Χρόνια στη γύρα. Εδώ το φως, εκεί το
φως, σκόρπιες ηλιαχτίδες. Κυνηγητό
στους δρόμους και κρυφτούλι στις γωνιές.
Μυστήρια βλέμματα πίσω απ’ τις
κουρτίνες. Κι ο θάνατος χρονίζει.
Τα μεσημέρια κολυμπάμε σκεφτικοί στο
συρφετό. Καθένας κρύβει πανικό στα
λογικά του, κάθε χαμόγελο προδίδει
απελπισία. Φρέσκα μαντάτα φτάνουν
σήμερα, ο βασιλιάς πεθαίνει. Στις όχθες
άραξαν βαπόρια νηστικά, κυνηγημένα
δίχως οίκτο και σκοπό. Οι σκύλοι
λαχανιάσαν.
Κάτι σιμώνει. Με λίγα πούπουλα στη
φούχτα αναρωτιόμαστε τι απέγιναν εκείνα
τα πουλιά που δίνανε φτερά στις
ζωγραφιές μας. Μήτε φλογέρα μήτε
κύμβαλο τολμά. Όλα σιωπούν. Η νύχτα
περιμένει.
Τα χώματα πονούν με κάθε βήμα. Ό,τι
αρρωσταίνει μένει άρρωστο για πάντα,
πληθαίνουν οι αρρυθμίες. Κυκλοφορεί το
νέο φύλλο της οργής. Και το νερό
αυτοκτονεί στον καταρράκτη.
Στο φυλλοκάρδι μου γνωρίζω τι συμβαίνει.
Όταν φυσά τ’ αγέρι κοντοστέκομαι,
παγώνει το πετσί μου. Με κάθε νέο δράμα
συμπληρώνεται η σκηνή. Κι απ’ ώρα σ’ ώρα
περιμένω το μοιραίο.
_
γράφει o Κωνσταντίνος Τοπούζης
0 Σχόλια