Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Οι μοιραίοι – Κώστας Βάρναλης
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένας καφενές, συνηθισμένος, όπως όλοι οι καφενέδες του κόσμου. Ήταν γεμάτος μικρά λευκά και χοντρά φλυτζάνια με καφέ δεύτερης διαλογής, καπνό απ’ τα τσιγάρα κι ανθρώπους που μιλούσαν αδιάκοπα επί παντός επιστητού κι όχι ‘επί παντός του επιστητού’, άλλωστε οι λεπτομέρειες της γραμματικής και του συντακτικού ποτέ δεν ήταν το δυνατό σημείο των θαμώνων, δεν τους ένοιαζαν τέτοια πράγματα. Εκείνο που μετρούσε ήταν η ουσία αλλά κι ο διάλογος ή καλύτερα ο τσακωμός, οι φωνές, η απαξίωση κι εκείνο το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» που είχε ποτίσει τους τείχους του καφενέ. Κάπου στο βάθος μια λιωμένη κασέτα προσπαθούσε μάταια να επιβληθεί στη βοή των ανθρώπων στέλνοντας διαρκώς τα ίδια και τα ίδια τραγούδια στα σκονισμένα ηχεία κι ο καφετζής πανταχού παρών έριχνε κλεφτές ματιές σ’ όλα τα τραπέζια για να μην του ξεφύγει καμιά παραγγελιά. Λίγο μακρύτερα απ’ τους καπνούς και τη μυρωδιά της νικοτίνης υπήρχε μια αλάνα γεμάτη με μικρά παιδιά που ξόδευαν την ενέργειά τους μέσα στο χώμα και το κυνηγητό για πέσουν το βράδυ κουρασμένα για ύπνο στα σεντόνια που φρόντιζε η μάνα να είναι πάντα καθαρά και πάντα να έχουν λίγο από το άρωμά της, φυλαχτό στα όνειρά τους. Και στο ανάμεσο, εξώπορτες που ανοιγόκλειναν όλη μέρα για να υποδεχτούν τους επισκέπτες. Δεν είχε σημασία αν ήταν γιορτή ή καθημερινή, οι πόρτες άνοιγαν κι έκλειναν διαρκώς και μαζί με το φρέσκο αέρα έφερναν εντός και τα νέα της πόλης που άλλαζε ασταμάτητα εποχές και πεποιθήσεις.
Αυτά έβλεπαν -μια φορά κι έναν καιρό- τα αποδημητικά πουλιά πετώντας πάνω από τις πολιτείες των ευτυχισμένων ανθρώπων και κουρασμένα καθώς ήταν έφτιαχναν τις φωλιές τους κάτω απ’ τις στέγες, ήθελαν μάλλον να κλέψουν λίγη από την ευτυχία τούτη. Και ζευγάρωναν και μεγάλωναν τις φαμίλιες τους και ξεκινούσαν πάλι το ταξίδι της επιστροφής. Ένας κύκλος που σταματημό δεν είχε μέχρι χτες. Το χτες όμως πέρασε και ξημέρωσε το σήμερα κι όταν ήρθαν τα αποδημητικά πουλιά είδαν τους καφενέδες κλειστούς, τις αλάνες αδειανές και τις πόρτες των σπιτιών ερμητικά κλειστές, άνοιγαν μονάχα δυο φορές, μια τα αγχωμένα πρωινά και μια τα κουρασμένα απογεύματα. Η ευτυχία ξέφτισε από τους τοίχους, την έγδαρε σιγά σιγά ο παγωμένος αέρας των υποχρεώσεων και των ρολογιών που πάσχιζαν με λύσσα να κρατήσουν τους δείκτες να μη γυρνάνε γρήγορα. Οι στιγμές κι οι ώρες σαν αστραπή έφευγαν μπροστά από τα μάτια του ανθρώπου που αδύναμος πια να ταιριάξει τη σκέψη με την υποχρέωση, έχασε το χαμόγελό του. Οι δρόμοι έχασαν τους χαρούμενους διαβάτες, γέμισαν με βιασύνη και άγχος. Γέμισαν με φαντάσματα που περπατούσαν μηχανικά χωρίς να κοιτάζουν γύρω. Γέμισαν με άπνοια, μια ανάσα το πρωί και μια το βράδυ, αυτή η τελευταία συνήθως ανακούφιζε το μυαλό απ’ τις σκέψεις. Τα αποδημητικά πουλιά δεν μπορούσαν πια να κλέψουν ευτυχία κι έψαξαν για άλλες πολιτείες, γι’ αυτό μάλλον δεν βλέπουμε πια τα χελιδόνια στα σύρματα των καλωδίων να μας καλημερίζουν το πρωί.
Χωρίστηκε την εποχή εκείνη ο κόσμος στα δύο. Ένας ο κόσμος μέσα μας κι ένας ό,τι περισσεύει πέρα απ’ την εξώπορτα. Έφτιαξε ο άνθρωπος κλουβιά και μπήκε μέσα μόνος του, μάλλον θέλησε να κλείσει λίγες στιγμές πολύτιμες μακριά από τα έξω που τώρα τον βαραίνουν. Έγινε κατοικίδιο όχι μόνο μέσα στο κλειστό του σπίτι αλλά και μέσα στο αγχωμένο του κορμί που το περιφέρει νυχθημερόν σα να ’ναι βάρος. Κι άφησε τη νόηση να είναι κομπάρσος, ιδρωμένος θεατής μιας καθημερινότητας που είναι πιο γκρίζα κι απ’ την ψυχή του πια! Κι άφησε το χαμόγελο να χαθεί στον παγωμένο αέρα του σήμερα που μεταμόρφωσε όλες τις μέρες και τις έκανε ίδιες κι απαράλλαχτες. Κι ύστερα έγινε κι εκείνος ίδιος. Ομογενοποιημένος. Κάτοικος στο κλουβί του. Δίπλα στα άλλα κλουβιά. Δίπλα στα άλλα κατοικίδια…
0 Σχόλια