Ήλιε της μοίρας μου, το βράδυ που σε αντάμωσα, με μάγεψες.
«Όμορφη που είναι η ζωή» είπες και ευθύς άναψες
τον σβησμένο ήλιο της καρδιάς.
Το ψυχρό σώμα ζεστάθηκε, τα μισόκλειστα μάτια αντίκρισαν το φως
Και η ακοή μου ευφράνθηκε με την ηχώ της φωνής σου.
Ξάφνου ο κόσμος χάθηκε από μπρος μου
Ταξίδεψα στο όνειρο,
Στη διάσταση του έρωτα και είδα να συμβαίνουν αμέτρητα θαύματα.
Αγγέλους να χορεύουν σε καταπράσινα δάση
Υάδες να μεθούν και να πετούν στον ουρανό τις έγνοιες μας, για να μας ξεκουράσουν
Ημίθεοι να ζηλεύουν και να καμαρώνουν την αγάπη μας
Τόσο που δώρο μας χάρισαν την αιωνιότητα της.
Η ζωή είναι θνητή μα εμείς αθάνατοι γιατί αθάνατος γίνεται αυτός που
Με την αγάπη μονάχα, καταργεί τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης. .
Αυτός που αφήνει την ψυχή να υπερισχύσει της σάρκας
Και να γίνει καθ’ ομοίωση του Θεού του.
Μέθυσαν οι υάδες, μέθυσε και ο ήλιος και ξεχάστηκε να δύσει
Για να φωτίσει αιώνια τα αστέρια της αγάπης μας.«Πίνε και διασκέδαζε. Η ζωή είναι θνητή και μικρός ο χρόνος πάνω στη γη. Αθάνατος είναι ο θάνατος, όταν πλέον κανείς πεθαίνει.» ΑΝΑΚΡΕΩΝ
_
γράφει η Φωτεινή Πεσματζόγλου
0 Σχόλια