Ο Θωμάς Σιταράς, μετά από μια σειρά συναρπαστικών και μελετημένων μονογραφιών γύρω από την κοινή αθηναϊκή ζωή, ρίχνει τώρα τη ματιά του στα «μοναχικά σπιτάκια» που συγκροτούν με τη σειρά τους συνοικίες «και η κάθε συνοικία με τις γειτονιές της πήρε μορφή -τη δική της μορφή-, ρυθμό, ζωή. Οι άνθρωποι με τις χαρές και τις λύπες τους έγιναν ένα» (σελ. 17). Έτσι ο συγγραφέας καταφέρνει να εντάξει το «ένα», την οικογένεια, στο «όλο», δηλαδή στον περίγυρό της, καταγράφοντας με τον γνωστό αγαπημένο τρόπο πώς γλεντούσαν οικογένειες, φίλοι, παρέες, μικρές και μεγάλες κοινωνικές ομάδες σε κάθε ευκαιρία αναψυχής και ευωχίας.
Ο συγγραφέας για πρώτη φορά δημιουργεί ένα κεντρικό πρόσωπο για να μας ταξιδέψει πίσω στο παρελθόν που αγαπάει να φέρνει κοντά μας, τον Τέρπανδρο Τραγανό ή Τέρπο, δημοσιογράφο στα Αθηναϊκά Νέα, όπου αρθρογραφεί με ψευδώνυμο, κι είναι εκείνος που θα ταξιδέψει τον αναγνώστη στις σελίδες του βιβλίου, αφηγούμενος ιστορίες αληθινές, στηριγμένες σε προσωπικά βιώματα και μαρτυρίες που συνέβησαν στη γειτονιά του κυρίως αλλά και αλλού μεταξύ 1920 και 1940. Αυτό το εύρημα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης σπάει τον πάγο της αποστασιοποίησης και ταυτόχρονα χαλαρώνει τον κύριο Σιταρά, αφού το ευρηματικό του χιούμορ, το πλούσιο λεξιλόγιό του, το ίδιο του το ταλέντο μπορεί να ξεδιπλωθεί χωρίς την ουδετερότητα της τριτοπρόσωπης αφήγησης.
Ξεκινάμε με χορούς και πανηγύρια, απόκριες και μιούζικ χολ, οργανοπαίκτες και ταχυδακτυλουργούς, φυσικά καραγκιόζη και ταβέρνες, λατέρνα και καντάδες, για να στρέψουμε τη ματιά μας στη συνέχεια στους πλανόδιους που πουλάνε ο καθένας το δικό του εμπόρευμα. Κουρασμένοι και ξενυχτισμένοι πηγαίνουμε στις ταβέρνες και στα καφενεία, σουλατσάρουμε στα μαγαζιά και στην αγορά όσο οι μπόμπιρες, η μαρίδα δηλαδή, ξεσηκώνει τον κόσμο σε παιδομαχαλάδες και όχι μόνο. Τα «πονηρά» στιγμιότυπα, οι οικογενειακές βεγγέρες, οι καλοκαιρινές αποδράσεις λαμπρύνουν τις σελίδες του βιβλίου, το οποίο κλείνει με ένα πικρόγλυκο χαμόγελο στο κεφάλαιο «Η γειτονιά αλλάζει». Κωμικοτραγικά περιστατικά, πειράγματα και χωρατά, γλέντια και ξεφαντώματα σε κάθε μικρή και μεγάλη περίσταση διασκέδασης καταγράφονται σε αυτό το ζεστό, νοσταλγικό βιβλίο που διανθίζεται με ασπρόμαυρες φωτογραφίες-ντοκουμέντα μιας περασμένης εποχής. Ποιήματα και αποσπάσματα από πεζά κείμενα, άρθρα εφημερίδων, ρέων λόγος με ταξίδεψαν, μου άνοιξαν κλειστές πόρτες, μου χάρισαν την εικόνα μιας εποχής πιο ζεστής και φιλικής, πιο παρεΐστικης και με γέμισαν αντικρουόμενα αισθήματα.
Το «Λατέρνα, φτώχεια και περίσσευμα καρδιάς» είναι ένα βιβλίο που αγάπησα όσο και τα προηγούμενα, αφού η γραφή του κυρίου Σιταρά και η ακάματη έρευνά του με ταξιδεύουν συχνά πίσω σε μια εποχή ξεχασμένη, λησμονημένη, αυθεντική, αληθινή, με εικόνες που έχουν χαθεί για πάντα στο χτες, παρασύροντας μαζί τους και την αυθεντικότητα και τη δοτικότητα των ανθρώπων μαζί με λέξεις όπως «εμείς», «μαζί» κλπ. Ποιος δε θα ήθελε να ζήσει μια στιγμή σαν αυτές τις χιλιάδες, «κάτι που, ενώ γίνεται κάθε μέρα και πολλές φορές, τόσο ίδια με την προηγούμενη, έχει τόση γοητεία, που δεν θα σε αφήσει ποτέ αδιάφορο!» (σελ. 19).
0 Σχόλια