Ένας άνεργος άντρας περιφέρεται από δω κι από ζώντας με επιδόματα κι έχοντας ως όνειρό του να εκδώσει το μυθιστόρημά του. Ένας εκδοτικός οίκος επιλέγει τελικά το χειρόγραφό του, υπάρχουν όμως κάποιες προϋποθέσεις για να του το εκδώσουν. Ποιες είναι αυτές και πώς θα τις υλοποιήσει ο ήρωάς μας; Τι χρειάζεται για να πραγματοποιηθεί ένα όνειρο και με τι συνέπειες; Ταυτόχρονα μια γυναίκα του αφήνει ανώνυμες επιστολές στην πόρτα εξάπτοντας την περιέργειά του για τα κίνητρά της.
Ο Πάνος Αντωνόπουλος γράφει ένα ενδιαφέρον αλληγορικό μυθιστόρημα γύρω από τον κόσμο της λογοτεχνίας και της ανάγνωσης. Παρ’ όλη την πλούσια και περιγραφική πλοκή που εφάπτεται στον ρεαλισμό, το καθαυτό κείμενο είναι ένα πρωτότυπο σύνολο σουρεαλισμού και σημαντικών παρατηρήσεων γύρω από τη γραφή και τα παρεπόμενά της: πώς και γιατί γράφουμε, τι επιδιώκουμε με αυτό, τι συνέπειες έχει στη ζωή μας, πόσο εύκολα πραγματοποιούνται οι φιλοδοξίες μας στον χώρο κλπ. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση έχει παραστατικότητα, το κείμενο έχει πλούσιο λεξιλόγιο ενώ πολλές περιγραφές ζωντανεύουν το κείμενο και δημιουργούν εικόνες στο μυαλό του αναγνώστη, όχι όμως τόσες που να κουράσουν ή να περιττεύουν. Ακόμη και το όνομα του πρωταγωνιστή, Σάμης Αντωνίου, είναι ιδιαίτερο, αφού, όπως παραδέχεται ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου, έχει εμπνευστεί από τον Αντώνη Σαμαράκη αλλά τη σχέση που έχει ο συγγραφέας αυτός με το μυθιστόρημα, με τις ελπίδες και τα όνειρα του Σάμη, αυτό το αφήνω στον αναγνώστη να το ανακαλύψει με το τρυφερό και εξίσου αλληγορικό τέλος.
Ο άνεργος ήρωας του βιβλίου συντηρείται από το επίδομα της πρόνοιας και ζει λιτά και περιορισμένα, δεν είναι όμως μονόχνοτος ούτε εγωιστής αφού αγκαλιάζει με θέρμη και ενδιαφέρον τα παιδιά της γειτόνισσας που πεινάνε, μια άνεργη φοιτήτρια, γενικά κινείται σ’ έναν κύκλο συμμετέχοντας στις λύπες, στις χαρές και στις δυσκολίες των ανθρώπων που τον περιτριγυρίζουν. Θέλει να αλλάξει τον κόσμο γράφοντας, ζει και αναπνέει για τη στιγμή που το βιβλίο του θα βγει στο φως, αιθεροβατεί αλλά ταυτόχρονα έχει επαφές με τη σκληρή πραγματικότητα. Και να που οι εκδόσεις ΛΕΓΡΑ (Λέσχη Ελπιδοφόρας ΓΡΑφής) τον καλούν στα γραφεία τους γιατί βρήκαν το έργο του αρκετά καλό! Η Λέσχη αποτελείται από λογοτέχνες των οποίων τα έργα αποτελούν τομή κι όλοι μαζί εργάζονται για μια νέα κοινωνία. Αναγνωρίζουν στο κείμενό του τις αρετές ενός καλογραμμένου έργου, καθώς επίσης ιδανικά και αξίες που ταιριάζουν στα μεγάλα πνεύματα της κάθε εποχής. Μόνη προϋπόθεση για να εκδοθεί το έργο του είναι να αποδείξει ότι αυτά που γράφει τα πιστεύει. Φυσικά και δέχεται αφού δεν υπάρχει κανένας που να γράφει πράγματα χωρίς να τα πιστεύει. Ποιος ψεύτικα ονειρεύεται μια κοινωνία ιδανική; Ποιες είναι πάντως οι δοκιμασίες στις οποίες θα υποβληθεί για να αποδείξει την αλήθεια των λεγομένων ή μάλλον των γραφομένων του; Ταυτόχρονα μια γυναίκα αφήνει ανώνυμες στην πόρτα του επιστολές, κείμενα που γεννάνε σκέψεις, μικρά κομμάτια φιλοσοφίας και διανόησης. Ποια είναι λοιπόν η αποστολέας, πόσο συστηματικά τον παρακολουθεί και σε τι αποσκοπεί; Γιατί δεν του μιλάει καταπρόσωπο;
Η «Λέσχη Ελπιδοφόρας Γραφής» είναι μια ενδιαφέρουσα νουβέλα που συνταιριάζει τη ρεαλιστική γραφή με τον σουρεαλισμό κι έχει αρκετές βιβλιοφιλικές αναφορές και ενδιαφέρουσες απόψεις γύρω από τον κόσμο της λογοτεχνίας και της γραφής. Εκτός αυτών όμως σημειώνονται και διαχρονικές αλήθειες πέραν του χάρτινου σύμπαντος: «…ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος, γιατί υπάρχουν ακόμη παιδιά που ονομάζουν τους εαυτούς τους βασιλιάδες και ιππότες και δεν λογαριάζουν τα λόγια των μεγάλων» (σελ. 58). Κι όπως τονίζει ο συγγραφέας: «Γράφουμε για να αφήσουμε μια παρακαταθήκη, για να αλλάξουμε τον κόσμο…» (σελ. 30).
0 Σχόλια