Aχ ρε παππού… τα πιο όμορφα πράγματα τα διδάχτηκα μαζί σου. Θυμάσαι που με μάθαινες ποδήλατο τα καλοκαίρια στο χωριό; Με τις ώρες στημένος στο λιοπύρι, μέχρι να μάθω καλή ισορροπία. Κι έτρεχες ανήσυχος κοντά μου, κάθε φορά που έπεφτα. «Σήκω όρθιος και συνέχισε!» μου έλεγες όταν κλαψούριζα με τα ματωμένα μου γόνατα. Σηκωνόμουν. Κι έμαθα να κάνω σωστό πετάλι στη ζωή μου και να πορεύομαι με ορθοτιμονιές και αντοχές στις ανηφόρες.
Τα πιο σπουδαία παραμύθια τα έμαθα κοντά σου. Αν και αγράμματος, καμωνόσουν πως διάβαζες βιβλία και μου έλεγες τις δικές σου διηγήσεις. Δεν είχαν πρίγκιπες και παλάτια, αλλά ήταν τα βιώματά σου απ’ τα χρόνια του πολέμου και της εξορίας. Η προσωπική σου κληρονομιά απ’ τα πατρογονικά σου. Που πάσχιζες να την κρατήσεις ζωντανή και να περάσει από στόμα σε στόμα, για να μη σβήσει με τα χρόνια. Κι όταν κατάλαβα μια μέρα πως δεν διαβάζεις, μα αφουγκράζεσαι δακρυσμένος το παρελθόν σου, δεν είπα λέξη. Να μη χαλάσω την ιεροτελεστία αυτής της συνήθειας. Να μην σε προσβάλω πως δεν ήξερες να διαβάζεις. Κι έτσι δεν σου εξομολογήθηκα ποτέ το θαυμασμό μου. Αν και δεν ήξερες την αλφάβητο, μ’ έκανες ν’ αγαπήσω τα βιβλία. Είχες μιαν απίστευτη ικανότητα να μεταδίδεις τη γνώση σου, να την κάνεις εικόνες και σύμβολα, να της δίνεις υπόσταση και να τη ζωντανεύεις.
Αχ ρε παππού… θυμάσαι που με μάθαινες να τραγουδάω τα παλιά ρεμπέτικα; Τα αυγουστιάτικα βράδια ανεβαίναμε τη στριφογυριστή σκάλα κι αράζαμε στο ταρατσάκι μας. Ζαλωμένος το παλιό σου ακορντεόν, μ’ έβαζες στο ξύλινο σκαμνάκι πλάι στο βαρέλι με την κληματαριά και ξεφόρτωνες τα ντουζένια και τους καημούς σου. «Αντιλαλούνε τα βουνά» μου σιγοτραγουδούσες με τη βραχνή φωνή σου. Η χαρτονένια φυσούνα και τα συρμάτινα τάστα, ηχούσαν σαν ολάκερη ορχήστρα στ’ αυτιά μου. Συγχορδία εισπνοής-εκπνοής με τα πνευμόνια σου. Κι ας μην ήξερες τις νότες, με δίδαξες ν’ αγαπάω τη μουσική και να σέβομαι τα τραγούδια που κουβαλούν ανθρώπινες ιστορίες και πόνο.
Τα πρώτα μου χαρτζιλίκια, οι εφηβικοί μου έρωτες, οι δειλές επαναστάσεις μου, οι αγωνίες και τα ξενύχτια μου, η σχολή, ο στρατός, οι πρώτες μου αναζητήσεις για δουλειά… όλη μου η ζωή ξετυλίγεται μπροστά μου απόψε και παντού υπάρχει η παρουσία σου. Όλα πλαισιωμένα απ’ τη δική σου τρυφεράδα και σοφία. Και ντρέπομαι που δεν σου είπα ποτέ, πως σε κάθε μου αναποδιά, ήταν η φωνή σου που με στήριζε και με ενθάρρυνε «Σήκω όρθιος και συνέχισε!»…
Αχ ρε παππού… «κάποτε θα στα ξεπληρώσω όλα», σου έλεγα ο αφελής. Λες και τα έκανες από υποχρέωση κι όχι από ατόφια αγάπη. Κι έφτασα κοτζάμ γομάρι τριάντα χρονών και σου απλώνω ακόμα το χέρι. Να σου πω πως σ’ έχω ανάγκη, περισσότερο από ποτέ. Να μοιραστούμε τα παραμύθια μας. Να σου διηγηθώ τα δικά μου ντουζένια. Ν’ ανέβουμε πάλι τη σκουριασμένη σκάλα μας, να με βάλεις τρυφερά στο παιδικό μου σκαμνάκι και να σε σιγοντάρω στο τραγούδι. Κι ύστερα να σκύψεις πάνω απ’ τα ματωμένα μου όνειρα και να μου φωνάξεις: «Σήκω όρθιος και συνέχισε!»…
Τους τελευταίους μήνες, συννέφιαζε το πρόσωπό σου κάθε φορά που σου ζητούσα χαρτζιλίκι. Εγώ μακροχρόνια άνεργος, κι εσύ με χρόνια πνευμονοπάθεια. Εγώ ντρεπόμουν που έβαζα την ανάγκη παραπάνω απ’ το φιλότιμό μου. Κι εσύ ντρεπόσουν για την πετσοκομμένη σου σύνταξη. Το εξευτελιστικό ποσό που έπαιρνες πια, δεν σου έφτανε ούτε για τα φάρμακά σου. Και δεν καταδέχτηκες ποτέ να ζητήσεις βοήθεια. Κι ας έμενες άφραγκος για να μη μου χαλάσεις το χατίρι.
Μαζί με τους σφυγμούς σου, χάνεται κι η ζωή μου παππού…
Γιατί η ταπείνωση είναι το πιο φονικό όπλο, για όσους διαθέτουν αξιοπρέπεια.
Η ντροπή του ηλικιωμένου, είναι η εναλλακτική μέθοδος ευθανασίας.
Κι η ντροπή του ανέργου είναι η χαριστική βολή στο κεφάλι που κάνει όνειρα.
Αλλιώς σου άξιζε να σ’ αποχαιρετήσω, το ξέρω. Γύρω μας στριγγλίζουν οι παλμογράφοι και τα μηχανήματα που σε κρατούν ζωντανό. Το κορμί σου είναι διάτρητο απ’ τις παροχές και τους ορούς. Το ισχνό σου χέρι ανασηκώνεται και μου δείχνει το παράθυρο. Ο αέρας λυσσομανάει έξω κι ένα δεντράκι στον περίβολο του νοσοκομείου, πασχίζει να σταθεί όρθιο. Βγάζεις τη μάσκα οξυγόνου. Μου κάνεις νόημα να σκύψω κοντά σου. Με δυσκολία ψιθυρίζεις: «Κράτα τη ρίζα σου γερή και τα κλωνάρια σου βλαστερά… κράτα με ζωντανό αγόρι μου… μέσα από σένα θα συνεχίσω να ζω… ό,τι υπήρξα, θα είναι το λίπασμα για τη δική σου ζωή».
Αχ ρε παππού… Ακόμα και τώρα μου δίνεις μαθήματα.
Δευτερόλεπτα πριν ανέβεις τη στριφογυριστή σκάλα προς τον ουρανό…
_
γράφει η Μαρία Κανελλάκη
Στέκομαι στα παρακάτω λόγια σας και βουρκώνω…
“Η ντροπή του ηλικιωμένου, είναι η εναλλακτική μέθοδος ευθανασίας.
Κι η ντροπή του ανέργου είναι η χαριστική βολή στο κεφάλι που κάνει όνειρα.”
Εξαιρετικό κείμενο…. Βγάζει όλη τη λύπη για αυτό που ζούμε…εκείνη την πετσοκομμένη περηφάνια ενός ανθρώπου που έχει αγωνιστεί..και της δικής μας αναγκαστικής παύσης ονείρων…
Ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο σας, που αποτυπώνει αυτό ακριβώς που επεδίωκα να “βγει”.
Δυστυχώς δεν είναι προϊόν μυθοπλασίας, αλλά μία απ’ τις χιλιάδες αληθινές ιστορίες που συμβαίνουν γύρω μας.
Να είστε καλά!
Να σαι καλά Μαρία μου, να μας συγκινείς με τα τρυφερά σου..
Εξαιρετική κι αξιοθαύμαστη η πένα σου!! Σε ευχαριστούμε!!
Δικές μου οι ευχαριστίες!
Να είσαι καλά Μαριλένα μου!
“Με δυσκολία ψιθυρίζεις: «Κράτα τη ρίζα σου γερή και τα κλωνάρια σου βλαστερά… κράτα με ζωντανό αγόρι μου… μέσα από σένα θα συνεχίσω να ζω… ό,τι υπήρξα, θα είναι το λίπασμα για τη δική σου ζωή».
Αχ ρε παππού… Ακόμα και τώρα μου δίνεις μαθήματα.
Δευτερόλεπτα πριν ανέβεις τη στριφογυριστή σκάλα προς τον ουρανό…”
Ανατρίχιασα… ειλικρινά… Τόσο ζωντανή, τόσο ευαίσθητη, τόσο τρυφερή, τόσο ΔΥΝΑΤΗ αφήγηση…
Πολλά συγχαρητήρια, φίλη μου Μαρία!
Βάσω σ’ ευχαριστώ πολύ!
Όσο υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που “ανατριχιάζουν”, κρατάμε καλά.
Να είσαι καλά!
Μαρία μου, εύχομαι πάντα να στοχεύεις και να πετυχαίνεις τον πιο ψηλό και δύσκολο στόχο, που δεν είναι άλλος από τις καρδιές μας!
Σ’ ευχαριστούμε!
Είναι που βρίσκω ανοιχτές καρδιές, αλλιώς δεν θα γινόταν Ινώ μου.
Ευχαριστώ για όλα!
Το σχόλιο της κ.Τζουγανάκη με κάλυψε πλήρως..όλη η ένταση και το συναίσθημα συγκεντρώνονται σ’αυτές τις δύο φράσεις! Συγχαρητήρια και από εμένα.