Έχουμε σημειώσει και στο παρελθόν ότι οι νεώτερες γενιές Κύπριων δημιουργών απέχουν σημαντικά ως προς τη θεματολογία από την τραυματική εμπειρία της εισβολής και της διχοτόμησης. Μακριά από τα βιώματα της εποχής, λόγω ηλικίας, αντιμετωπίζουν το παρελθόν με μία κριτική ματιά και με ψυχραιμία και απόσταση χρόνου. Επικεντρώνονται περισσότερο στο παρόν του και τη γη των δικών τους βιωμάτων και συναισθημάτων.
Έτσι και τη πρώτη συλλογή διηγημάτων του Κύπριου ποιητή, Ανδρέα Τιμοθέου, «ιστορίες με δαντέλα» (παράκεντρο, 2016), περιλαμβάνει διηγήματα εμπνευσμένα από την παιδική ηλικία του συγγραφέα και τα αγαπημένα του πρόσωπα που δεν υπάρχουν πια. Ο αναγνώστης ταξιδεύει στις παιδικές αναμνήσεις του διηγηματογράφου, στην αγωνία του μπροστά στο θάνατο αγαπημένων προσώπων…
Είναι η αγωνία για τη φθορά μέσα από την μνημόνευση των προσώπων της ζωής του οιονεί μνημοσύνου. Η φωνή του είναι απολύτως προσωπική και αποκτά εξομολογητικό τόνο. Μέσα από το απομνημονευματικό ύφος έρχονται στο προσκήνιο οικείες σκηνές από τη ζωή στο χωριό, ξεδιπλώνονται αντιλήψεις του παρελθόντος και ζωντανεύουν προβολές και βιώματα από νοσοκομεία με τη ρομαντική διάθεση/διάσταση μιας δαντέλας. Άλλωστε, η νοσταλγία αποτελεί το κύριο συναίσθημα της συλλογής. Η γυναικεία παρουσία είναι σταθερή σε όλο το βιβλίο, ενίοτε και ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής· ο συγγραφέας προσπαθεί να δει όχι μόνο από έξω.
Η προφορικότητα της αφήγησης ζωντανεύει με χαρακτηριστική αμεσότητα που υποστηρίζεται τόσο από τον μικροπερίοδο λόγο όσο και από την εξομολογητική έκφραση. Η διάθεση εκμυστήρευσης εκφράζεται με την υιοθέτηση της τεχνικής του ομοδιηγητικού αφηγητ, με εσωτερική οπτική γωνία. Η εσωτερική εστίασή του, που θεμελιώνεται στην πρωτοενική διατύπωση, επιτρέπει στον αναγνώστη να εισχωρήσει βαθιά στον ψυχικό κόσμο του, να βιώσει μέσα από την απλότητα της γλώσσας όσα καταγράφει για να μη σβήσουν από την παλίρροια του χρόνου.
Χαρακτηριστικό αρκετών πεζογραφημάτων του Τιμοθέου είναι ο μικροπερίοδος λόγος και η απλή καθημερινή γλώσσα μαζί με την απλότητα των εκφραστικών μέσων, που καθιστά το λόγο του εύληπτο και προσιτό στους αναγνώστες. Ο μικροπερίοδος λόγος με τις “απότομες” παύσεις ενισχύει τη νοσταλγία και το αίσθημα της μοναξιάς του αφηγητή. Η γλώσσα του είναι ακριβής, απλή και καθημερινή, μια γλώσσα βιωμένη που κατευθύνεται εσωτερικά. Ο συγγραφέας προτιμά να χρησιμοποιεί απλή γλώσσα και να διατυπώνει τις αναμνήσεις και τη νοσταλγία σε σύντομες περιόδους, δημιουργώντας έτσι μια γραφή που διευκολύνει την πρόσληψη των εκφραζόμενων νοημάτων.
Εξάλλου, ο διηγηματογράφος αποφεύγει τα λογοτεχνικά στολίδια κατά την αφήγησή του. Οι περιγραφές του κατά βάση επικεντρώνονται σε συγκεκριμένα θέματα τα οποία χαράχτηκαν στη μνήμη του κι εξυπηρετούν αφηγηματικά προκειμένου να μεταφέρουν το δικό του συναίσθημα για τα πρόσωπα και τις καταστάσεις. Ακόμα η in media res εισαγωγή των διηγημάτων εξυπηρετεί ακριβώς αυτό το σκοπό.
Ο χρόνος μοιάζει να σταματά και να αυτοκαταργείται. Τα αγαπημένα πρόσωπα και το συναίσθημα της νοσταλγίας ξεπερνούν τον πραγματικό χρόνο και συμπλέκονται με τον στάσιμο αφηγηματικό χρόνο. Ο συγγραφέας επιστρέφει στην παιδική ανεμελιά, στα δικά του δαντελένια χρόνια πλάι σε ηρωίδες που γνώρισε και αγάπησε, μα κατά βάση από τη γιαγιά του η οποία σχεδόν σε κάθε διήγημα είναι παρούσα. Και μαζί του και ο αναγνώστης.
0 Σχόλια