Ο παππούς πέθαινε.
Ήταν στο κρεβάτι του αδυνατισμένος, ίδιος σκελετός και δεν θύμιζε με τίποτα εκείνο τον ψηλό γεροδεμένο άνδρα που μας έπαιρνε σοκολάτες μετά το σχολείο.
Εγώ ήμουν εκεί, μάλλον είχα ξεχαστεί μέσα στην αναμπουμπούλα της στιγμής και θαρρείς πως κανείς δεν με έβλεπε να κυκλοφορώ με τα πρησμένα μου μάτια.
Η θεία μου από το χωριό, συγγένισσα απ’ το σόι του πατέρα μου, είχε τύχει να βρεθεί στην Αθήνα εκείνες τις μέρες και έτσι είχε αναλάβει να τους πάρει όλους τηλέφωνο να έρθουν σπίτι για να τον χαιρετήσουν, μιας και η μάνα μου είχε βουβαθεί από τον πόνο.
Ο πατέρας μου στο τηλέφωνο είπε στη θεία μου: «Κράτα τον παππού ζωντανό να τον χαιρετήσω». Το ίδιο είπε και η κόρη του και ο γαμπρός του.
Εγώ είχα γλιστρήσει δίπλα του και του χάιδευα το λίπωμα στο χέρι του. Ο παππούς είχε ένα μεγάλο λίπωμα στο χέρι, στην έξω μεριά της παλάμης πάνω από τον αντίχειρα και σε όλες τις δύσκολες στιγμές μου από παιδί, έπαιζα με το λίπωμα. Το κουνούσα μια αριστερά μια δεξιά και λες πως φεύγανε οι πόνοι όλοι.
«Τι κάνεις παππού;» του είπα.
«Κρατιέμαι ζωντανός για να τους χαιρετήσω» μου είπε.
Και ένας ένας έμπαιναν στο δωμάτιο και χαιρετούσαν τον παππού και ο παππούς όλο και έδινε ευχές και συμβουλές σαν να είχε να πάει ένα ταξίδι και ήθελε όλα να είναι σωστά και έτοιμα.
«Τα παιδιά, το νου σας στα παιδιά.» έλεγε ο παππούς συνέχεια.
Ένας ένας φεύγανε από το δωμάτιο να μην τους δει ο παππούς να κλαίνε και δεν αναπαυτεί η ψυχή του.
Και όμως κανείς δεν του έλεγε να μείνει. Να μείνει για πάντα. Όλοι του έλεγαν να κρατηθεί ζωντανός ίσα για να χαιρετήσει κάποιον.
Και εκείνος κρατιότανε. Και συμβούλευε και ευχαριστούσε.
Τα δάκρυα μου έτρεχαν συνέχεια, ασταμάτητα.
«Παππού,» του είπα μια στιγμή, «μη φύγεις». Και χάιδευα εκείνο το λίπωμα στο χέρι του. «Μη φύγεις παππού. Μείνε εδώ.»
Ο παππούς τότε άνοιξε τα κουρασμένα μπλε, υγρά μάτια του, με κοίταξε και μου είπε: «Μην κλαις, είμαι χαρούμενος, πάω να βρω τη γιαγιά σου. Ήρθε επιτέλους η ώρα.»
Δεν μπόρεσα να πω κάτι άλλο… Κάποιος με έβγαλε από το δωμάτιο και μετά από λίγο μου είπανε πως ο παππούς είχε φύγει. Ήμουνα δώδεκα χρονών. Αποφάσισα να κρατήσω τον παππού ζωντανό. Του μιλούσα κάθε μέρα, τον έβλεπα στον ύπνο μου.
Μια φορά ήμουν δε θα ’μουν δεκαέξι χρονών, ήρθε στον ύπνο μου και είχε ένα μεγάλο παράπονο.
«Σας κοιτάζω» μου είπε «και είμαι πολύ χαρούμενος και περήφανος για σας. Οι κόρες μου κάνανε ωραίες οικογένειες. Και μεγαλώνετε τόσο ωραία. Όμως να, πέρασαν οι γιορτές και κανείς σας δε με θυμήθηκε.»
Ξύπνησα κλαίγοντας. Πήρα τηλέφωνο την ξαδέρφη μου και της είπα το και το, έλα, πάμε στον τάφο του παππού να του ανάψουμε το καντηλάκι του. Δυο μέρες μετά ήμασταν στο νεκροταφείο. Η μεγάλη φωτιά στην Πεντέλη είχε σκεπάσει τον τάφο του με αποκαΐδια. Πήραμε με την ξαδέρφη, καθαρίσαμε τον τάφο και ανάψαμε το καντηλάκι του. Έσκυψα ευλαβικά και φίλησα τη φωτογραφία του, χάιδεψα το μάρμαρο και του ψιθύρισα «Σε αγαπώ πάντα». Λίγες μέρες μετά, μας ήρθε ειδοποίηση ότι θα γίνονταν η εκταφή.
Κάπου τότε άρχισα να ερωτεύομαι. Και έψαχνα να βρω εκείνον που αν πέθαινε θα ήθελα να πάω να τον βρω. Και έτσι ένιωθα πως κρατούσα τον παππού ζωντανό. Όμως είμαι μάλλον καμωμένη από άλλα υλικά ή δεν είμαι τόσο τυχερή ή είμαι συναισθηματικά ανεπαρκής και δεν μπόρεσα να βρω μια τόσο μεγάλη αγάπη.
Όμως υπάρχει κάποιος που θα ήθελα να πάω να τον βρω. Και εκείνος είναι ο παππούς. Ο παππούς μου, να χαϊδέψω ξανά το λίπωμα στο χέρι του, να μου διαβάσει βίους αγίων, να τον δω να γυρίζει από την Κυριακάτικη λειτουργία φορώντας το καλό του σακάκι και το καπέλο του και να κρατά στο χέρι αντίδωρο και τη «φωνή Κυρίου».
Και μέσα στην καθημερινότητά μου ακούω μια φωνή μέσα μου να λέει «κράτα, κράτα τον παππού ζωντανό», και της λέω πολύ συχνά «μετά βίας κρατάω τον εαυτό μου…»
Και ξέρω ότι ο παππούς είναι μέσα μου, τον κρατάω ζωντανό και χαϊδεύω το χέρι μου εκεί που είχε το λίπωμα και του λέω, «κάνε υπομονή παππού και θα έρθω. Κράτα ένα στασίδι δίπλα σου για μένα γιατί μια ζωή την αντέχω μακριά σου, όχι όμως μια αιωνιότητα!».
–
γράφει η Έφη Γεωργάκη
Τα κατάφερες Έφη να με πιάσουν τα κλάματα …”μια ζωή την αντέχω μακριά σου όχι όμως και μία αιωνιότητα”Υπέροχη φράση κορίτσι μου. Γράφεις πολύ όμορφα…
Εξαιρετικό κείμενο! Συγχαρητήρια 🙂
Συγκλονιστική………….. να είστε καλά!
Εφη μου…τι να πω…ακομα με την τρίχα σηκωμένη να χορεύει είμαι και ένα μην κλάψεις μην κλάψεις..θα σε δει ο κόσμος ρεζίλι θα γίνεις…
Εξαιρετικός ο τρόπος που περνάς το συναίσθημα στα λόγια σου…κυλά…
μπράβο σου….απο τις καλύτερες αποδόσεις του συγκεκριμένου Τίτλου σπουδής…
Σας ευχαριστώ πολύ…. για τα καλά σας λόγια, και που μοιραζόμαστε σκηνές από το βίο μας και την ψυχή μας….
Πολύ συγκινητικό και ανθρώπινο! Μπράβο σας!
Και κάπως έτσι αρχίζουν να κυλούν δάκρυα …γιατί κι εγώ ΕΧΩ μια γιαγιά κι έναν παππού που ΔΕΝ έχουν φύγει από τη σκέψη μου κι ας είμαι κι εγώ γιαγιά πλέον… Τους κρατάω ζωντανούς ΜΕΣΑ μου… Αν και δεν θα αργήσω να πάω να τους βρω , μου λείπουν από το δωμάτιο……. Άραγε θα ψάχνει κανείς το δικό μου λίπωμα στο αριστερό μου χέρι?
Αμφιβάλλω!
ΜΠΡΑΒΟ ΣΑΣ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! ΥΠΕΡΟΧΑ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ!!!!!!!!!
Εφη ευχαριστω πολυ! απ τα ματια μου κυλουσαν συνεχεια δακρυα οταν το διαβαζα…ειναι υπεροχο!!
Πόσες μεγάλες αλήθειες κρύβει…. Πόσα είναι τα ωραία που μοιραζόμαστε και τα κουβαλάμε;;; Δεν είναι οι μνήμες μας μια κοινή πατρίδα; Δεν είναι μόνο το αίμα μας, είναι και όλα όσα έχουμε ζήσει μαζί. Όλα όσα έχουμε μοιραστεί και μοιραζόμαστε ακόμα! Σας το αφιερώνω, γιατί σας χρωστώ, για την αμέριστη αγάπη όλα τα χρόνια…
Είμαι σίγουρη ότι θα σας θυμούνται… Οι άνθρωποι δεν ξεχνούν, ότι κι αν θέλουν να μας προβάλλουν. Ακόμα και αν η μνήμη αδρανήσει, δεν είναι τυχαίο, ότι παραμένει στους ανθρώπους η μνήμη και η αίσθηση των συναισθημάτων. Είναι ο θησαυρός μας και η προίκα μας. Αυτό είσαστε και εσείς για τα εγγόνια σας!
Σας ευχαριστώ πολύ… για το κοινό μας μονοπάτι. Να είσαστε καλά!