Ένας τοξικομανής σταυρώνεται και λιθοβολείται σ’ ένα δάσος, ένας εισοδηματίας δολοφονείται στο διαμέρισμά του, ένας Ολλανδός βρίσκεται νεκρός σ’ ένα μη τουριστικό σημείο της Αθήνας, ένα κοριτσάκι εξαφανίζεται από το σπίτι του και μια φωτιά σ’ ένα δώμα έχει ανθρώπινες απώλειες. Ποιος είναι ο ένοχος για κάθε μία από αυτές τις υποθέσεις και πώς θα καταφέρουν να φτάσουν στην αλήθεια οι αξιωματικοί του Τμήματος; Πέντε αληθινές ιστορίες από τα αρχεία του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Προσωπικής Ελευθερίας (το οποίο είναι ευρύτερα γνωστό ως Τμήμα Ανθρωποκτονιών) που συγκλόνισαν τη χώρα, δοσμένα με τη διεισδυτική ματιά του Βαγγέλη Γιαννίση, ζωντανεύουν με ρεαλισμό και ενάργεια, αποτέλεσμα ενδελεχούς μελέτης και επιτόπιας αυτοψίας.
Από το καλοκαίρι του 2019, με καθημερινή σχεδόν παρουσία στη ΓΑΔΑ, ο Βαγγέλης Γιαννίσης πήρε συνεντεύξεις και συνεργάστηκε με αξιωματικούς της Αστυνομίας για να γράψει αυτό το βιβλίο. «Ήθελα να βάλω τους ίδιους στο χαρτί, τον χαρακτήρα τους, τον τρόπο που μιλάνε, τις συνήθειές τους, τις εμμονές τους», πώς ερευνούν και πώς συνεργάζονται, ποια η καθημερινότητα και οι σχέσεις μεταξύ τους και κατά τη διαδικασία της συγγραφής αυτής κατέληξε σε ένα βιβλίο true crime που θα μιλάει πάνω απ’ όλα για ανθρώπους: τα θύματα, τους δράστες, τους ερευνητές αλλά και όσους έμειναν πίσω. Φυσικά, δε χρησιμοποιούνται πραγματικά ονόματα ούτε συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο ενώ έχουν ελαφρώς παραλλαχθεί λεπτομέρειες, χωρίς ωστόσο να μεταβάλλεται κάτι ουσιαστικό. Τόπος δράσης είναι βέβαια η Αθήνα: «Η μαγεία μιας μεγαλούπολης, η οποία καταπίνει τα πάντα, ζωή, θάνατο, αίμα και ανθρώπους. Όλα μετατρέπονται σε μια άμορφη μάζα μέσα στο στομάχι της. Τα πάντα χωνεύονται… Το σκοτάδι κάνει την Αθήνα να μοιάζει με αδηφάγο κτήνος κι αυτοί κινούνται μέσα στα σωθικά της» (σελ. 170).
Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε μέρη, με πρωταγωνιστές αντίστοιχους αξιωματικούς του Τμήματος, οι οποίοι εμφανίζονται σε όλες τις υποθέσεις, απλώς μία από αυτές είναι και προσωπική αποστολή, οπότε παρακολουθούμε βήμα προς βήμα τις εξελίξεις, τα στάδια, τις διαδικασίες, τις ανατροπές, τον χρόνο που παίρνει η κάθε μία. «Πολλές φορές η δουλειά τους συνίσταται στην ατέλειωτη αναζήτηση της μύτης μιας βελόνας, μέσα σ’ έναν αχυρώνα στο μέγεθος ποδοσφαιρικού γηπέδου. Η μια απογοήτευση διαδέχεται την άλλη, όπως και τα αδιέξοδα στα οποία πέφτουν. Οι υποθέσεις είναι μαραθώνιοι, όχι σπριντ, κάποιες ίσως εξιχνιαστούν μέσα σε μερικά εικοσιτετράωρα. Οι περισσότερες ωστόσο θέλουν χρόνο, επιμονή και υπομονή» (σελ. 35). Η εξονυχιστική μελέτη των χαρακτήρων τούς κάνει αληθινούς, απόλυτα ρεαλιστικούς, αγαπητούς και συμπαθείς, δεν είναι απλά τα όργανα της τάξης που διεκπεραιώνουν τη δουλειά που τους ανατέθηκε αλλά άνθρωποι με οικογένεια, αισθήματα, αδυναμίες, προβληματισμούς. «Όλοι τους ελπίζουν με μέτρο για το καλύτερο, προετοιμασμένοι ανά πάσα στιγμή για το χειρότερο» (σελ. 121). «Η δουλειά στο ανθρωποκτονιών πάει παρέα με τον θάνατο. Είναι καθημερινά παρών στη ζωή των αξιωματικών. Ένας αόρατος συνεπιβάτης ο οποίος τους ακολουθεί διακριτικά όλη την ώρα» (σελ. 98).
Όλα ξεκινάνε από τη σκηνή του εγκλήματος: «Η αυτοψία της σκηνής του εγκλήματος αφηγείται μια ιστορία. Ο έμπειρος ερευνητής καλείται να της δώσει λόγια, μεταφέροντας κάθε σημαντική λεπτομέρεια στο χαρτί» (σελ. 17-18). Από κει και πέρα ο Βαγγέλης Γιαννίσης αναλαμβάνει να καταγράψει όλα τα υπόλοιπα, όχι μόνο τα βήματα αλλά και τις πρακτικές δυσκολίες που ίσως υπάρξουν, την επιμόρφωση που απαιτείται, την έλλειψη ελληνικής βιβλιογραφίας που προβληματίζει όσους θέλουν να πάνε τη φύση της δουλειάς τους ένα βήμα παραπέρα, και τονίζει έντονα πως η δουλειά είναι σκληρή, με ό,τι κι αν αυτή η πρόταση συνεπάγεται. «Κανείς δεν θέλει να σκέφτεται πως να, αυτό είναι το πιο τρομακτικό: η υπενθύμιση της ζωής. Κανείς δεν θέλει να σκέφτεται πως το αντικείμενο που βρέθηκε σε αυτήν την κατάσταση ήταν κάποτε ζωντανό, όπως εμείς αυτήν τη στιγμή, γιατί αμέσως το μυαλό θα προχωρήσει τη σκέψη λίγο πιο πέρα, κάποτε, όλοι μας, θα καταλήξουμε έτσι. Διακόσια έξι οστά, σκεπασμένα από ένα σάρκινο σάβανο που σαπίζει» (σελ. 16). Η δουλειά είναι και ψυχοφθόρα: «Πόσα νεκρά παιδιά, πόσα διαμελισμένα πτώματα, πόσες νεκρές μητέρες τυλιγμένες στο χαλί μπορεί να δει κανείς στη ζωή του προτού ξεπεράσει το όριο της ψυχικής του αντοχής και σπάσει» (σελ. 297);
Ο αρχιφύλακας Παναγιώτης Γαλάνης, από τα πιο έμπειρα στελέχη του Τμήματος, «ο άνθρωπος για τις δύσκολες αποστολές», αναλαμβάνει την υπόθεση ενός ναρκομανούς που βρίσκεται σ’ ένα δάσος λιθοβολημένος και δεμένος σε δυο δέντρα σαν Εσταυρωμένος. Μέσα από την ιστορία αυτή κάνουμε βαθιά βουτιά στα ναρκωτικά, στη διάλυση των οικογενειών των ναρκομανών, στις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσής τους για μια δόση, στα δίκτυα διακίνησης, στον τρόπο που οφείλει κανείς να προσεγγίσει μάρτυρες για να εκμαιεύσει πληροφορίες κ. ά. Ο υπαστυνόμος Μανόλης Περρής αναλαμβάνει την υπόθεση της στυγερής δολοφονίας του εισοδηματία. Ακολούθησε την καριέρα στην αστυνομία επηρεασμένος από ένα ιαπωνικό manga και οι συνθήκες εργασίας τον κάνουν να νιώθει πως δουλεύει στους κόλπους μιας οικογένειας: «Το Ανθρωποκτονιών σε αλλάζει. Σε δοκιμάζει κάθε μέρα, κάθε στιγμή. Δεν σου χαρίζεται. Δίπλα ου έχεις ανθρώπους που θα σου τείνουν το χέρι στις δυσκολίες. Θα περάσετε την κάθε μέρα μαζί. Μια οικογένεια» (σελ. 155). Άλλωστε, «Το έγκλημα δεν είναι τυχαίο, είναι το αποτέλεσμα που προκύπτει όταν συγκλίνουν τρεις συνιστώσες: το κατάλληλο θύμα-στόχος, η συνάντησή του με έναν πιθανό κακοποιό και η ελλιπής προστασία του» (σελ. 118). Η υπόθεση θα κάνει δύο χρόνια για να επιλυθεί!
Στη συνέχεια, ο υπαστυνόμος Χρήστος Λάλος, ο οποίος άρχισε την καριέρα του από ένα τυχαίο γεγονός στην Κρήτη και τη συνέχισε χωρίς να ξέρει στα πρώτα του βήματα κατά πόσο του πήγαινε αυτή η δουλειά (σύντομα όμως ταυτίστηκε με τη φύση του επαγγέλματός του), αναλαμβάνει τη δολοφονία του Ολλανδού, έχοντας στο μυαλό του το δίλημμα: πρόκειται για πράξη του κοινού ποινικού δικαίου ή για τρομοκρατικό χτύπημα; Η οικογενειακή του ευτυχία είναι από τα πιο τρυφερά στιγμιότυπα του βιβλίου: «Λίγα περνούν από το μυαλό του, πολλά από την καρδιά του» (σελ. 225). Ο αστυνόμος Σωτήρης Ευαγγέλου, δεύτερος στην ιεραρχία, που από μικρό παιδί ξεκοκάλιζε τις ειδήσεις του αστυνομικού δελτίου στις εφημερίδες, αναλαμβάνει την εξαφάνιση του κοριτσιού ενός χαμηλόβαθμου αξιωματικού της αστυνομίας με ήσυχη ζωή. Ειδικεύεται στις ανακρίσεις, κάτι που απαιτεί γνώσεις, χαρακτήρα κι εμπειρία, και μέσω των πραγματολογικών σημειώσεων του συγγραφέα διαπίστωσα πόσο εύκολα μεταβάλλονται οι ψυχολογικές συνθήκες κατά τη διάρκειά της, πόσο προσεκτικά πρέπει κανείς να κινείται ως την τελική ομολογία! Τέλος, ο αστυνομικός υποδιευθυντής Νίκος Αρβανίτης, με λαμπρή καριέρα εκπαιδευτή στο παρελθόν, αναλαμβάνει μια υπόθεση εμπρησμού με θύμα έναν άντρα δεμένο στο κρεβάτι του. Πρόκειται για έναν αξιωματικό με σχεδόν 24ωρη παρουσία στο Τμήμα, που εργάζεται ταυτόχρονα για ένα καλύτερο εργασιακό περιβάλλον για τους συναδέλφους του και για τη διατήρηση της υψηλής απόδοσης του τμήματός του.
Τι είναι τελικά η δουλειά στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών; «Η αναμέτρηση με τις συνέπειες της ανθρώπινης απληστίας, της οργής και της ανεξέλεγκτης λίμπιντο. Με τον θάνατο και τον πόνο που αφήνει πίσω του. Με τους ανθρώπους που μένουν πίσω, αναπνέουν, οι καρδιές τους χτυπούν ακόμη, κι όμως δεν είναι πια ζωντανοί». Και οι επαγγελματίες αξιωματικοί που ερευνούν τις υποθέσεις αυτές; Είναι άτεγκτοι, σκληροί κι αδέκαστοι; Όχι: «…Η επαφή με τον θάνατο σε μαλακώνει. Σε κάνει πιο ανθρώπινο. Πιο θνητό» (σελ. 297). Η «Λεωφόρος Αλεξάνδρας 173» είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα γεμάτο εκπλήξεις και ανατροπές και ταυτόχρονα ένα χρήσιμο πρώτο βήμα για να μάθει κανείς τις διαδικασίες που απαιτούνται για την επίλυση ενός εγκλήματος. Είναι ένας φόρος τιμής στους ανθρώπους που ξενυχτάνε και θυσιάζουν την προσωπική ζωή και την ψυχολογία τους για την ευταξία της πόλης τους και της κοινωνίας τους, ανθρώπους που κάνουν λάθη και κάποιους τους περιμένει μια οικογένεια πίσω στο σπίτι τους, αξιωματικούς που η κάθε υπόθεση προσθέτει ένα λιθαράκι εμπειρίας στο επαγγελματικό τους προφίλ. «Οι άνθρωποι θα εξακολουθήσουν να σκοτώνουν, όποιο κι αν είναι το κίνητρό τους. Ο Αρβανίτης, ο Ευαγγέλου, ο Περρής, ο Λάλος, ο Γαλάνης και τα υπόλοιπα μέλη του Ανθρωποκτονιών είναι το αντίβαρο που η κοινωνία εφηύρε ώστε να αποκαταστήσει την ισορροπία» (σελ. 340). Ένα πρωτότυπο και διαφορετικό βιβλίο που έλειπε από τη σύγχρονη εκδοτική δραστηριότητα.
0 Σχόλια