Ο Κώστας Βάρναλης είναι ένας από τους κυριότερους και ίσως ο πιο γνωστός Έλληνας λογοτέχνης που ανήκει στους υποστηρικτές της μαρξιστικής θεωρίας της λογοτεχνίας. Βαθύτατα μαρξιστής και ενταγμένος δυναμικά στο κομμουνιστικό κόμμα, ο Βάρναλης υιοθετεί τις μαρξιστικές αντιλήψεις περί τέχνης: Η τέχνη οφείλει να είναι στρατευμένη υπέρ των εργατικών διεκδικήσεων, να αφυπνίζει το εργατικό κίνημα και τον λαό, να είναι καυστική, δηκτική και διεκδικητική. Παράλληλα με τις προτάσεις, υπάρχει και η αντίστοιχη κριτική στην υφιστάμενη μορφή τέχνης που ίσχυε στην εποχή του: Η τέχνη που κοιμίζει, που κάνει τον άνθρωπο νωθρό, η τέχνη που είναι ιδεαλιστική, που δεν πηγάζει ή δεν επιστρέφει στην πραγματικότητα είναι καταδικαστέα. Το παρόν δοκίμιο έχει ως στόχο την συμπτυγμένη παρουσίαση των αισθητικών θέσεων του Κώστα Βάρναλη, με αφορμή το ποίημα «Η Τρίτη Εξαΰλωση» στην ποιητική συλλογή «Το Φως που Καίει» και μια μικρή κριτική εξέταση αυτών των απόψεων.
Εγώ ’μαι η Τέχνη, που νικώ
την ύλη με το ιδανικό.
Ο Βάρναλης ξεκινά το ποίημα ορίζοντας την Τέχνη που θέλει να καυτηριάσει και να κατακρίνει. Είναι η Τέχνη που νικάει την υλική πραγματικότητα (φυσική και κοινωνική) με κάποιο ιδεατό στοιχείο, το οποίο μοιάζει πολύ γοητευτικό και τέλειο, εντούτοις δεν άπτεται της πραγματικότητας. Για αυτό ακριβώς την χαρακτηρίζει ως «ναζιάρα και καμωματού» και πως υποκριτικά παριστάνει το κορίτσι, ενώ στην πραγματικότητα ξεσκίστηκε βαθιά.
Πού αλλού βρίσκει ο Βάρναλης αυτή την υποκρισία που βρίσκει στην τέχνη; Ποιες άλλες ιδέες μας κάνουν να φεύγουμε από την πραγματικότητα και να αναζητούμε ιδεατά βασίλεια; Όπως η Τέχνη είναι η Τρίτη Εξαΰλωση, έτσι έχουν προηγηθεί στην ποιητική συλλογή οι άλλες δύο:
Εγώ ’μαι η Τέχνη των Τεχνώ,
(Θεός και Πατρίδα το ψαχνό!)
Η πατρίδα και το εθνικιστικό στοιχείο μαζί με την θρησκεία -το όπιο του λάου- αποτελούν την ίδια έκφανση για ιδεαλισμό, που όμως καταλήγει να επιβάλλεται στον άνθρωπο. Για τον υλιστή–μαρξιστή Βάρναλη, κάθε Ιδέα, κάθε έκφανση του απόλυτου υπάρχει μόνο και μόνο για να εμποδίζει την διεκδίκηση των δικαιωμάτων του λαού. Ο λαός ξεχνιέται ονειρευόμενος τις «μεγάλες ιδέες» και καταλήγει να παραμένει δέσμιος των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών, χωρίς καν να μπορεί να αντιληφθεί την δυσχερή κατάσταση, μέσα στην οποία βρίσκεται.
Αυτό οδηγεί αναγκαστικά σε μια παράξενη αντίφαση, την οποία, με πολλή οξυδέρκεια παρατηρεί ο Βάρναλης:
που τραγουδάω και διαφεντεύω
κάθετι σάπιο και που ζέχνει,
Αριστοκράτισσα ζωή,
των υπερκόσμιων ακοή,
αιώνια, απόλυτη, σπουδαία.
Ψυχή δεν έχω και ζητώ
σε κάθε τάφον ανοιχτό
καμιά σκουληκιασμέν’ ιδέα.
Είμαι του Πνέματος ιέρεια
με πνέμ’ ακάθαρτο και χέρια,
λόγια μεγάλα και παχιά.
Στα σύννεφα σε μετωρίζω
κι αεροβασίλεια σού χαρίζω,
λαέ, δεμένε με τριχιά.
Η Τέχνη παρουσιάζεται ως σπουδαία, ως ευγενής, ως αριστοκράτισσα, που ενδιαφέρεται για τα υψηλά και τα σπουδαία. Είναι μια ενασχόληση για τους λίγους, μοιάζει λεπτή, ντελικάτη και ως εκ τούτου σημαντική. Προωθώντας τις Ιδέες, η Τέχνη φαντάζει «απόλυτη κι αιώνια». Χαρίζει βασίλεια, ταξιδεύει τον άνθρωπο στα ουράνια και σε κάθε τι υπερκόσμιο. Την ίδια ώρα, πίσω από την εξωτική και ευφάνταστη εμφάνισή της, η Τέχνη είναι γυμνή, ακάθαρτη, να τριγυρνά σε τάφους για να βρει ιδέες. Το βασίλειό της είναι αέρινο, άπιαστο κι ο λαός παραμένει δεμένος με τριχιά. Η τέχνη είναι αυτή που κάνει τον λαό να ξεχνά τις αλυσίδες του και ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον Βάρναλη, τις διαιωνίζει.
Η κορύφωση της ειρωνείας, της καυστικότητας και της επίθεση απέναντι στο τρίπτυχο της Ιδέας Πατρίδα – Θρησκεία – Τέχνη έρχεται στην τελευταία στροφή.
Με τη Θρησκεία και την Πατρίδα
την ίδια απλώνουμεν αρίδα,
τον ίδιον έχουμε σκοπό.
Κερνούμε το λαό χασίσι,
όνειρα, ψέματα και μίση —
δε ντρέπονται για να ντραπώ.
Ο Βάρναλης βάζει την τέχνη στο ίδιο τσουβάλι με την θρησκεία και την πατρίδα και την κατηγορεί ευθέως: δίνει στον λαό ψεύτικα κι όχι αληθινά πράγματα και καλλιεργεί το μίσος και την διχόνοια μέσα στο λαό, αλλά και ανάμεσα στους λαούς. Επομένως αυτή η τέχνη καταλήγει να είναι κατακριτέα, απορριπτέα, βλαβερή και επικίνδυνη.
Σε αυτό το σημείο παρουσιάζεται μια βαθύτατη, αλλά κατά την γνώμη μου φαινομενική, αντίφαση. Κάποιος θα μπορούσε, δικαίως, να διερωτηθεί: «Αν ο Βάρναλης θεωρεί την Τέχνη τόσο κακιά και βλαβερή, γιατί γράφει ποίηση;» Αυτό το ερώτημα βέβαια έχει τεθεί και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Πλάτωνα, ο οποίος εξορίζει την Τέχνη από την Ιδανική πολιτεία, ως βλαβερή επειδή διαδίδει ψέματα. Γιατί ο Βάρναλης δεν εξορίζει την ποίηση, όπως ο Πλάτων και να μείνει μόνο στο είδος του φιλοσοφικού–κριτικού δοκιμίου;
Πιστεύω πως, ακόμη και μέσα σε αυτή τη δριμεία κριτική που αναπτύσσει ο Βάρναλης έναντι της Τέχνης, υπάρχει μια βαθιά πίστη στην δυναμική που ενέχει αυτή. Διαφωνεί με την ιδεαλιστική διάστασή της και την συνεργασία της με το καθεστώς, αλλά δεν παύει να ελπίζει σε αυτή την ικανότητά της να επηρεάζει τον ψυχισμό του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Η ομορφιά του ποιήματος, παρόλο που για αρκετούς είναι ιδεαλιστική, παραμένει ένα σημαντικό στοιχείο γιατί «μιλάει» μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Μια ρηχή ανάγνωση αυτού, θα κατέληγε στο συμπέρασμα πως ο ποιητής χρησιμοποιεί την ποίηση ως μέσον, κάτι το οποίο ισχύει όσον αφορά την μαρξιστική αισθητική. Για τους μαρξιστές η τέχνη, ανάμεσα σε πολλά άλλα πράγματα, είναι μέσα για να επιτευχθεί η (ιδανική;) κοινωνία σε ένα κομμουνιστικό καθεστώς. Ισχύει όμως αυτό στην περίπτωση του Κώστα Βάρναλη; Όντως μεταχειρίζεται την τέχνη ως ένα απλό μέσο κατήχησης ή προώθησης των ιδεών του;
Είμαι πεπεισμένος πως η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι αρνητική. Ο Βάρναλης εμμένει στην ομορφιά της ποίησής του, στην έμπνευσή του. Δεν μεταχειρίζεται την ποίηση ως μέσο, αλλά ως σκοπό και, μολονότι θεωρεί πως η ομορφιά της ποίησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί από το καθεστώς ως μέσο καταστολής, βλέπει και την άλλη όψη του νομίσματος, όπου η ποίηση μπορεί να εμπνεύσει με την ομορφιά της νέους αγώνες.
Αυτή είναι και η μαγεία της ποίησης του Κώστα Βάρναλη. Ενώ υπάρχουν πάρα πολλοί πολιτικοί ποιητές, οι οποίοι το μόνο που κάνουν είναι να ηθικολογούν (στην καλύτερη περίπτωση) ή να προπαγανδίζουν (στην χειρότερη), ο Βάρναλης προσφέρει μια αυθεντική αισθητική απόλαυση, ακόμη και στην περίπτωση που την κατακρίνει (όπως στο ποίημα «η Τρίτη Εξαΰλωση»). Η καυστικότητα των στίχων, η ευφυής ομοιοκαταληξία, η έντεχνη κριτική διάθεση είναι μοναδικά στο έργο του Βάρναλη και η ποίησή του μας κερδίζει περισσότερο με την Τέχνη της, παρά με το νόημά της.
Πέφτει επομένως, ο Βάρναλης στην παγίδα του; Γράφει εντέλει την ίδια ποίηση που κατακρίνει; Πιστεύω πως κερδίζει το στοίχημα οριακά. Ο Βάρναλης αμφιταλαντεύεται μεταξύ του σεβασμού προς την ομορφιά και την αισθητική αξία της ποίησης και από την άλλη θέλει αυτή η ομορφιά να κατευθυνθεί και βοηθήσει τα εργατικά δικαιώματα και του λαϊκούς αγώνες. Μια μονόπλευρη ερμηνεία του Βάρναλη ως αριστερού ποιητή, θα στερούσε πιστεύω από το έργο την βαθύτατη του αισθητική αξία, η οποία δεν είναι «τυχαία» στο έργο του Βάρναλη αλλά ουσιώδης και συνειδητή επιλογή.
Γράφει ο Αντρέας Αντωνίου
0 Σχόλια