Η Ρέα Βιτάλη, δημοσιογράφος και κόρη του αντιπροσώπου αυτοκινήτων Κώστα Κασιδόπουλου, έγραψε τη βιογραφία της οικογένειάς της αλλά και μιας ολόκληρης εποχής, την οποία όσοι τη βίωσαν την αναπολούν κι όσοι δεν τη βίωσαν την αναφέρουν συχνά, πολλές φορές για τους λάθος λόγους. Ποια ήταν η σχέση των γονιών της συγγραφέως μεταξύ τους; Πώς κατάφερε ο πατέρας της να γίνει σημαντικός στον χώρο του εμπορίου αυτοκινήτων και όχι μόνο; Πώς μεγάλωσε η Ρέα Βιτάλη μέσα σε αυτήν την οικογένεια; Ποια ήταν τα ερεθίσματα, οι εμπειρίες της, οι εικόνες της; Ποιες ήταν οι προσδοκίες, τα όνειρα και οι ελπίδες του μέσου Έλληνα τη δεκαετία του 1960 και πώς διαψεύστηκαν τη δεκαετία του 1970; Τι πραγματικά κόστισε στη νεότερη ελληνική ζωή η Μεταπολίτευση; Αυτά και άλλα ερωτήματα απαντώνται σε αυτό το συναρπαστικό βιβλίο.
Ο λόγος της συγγραφέως ρέει αβίαστα, με παρέσυρε από την αρχή σ’ ένα ταξίδι στον χρόνο, μου σύστησε δύο υπέροχους ανθρώπους, με τα καλά και με τα κακά τους, μου χάρισε εξομολογήσεις ψυχής και ταυτόχρονα έβαλε τα πράγματα στη θέση τους ως προς το τι πραγματικά βίωναν οι Έλληνες τις χρυσές δεκαετίες πριν τη Δικτατορία του 1967. Ο πατέρας της, Κώστας Κασιδόπουλος, ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος της ΤΟΥΟΤΑ και ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960, όπου «το απόλυτο όνειρο, σχεδόν άπιαστο» ήταν ένα αυτοκίνητο. Ήταν άνθρωπος αείροος, αστείρευτος, δίκαιος, δε σταματούσε πουθενά, ήθελε όλο και με κάτι να ασχολείται, στράφηκε στο duty free του Ελληνικού, θέλησε να μπει στον χώρο της ναυτιλίας, έκανε χιλιάδες πράγματα. Αξέχαστες έχουν μείνει οι αυτοκινητοπομπές που δημιουργούσε από την Αθήνα την περίοδο των Διεθνών Εκθέσεων Θεσσαλονίκης και πέρναγε από χωριά και πόλεις, όπου τα πάντα σταματούσαν για να χαζέψουν τις «κούρσες»! «Και ο πατέρας μου έλαμπε. Πώς να μπορούσα να περιγράψω πώς έλαμπε; Σαν να ήταν λουστρίνι» (σελ. 14)! Όλα αυτά σε «…μια εποχή που έτσι κι αλλιώς οι πατεράδες έμοιαζαν λίγο με θεούς, δεν τους είχες δα και σε αποκλειστικότητα» (σελ. 24).
Βέβαια, «η δουλειά του μπαμπά δεν ήταν μόνο δουλειά του μπαμπά», μιας και το σπίτι αρχικά ήταν πάνω από την έκθεση αυτοκινήτων στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη λεωφόρο Κηφισού. Πώς απέκτησαν την αντιπροσωπεία, πώς δούλευαν και πώς προσλαμβάνονταν οι υπάλληλοι, ποιες ήταν οι επαγγελματικές αλλά και προσωπικές σχέσεις τους, από πού ξεκίνησαν όλα αυτά, είναι γεγονότα που η συγγραφέας καταγράφει ακριβοδίκαια, μελετημένα, αναμεμιγμένα με τα προσωπικά της βιώματα που ζωντανεύουν με ενάργεια εκείνη την εποχή. Και η μάνα της, η Βέτα; «Κάπου λοξά, πλαγίως» στο οικογενειακό τους κάδρο. Πώς ήταν οι σχέσεις των γονιών της μεταξύ τους, πόσο μεγάλο κομμάτι έκλεβε η δουλειά απ’ τη ζωή τους, πώς ήταν οι εκδρομές τους με το αμάξι: «Οι γονείς μου ήταν νέοι, απασχολημένοι και λαχανιασμένοι. Κάπου εκεί ανάμεσα έπρεπε να είναι και γονείς» (σελ. 21). Όλα αυτά στο άτυπο πρώτο μέρος, μιας και ένα σημαντικό γεγονός ανέτρεψε τα πάντα στη ζωή όλων τους κι έτσι στη συνέχεια ταξιδεύουμε πίσω στον Δομοκό της δεκαετίας του 1930, όπου μαθαίνουμε για τους γονείς του Κωνσταντίνου, για την ακόμη πιο σκληρή δεκαετία του 1950 και πώς ξεκίνησε ο πατέρας της συγγραφέως την εμπορική του καριέρα, πώς γνωρίστηκαν οι γονείς της, με τα κεφάλαια να σημειώνονται με αντίστροφη αρίθμηση, οδηγώντας μας ξανά στο απευκταίο τέλος όπου τα πάντα σταμάτησαν και στην οικογενειακή φωτογραφία των γονιών της συγγραφέως. Ε, όσο και να συγκρατήθηκα, φτάνοντας στην τελευταία σελίδα δάκρυσα.
Αυτό που μου άρεσε ακόμη περισσότερο στο βιβλίο και το βοηθάει έτσι να ξεπεράσει τη στείρα βιογραφία, είναι το γεγονός πως η Ρέα Βιτάλη δε μένει μόνο στις οικογενειακές της αναμνήσεις αλλά περιγράφει και την ευρύτερη εποχή με τραγικωμικά σχόλια: «Δεν υπάρχει άνθρωπος της γενιάς μας που να ‘χει νορμάλ φωτογραφία. Η δόξα της επιτήδευσης» (σελ. 17). Πόσο γλυκόπικρη η παρατήρηση: «Εσωστρεφής η «αρχιτεκτονική» των οικογενειών. -Κλείστε τα παράθυρα, θα μας ακούσει ο κόσμος…Το μέγα φόβητρο» (σελ. 35). Χιλιάδες αναμνήσεις που τεκμηριώνουν αντίστοιχα χιλιάδες πληροφορίες κυρίως για τη δεκαετία του 1960 και του 1970, «μια εποχή που έβραζε αλλά καπάκωνε»! Κι όσο γράφει με νοσταλγία τα δικά της βιώματα, τόσο δεν ξεχνά να στηλιτεύει τις πραγματικά και αντικειμενικά δύσκολες στιγμές είτε του απλού λαού είτε της Ιστορίας και να τις θυμίζει στον αναγνώστη, γιατί… καλή η νοσταλγία αλλά υπάρχει και η πραγματικότητα.
Το ατελιέ του μόδιστρου Γιάννη Βούρου, η Φωκίωνος Νέγρη, προϊόντα ευρείας κατανάλωσης, μαγαζιά-σταθμοί στη διασκέδαση και στο φαγητό της εποχής, οι εκπομπές στο ραδιόφωνο, τα κομμωτήρια με τις κάσκες και τα κοκαλωμένα μαλλιά, το Ελληνικό με την Αμερικάνικη Βάση, η άφιξη της τηλεόρασης («…σύντομα δημιουργήθηκαν δύο κοινωνικές τάξεις ανθρώπων. Εκείνοι που διέθεταν τηλεόραση κι εκείνοι που την ονειρεύονταν», σελ. 67). Όλα δοσμένα με τέτοιο τρόπο που ένιωθα να είμαι κι εγώ μέλος της οικογένειας ή να μπαίνω στα σπίτια του κόσμου που βίωνε το καταναλωτικό θαύμα: «Μα όλα ήταν σαν μπαούλα τότε. Μνημειακά. Χορταστικά και θορυβώδη. Να αποδίδουν τη λαχτάρα απόκτησης. Ν’ αξίζουν τα λεφτά τους και την προσμονή» (σελ. 68-69). Κι όλα αυτά σε αντίβαρο της επαρχίας: «Πόσο δομημένοι οι άνθρωποι! Αξιόμαχοι. Ετοιμοπόλεμοι για τη ζωή αλλά και στωικοί για το τέλος» (σελ. 73). Και ιδού η πληγή της αστυφιλίας: «Οικόπεδα σκοτώνονταν για διαμερισματάκια-κλουβιά υπερυψωμένου ισογείου. Να μην τους ξέρει κανένας. Αυτό κι αν ήταν ντέρτι. Το να δραπετεύεις από ασφυκτικούς κλοιούς. Από μάτια που παρακολουθούν την κάθε σου κίνηση. Ζωές που αποκτούσαν ζωή κατασκοπεύοντας τη δική σου» (σελ. 70-71). Οι διαφορές στην κοινωνική αναρρίχηση του 1960 και του 1980, όπου, από τα σαβουάρ βιβρ, τους κανόνες, τους τρόπους περάσαμε στην ορθάνοιχτη πόρτα του πλούτου όπου μπαίνει ο καθένας που τα κατάφερε μ’ ένα πούρο! «Το εμπόριο είναι είδος δημιουργίας. Το όνομα για τον έμπορο δεν είναι μεγαλομανία, δεν είναι ψώνιο. Είναι ό,τι η υπογραφή για τον καλλιτέχνη, για τον ζωγράφο…Το εμπόριο είναι εμμονή» (σελ. 65).
«Κάποτε θα γράψω ένα βιβλίο», δηλώνει η Ρέα Βιτάλη κι έτσι καταθέτει, καταγράφει, καταμετρά «…μικρές ιστορίες σαν του ραδιοφώνου που διέθεταν τότε τα σπίτια», γραμμένες με γλαφυρότητα, μελαγχολία και ρομαντισμό. Γραφή γρήγορη, σχεδόν προφορική («Πω, πω ιστορία! Θες να την ακούσεις; Το φαντάζομαι», σελ. 39), με ελάχιστες επαναλήψεις που δικαιολογούνται από τον καταιγιστικό ρυθμό αφήγησης και ροή που κυλάει σα νερό, με τη συγγραφέα να πηδάει από το ένα θέμα στο άλλο χωρίς όμως να χάνεται ο ειρμός και η κεντρική ιδέα του κάθε κεφαλαίου. Ακριβοδίκαιη και διεισδυτική αναβίωση μιας οικογένειας, ενός πατέρα και μιας εποχής που με ταξίδεψε, με συγκίνησε αλλά με έκανε και να γελάσω.
0 Σχόλια