ο Χριστός στις Ράχες, οι Σεϋχέλλες με τους γκρούβαλους, παραλίες όχι με κρυστάλλινα νερά αλλά νερά-κρύσταλλο (μπρρρρ), αγνή φύση, δροσερά βουνά με θέα που κόβει την ανάσα, πανέμορφα τοπία, φιλικοί άνθρωποι, πρόσχαροι κάτοικοι λαμπρύνουν το μυθιστόρημα με τη διακριτική ή την έντονη παρουσία τους, κάνοντας τον Λουκά και τον Αλέξη να ζήσουν ένα σωρό αναπάντεχες και ξεκαρδιστικές περιπέτειες. Δεν τους φτάνει το βασικό πρόβλημα, η Λεμονιά δηλαδή, έχουν να συμμετάσχουν σε ικαριώτικο πανηγύρι, να πιουν από το ντόπιο κρασί που θα τους βαρέσει κατακέφαλα, να γλυτώσουν από έναν βίαιο και βάναυσο άντρα, να μεταβούν από πόλη σε κώμη χωρίς να τους τελειώσει η βενζίνη ή χωρίς να πέσουν στον γκρεμό, να συνεννοηθούν με τις δυσκολίες που παρέχει η ντοπιολαλιά κλπ.
Οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές αποτελούν ένα αχτύπητο ντουέτο, με τον Λουκά να ειρωνεύεται και να πετά θανατηφόρες ατάκες «-Δεν μπορώ να πάω σε παραλίες. Μου θυμίζουν τη Νάντια. -Ξαπλώστρα είναι;» (σελ. 27). Ή, όταν ο Αλέξης αναρωτιέται στο ταξίδι τους γιατί κλείσανε σαλόνι και δεν κάθονται έξω: «-Ταξιδεύουμε μεσημέρι, είδες τι ήλιο έχει στο κατάστρωμα; Όσες θέσεις ήταν στη σκιά καπαρώθηκαν, οι υπόλοιποι παριστάνουν τα φωτοβολταϊκά» (σελ. 68). Η απερισκεψία του Αλέξη να πάει στην Ικαρία να βρει τη Λεμονιά του 2006 τον ανησυχεί, γιατί ο φίλος του είναι η επιτομή της οργανωτικότητας και τώρα παρατάει τα πάντα και φεύγει αυθωρεί, χωρίς σχέδιο και πρόγραμμα! Τι πραγματικά συνέβη όμως σ’ εκείνο το ταξίδι και γιατί μας αποκαλύπτεται σιγά σιγά; Μήπως υπάρχει κάποιο μυστικό; Μήπως δεν έγιναν τα πράγματα όπως τα θυμάται ο Αλέξης; Έτσι ξεκινάει μια σειρά από ξεκαρδιστικά στιγμιότυπα, αναμεμιγμένα όμως με διαχρονικές σκέψεις, καίριους προβληματισμούς και ρεαλισμό, με τρόπο που μόνο ο Βασίλης Πεσλής ξέρει να καταστρώνει. Εκεί που γελάς για το απίθανο γεγονός να βρεθεί η Λεμονιά, μπαίνεις σε σκέψεις για τον χαμένο χρόνο που περνάει πίσω από τη ρουτίνα στην οποία αφηνόμαστε κλπ., αργότερα στη σκηνή της γνωριμίας με τον Ίκαρο (ποιος είναι ο Ίκαρος; Ε, όλα θα τα γράψω πια; ) ζωντανεύει μια σκηνή ψυχολογικής κακοποίησης και έτσι αναμιγνύεται ιδανικά το τραγικό με το κωμικό. «-Αρπάζετε αγνώστους από τον δρόμο και τους βάζετε σπίτι σας να τους ταΐσετε; … -Έτσι κάνουμε, είμαστε φιλόξενο νησί» (σελ. 131). Και ναι, θέλω να πάω Ικαρία: «-Παρατήρησες ότι ο Κάμπος είναι ανάμεσα στο Φύτεμα και το Αυλάκι;… Νομίζω ότι κάποια χωριά τα έχουν χωρίσει σε θεματικές ενότητες εδώ πέρα» (σελ. 191).
Μου άρεσε επίσης πολύ που το βιβλίο, μόλις φτάνουν οι φίλοι στο νησί, είναι χωρισμένο σε κεφάλαια ανά πόλη και χωριό του νησιού, με φωτογραφίες του εκάστοτε τόπου, κάνοντας το κείμενο λίγο πιο προσωπικό και εξόχως ελκυστικό! Δεν ξέρω αν είναι οι οπτικές γωνίες των τοπίων που επέλεξε ο συγγραφέας να παρουσιάσει ή οι γλαφυρές περιγραφές, πάντως θέλω να βάλω την Ικαρία στα επόμενα ταξιδιωτικά μου σχέδια γιατί έχει αφάνταστες ομορφιές, υπέροχες παραλίες (με δύσκολη θάλασσα τον περισσότερο καιρό) και μια ξεχωριστή κουλτούρα. Δύο άντρες αναζητούν μια γυναίκα κυριολεκτικά από χωριό σε χωριό και το κείμενο δεν είναι πουθενά βαρετό ούτε επαναλαμβανόμενο, μιας και κάτι θα συμβεί σε κάθε οικισμό, κάποια αλλαγή, κάποια ανατροπή, κάποια έκπληξη, όλα αποτέλεσμα μιας γόνιμης φαντασίας που δεν εκμεταλλεύεται τις καταστάσεις για να γράψει απλώς έναν τουριστικό οδηγό αλλά τοποθετεί δύο χαρακτήρες σ’ ένα περιβάλλον που πρέπει να το βιώσεις για πολύ καιρό και υπό διαφορετικές συνθήκες ώστε να το αποδώσεις όπως ο συγγραφέας. Εντάξει, από ένα σημείο και μετά την έβριζα κι εγώ τη Λεμονιά του 2006, κοτζαμάν νησί, τόσες ατυχίες, τόσες ερωτήσεις κι αυτή άφαντη αλλά το φινάλε με αποζημίωσε, φέρνοντάς μου δάκρυα λύτρωσης (όχι γι’ αυτό που φαντάζεστε αλλά για τον κρυμμένο άσο στο μανίκι του βιβλίου).
«Κάποια μέρα όλοι καταλήγουν στην Ικαρία», εγώ γιατί κάθομαι ακόμη εδώ; Τέλος πάντων… Τι έγραφα; Α, ναι. Το νέο μυθιστόρημα του Βασίλη Πεσλή ζωντανεύει με αναπάντεχο τρόπο τα υπαρξιακά αδιέξοδα των σαραντάρηδων της εποχής μας, ειδικά μετά από έναν αποτυχημένο γάμο και ταυτόχρονα, μέσα από μια σειρά ξεκαρδιστικών στιγμιότυπων, μας συστήνει την Ικαρία με τον πιο ανορθόδοξο τρόπο. Αναζητώντας τη Λεμονιά, ο Λουκάς και ο Αλέξης γνωρίζουν μαζί με μας τη νοοτροπία, τις συνήθειες, την ιδιόλεκτο, το φυσικό τοπίο του νησιού κι όσο πλησιάζουμε στο συγκινητικό τέλος τόσο μεγαλώνει η αγωνία που δεν μπορούμε να βρούμε μια γυναίκα με ασυνήθιστο όνομα σ’ ένα νησί με ασυνήθιστη καθημερινότητα. Γέλιο μέχρι δακρύων, ανατροπές και προβληματισμοί με κράτησαν ως την τελευταία σελίδα.
0 Σχόλια