Ο Μανόλης ζούσε στα Βουρλά της Μικράς Ασίας πριν από τον ξεριζωμό του 1922 και στη συνέχεια δούλεψε σε μεταξοϋφαντουργείο στην Αθήνα και στο τέλος εγκαταστάθηκε στο Μπορντό, όπου έκανε και οικογένεια. Τριάντα χρόνια αργότερα, ο γιος του ταξιδεύει στην Κρήτη να γνωρίσει τη θεία του, Ειρήνη, και την ξαδέλφη του, Βασιλεία, ώστε μέσα από τα λεγόμενά τους να γνωρίσει τον σιωπηρό πατέρα του και τη ζωή τους στα Βουρλά.
Το κείμενο δε με ενθουσίασε ιδιαίτερα, μάλλον επειδή είχα την προσδοκία να διαβάσω πολλά πράγματα για τα Βουρλά και αυτά φάνηκαν ελάχιστα μες στο βιβλίο. Η γραφή είναι ωραία, λιτή, σχεδόν δωρική, με ωραίες εκφράσεις και παρομοιώσεις και δείχνει τον αγώνα του ταξιδιώτη από τη μια να γνωρίσει την οικογένεια του πατέρα του και από την άλλη την ελληνική γλώσσα και κουλτούρα. Και ο δόλιος βρίσκεται στην Κρήτη, όπου ο πολιτισμός του νησιού είναι τελείως ξεχωριστός και ιδιαίτερος από τον γενικότερο ελληνικό και όπου οι διαφορές λύνονται «με τις γροθιές και τη ρακή». Κρητική προφορά, η ρακή, οι μαυροντυμένες γυναίκες, οι δύσκολες λέξεις, οι αρχαιολογικοί τόποι, η ελιά είναι στοιχεία που μαγεύουν τον γιο του Μανόλη. Η θεία Ειρήνη έχει άνοια, επομένως και εδώ έχουμε μια δυσκολία να καταλάβουμε και να μάθουμε τι συνέβη τότε στα Βουρλά και πώς ζούσαν. Θα το ξαναγράψω πως αυτό το κομμάτι σχεδόν δεν υπάρχει στο κείμενο: αποσπασματικές πληροφορίες για την καθημερινότητά τους τότε εκεί, χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες, ελάχιστα κομμάτια για τον ξεριζωμό και στην αρχή του βιβλίου συνοπτικά το ταξίδι του Μανόλη από τη Μικρά Ασία στη Γαλλία.
Το μυθιστόρημα είναι ένα καλό ψυχογράφημα και μια διαφορετική προσέγγιση πατέρα και γιου, καθώς και ένα ωραίο ταξιδιωτικό κείμενο για την Κρήτη της δεκαετίας του 1980, με χιουμοριστικές αλλά και ανθρωπιστικές παρατηρήσεις και σχόλια, που δίνουν ένα ωραίο σύνολο χαρακτήρων και τόπων. Η μετάφραση από το γαλλικό πρωτότυπο έγινε με τη συνεργασία του ίδιου του συγγραφέα.
0 Σχόλια