Όλα σε άκρατη σιωπή κι ας είναι άνω-κάτω.
Σου άλλαξαν τα φώτα και περπατάς με το κεφάλι κάτω.
Φωνή δεν ακούγεται, βουβάθηκε το σύμπαν
κι ας είναι όλη η ζωή χωμένη στα σκουπίδια.
Σου φόρεσαν στολή φυλακισμένου,
στα πόδια, σου δέσαν αλυσίδες.
Οι δήμιοι, τους προστάτες παριστάνουν
και ύπουλα σε μαντρίζουνε,
χαϊδεύοντας σου τα αυτιά,
με το μαζί πάμε μπροστά.
Στα πήραν όλα, σου κόψαν τον αέρα.
Όλοι στην γραμμή, στο ίδιο ύψος,
μια ίντσα πιο πάνω, μπαμ και κάτω
Κατέβηκαν οι αετοί, σωπάσαν τα πουλιά,
χαμήλωσαν και τα βουνά, γίναν του καφενέ πλατείες
εκεί να ρίχνεις την μαγκιά,
το ύφος το στιλάτο για παρηγοριά.
Και δεν σηκώνεις τη γροθιά… να θυμηθούμε τα παλιά,
που ‘δινες σπρωξιά και πέφτανε οι βράχοι.
_
γράφει η Νατάσα Λουκά
0 Σχόλια