Μίλτος Σαχτούρης «Ο Σωτήρας»
Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριών μου
τις ώρες που πλανιέμαι στα δώματα αυτά τ’ ανέμου
δεν έχω άλλα χέρια αγάπη μου κι οι πόρτες
δε θέλουνε να κλείσουν κι οι σκύλοι είναι ανένδοτοι
Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρώμια αυτά νερά
με τη γυμνή καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)
ένα γαλανό παράθυρο
πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά
δίχως μια χαραμάδα φως
δίχως μια αναπνοή οξυγόνου
για τον άρρωστο αναγνώστη
Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μια ανοιχτή πληγή
πώς να κατέβω πάλι σκάλες που θρυμματίζονται
ανάμεσα απ’ το βούρκο πάλι και τ’ άγρια σκυλιά
να φέρω φάρμακα και ρόδινες γάζες
κι αν βρω το φαρμακείο κλειστό
κι αν βρω πεθαμένο το φαρμακοποιό
κι αν βρω τη γυμνή καρδιά μου στη βιτρίνα του φαρμακείου
Όχι όχι τελείωσε δεν υπάρχει σωτηρία
Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναι
με τον άνεμο και τα καλάμια του
με τα συντρίμμια των γυάλινων προσώπων που βογγάνε
με την άχρωμη αιμορραγία τους
με χέρια πορσελάνης που απλώνονται σε μένα
με την ασυχώρετη λησμονιά
Ξέχασαν τα δικά μου σ ά ρ κ ι ν α χέρια που κόπηκαν
την ώρα που μετρούσα την αγωνία τους
[Η Λησμονημένη, 1945]
Η ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη γεννημένη μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες ιστορικές περιόδους για την Ελλάδα αντανακλά τα εφιαλτικά βιώματα και την απόγνωση του ίδιου του ποιητή, αλλά και των υπόλοιπων Ελλήνων. Με τη χρήση υπερρεαλιστικής γραφής ο ποιητής ξεπερνά τα όρια του λογικώς αποδεκτού και εξωτερικεύει έτσι με τρόπο έξοχα παραστατικό τη φρίκη που έχει κυριεύσει την ψυχή των συνανθρώπων του.
Στο ποίημα «Ο Σωτήρας» που έχει συντεθεί αμέσως μετά ή κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, το αίτημα που προβάλλει είναι πολλαπλώς προσδοκώμενο, μα μη δυνάμενο να εκπληρωθεί. Η αναζήτηση του Σωτήρα, του ανθρώπου εκείνου που θα προσφέρει μια προοπτική ελπίδας, «ένα γαλανό παράθυρο», παραμένει χωρίς δικαίωση. Το ποιητικό υποκείμενο παρά την πρόθεσή του να αναλάβει τον απαιτητικό αυτό ρόλο, λυγίζει υπό το βάρος των δυσκολιών, αλλά και την αγνωμοσύνη των άλλων ανθρώπων.
«Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριών μου
τις ώρες που πλανιέμαι στα δώματα αυτά τ’ ανέμου
δεν έχω άλλα χέρια αγάπη μου κι οι πόρτες
δε θέλουνε να κλείσουν κι οι σκύλοι είναι ανένδοτοι»
Η παρατεταμένη περίοδος απραξίας και στενοχώριας προκαλεί εσωτερική ένταση στο ποιητικό υποκείμενο, που αισθάνεται την ανάγκη να απολογηθεί στην αγαπημένη του για την αδυναμία του να δράσει. Για ώρες και μέρες περιφέρεται στα δώματα του σπιτιού, που έχουν παραδοθεί στον άνεμο, μη μπορώντας να κλείσει τις πόρτες και μη μπορώντας να απομακρύνει τα εχθρικά σκυλιά. Εμφανής εξαρχής η αίσθηση παραίτησης και ηττοπάθειας του ποιητή, αλλά και η πλήρης απουσία ελέγχου σε όσα συμβαίνουν στη ζωή του ίδιου και της αγαπημένης του γυναίκας. Η κυριαρχία του ανέμου συμβολίζει τις συνεχείς ανατροπές, το κλίμα ανασφάλειας και τους εν γένει εξωγενείς παράγοντες που επηρεάζουν με τρόπο αρνητικό τη ζωή των ανθρώπων.
«Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρώμια αυτά νερά
με τη γυμνή καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)
ένα γαλανό παράθυρο
πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά
δίχως μια χαραμάδα φως
δίχως μια αναπνοή οξυγόνου
για τον άρρωστο αναγνώστη»
Ο ποιητής κινούμενος σ’ ένα πλαίσιο εξαθλίωσης και παρακμής αναζητά με την καρδιά του γυμνή, με όλη την ειλικρίνεια των συναισθημάτων του, ένα γαλανό παράθυρο, μια πηγή ελπίδας και γαλήνης. Η αναζήτηση αυτή δεν γίνεται για τον ίδιο, όπως σχολιάζεται στον παρενθετικό στίχο, καθιστώντας έτσι σαφή την επιθυμία προσφοράς του ποιητικού υποκειμένου καθώς και τα αγνά συναισθήματα αλληλεγγύης που κινούν τη δράση του.
Η εύρεση του γαλανού παραθύρου, η εύρεση του σωτήριου φωτός, είναι κρίσιμης σημασίας, αφού όλα τα δωμάτια -όλος ο υλικός τόπος- κι όλα τα βιβλία -κάθε πνευματική έκφανση- βρίσκονται σε μια ασφυκτική κατάσταση εγκλεισμού, όπου καμία πιθανότητα ελπίδας, καμία δίοδος διαφυγής δεν είναι ορατή. Οι συνθήκες που επικρατούν είναι τόσο τραγικά απελπιστικές, ώστε δεν εκφράζεται πια καμία πιθανότητα διάσωσης, καμία πιθανότητα ευνοϊκής αλλαγής. Ο άρρωστος αναγνώστης, ο σε απόγνωση βρισκόμενος άνθρωπος της εποχής, δεν μπορεί να βρει πουθενά μια θετική σκέψη, μιαν ελπίδα για να κρατηθεί. Μένει φρικτά αποκομμένος από το φως και το οξυγόνο σ’ ένα περιβάλλον ακραιφνώς εχθρικό, από το οποίο όχι μόνο αδυνατεί να ξεφύγει, αλλά δεν έχει και καμία σχετική ελπίδα ή προοπτική σωτηρίας.
«Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μια ανοιχτή πληγή
πώς να κατέβω πάλι σκάλες που θρυμματίζονται
ανάμεσα απ’ το βούρκο πάλι και τ’ άγρια σκυλιά
να φέρω φάρμακα και ρόδινες γάζες
κι αν βρω το φαρμακείο κλειστό
κι αν βρω πεθαμένο το φαρμακοποιό
κι αν βρω τη γυμνή καρδιά μου στη βιτρίνα του φαρμακείου»
Η επιθυμία, ωστόσο, του ποιητή να αναζητήσει μια πολύτιμη πηγή ελπίδας∙ η επιθυμία του να φέρει φάρμακα για να θεραπεύσει τις πληγές του ίδιου και της αγαπημένης του συναντά ανυπέρβλητα εμπόδια, που πηγάζουν όχι μόνο από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά και από τους προσωπικούς φόβους και δισταγμούς του.
Κάθε δωμάτιο είναι μια ανοιχτή πληγή, κάθε ανθρώπινη ψυχή, αλλά και κάθε επιμέρους κομμάτι της ψυχής των ανθρώπων έχει πληγωθεί ανεπανόρθωτα και χρειάζεται, αν όχι άμεση θεραπεία, τουλάχιστον την ελπίδα πως αυτή είναι εφικτή. Ο ποιητής, όμως, αδυνατεί να βοηθήσει τους συνανθρώπους του, καθώς η σκάλα που θα μπορούσε να τον οδηγήσει από τα ψηλά δώματα στο δρόμο του φαρμακείου, θρυμματίζεται σε κάθε βήμα. Η σκάλα, που συμβολίζει το ψυχικό σθένος και τη θέληση του ποιητικού υποκειμένου, υποδηλώνει με τη σαθρότητά της την πλήρη έλλειψη κουράγιου, αποφασιστικότητας και δύναμης. Όπως όλοι οι άνθρωποι γύρω του, έτσι κι ο ποιητής φέρει βαριά εσωτερικά τραύματα που υπονομεύουν κάθε του επιθυμία για δράση.
Άλλωστε, ακόμη κι αν μπορούσε ο ποιητής να κατέβει την καταρρέουσα σκάλα, θα βρισκόταν αντιμέτωπος με τα άγρια εχθρικά σκυλιά και το βούρκο που θα δυσκόλευε κάθε του βήμα. Οι ανασταλτικοί παράγοντες, επομένως, δεν είναι μόνο εσωτερικοί, αλλά και εξωγενείς. Ακόμη κι αν έβρισκε τη δύναμη να σπεύσει για βοήθεια ο ποιητής, ακόμη κι αν τολμούσε να αναζητήσει τις ρόδινες γάζες και τα φάρμακα, θα έβρισκε μπροστά του τους εξωτερικούς εχθρούς και τις ολέθριες συνθήκες που επικρατούν παντού γύρω του. Το περιβάλλον του ποιητή είναι επικίνδυνο, γεμάτο με ορατούς εχθρούς αλλά και ελλοχεύουσες αντιξοότητες. Ενώ, ακόμη κι ένα ξεπέρασμα αυτών των κινδύνων δε θα σήμαινε απαραίτητα την επιτυχή εύρεση των φαρμάκων.
Ο ποιητής πέρα από τις εσωτερικές ελλείψεις του και τους εξωτερικούς εχθρούς, έχει να αντιμετωπίσει ένα επιπλέον σοβαρό εμπόδιο, την πλήρη απουσία πίστης και ελπίδας στη δύσκολη αποστολή που του ανατίθεται. Έτσι, καθώς απολογείται στην αγαπημένη του για την αδυναμία του να βοηθήσει τους ανθρώπους γύρω του, προβάλλει ως αιτία για την ανάσχεση κάθε προσπάθειας το ενδεχόμενο να μην υπάρχουν καν τα ζητούμενα φάρμακα. Κι αν το φαρμακείο -η πηγή της επιθυμητής θεραπείας- είναι κλειστό, κι αν ο φαρμακοποιός είναι πια νεκρός, κι αν, ακόμη χειρότερα, φτάνοντας εκεί μετά από τόσους κινδύνους το μόνο που βρει είναι τη γυμνή του καρδιά να εκτίθεται στη βιτρίνα του φαρμακείου;
Ο ποιητής δεν μπορεί να αναλάβει τον πολλαπλά απαιτητικό ρόλο του σωτήρα, όχι μόνο λόγω των ανυπέρβλητων δυσκολιών, αλλά και γιατί βαθιά μέσα του δεν πιστεύει πως είναι εφικτή η σωτηρία των συνανθρώπων του. Οι ρόδινες γάζες και τα φάρμακα που αποζητούν είναι κατά πάσα πιθανότητα ανύπαρκτα ή τουλάχιστον απρόσιτα από τον ίδιο.
«Όχι όχι τελείωσε δεν υπάρχει σωτηρία
Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναι
με τον άνεμο και τα καλάμια του
με τα συντρίμμια των γυάλινων προσώπων που βογγάνε
με την άχρωμη αιμορραγία τους
με χέρια πορσελάνης που απλώνονται σε μένα
με την ασυχώρετη λησμονιά
Ξέχασαν τα δικά μου σ ά ρ κ ι ν α χέρια που κόπηκαν
την ώρα που μετρούσα την αγωνία τους»
Ο ποιητής έχοντας αναλογιστεί όλες τις ενάντιες συνθήκες καταλήγει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο πως δεν είναι εφικτή η σωτηρία και σίγουρα δε θα πρέπει να την περιμένουν από τον ίδιο.
Όλα θα μείνουν ως έχουν. Τα δωμάτια παραδομένα στην κυριαρχία του άναρχου και φθοροποιού ανέμου, γεμάτα με τα συνθλιμμένα πρόσωπα των ανθρώπων που συνεχίζουν να βογκούν ακόμη και μετά τη συντριβή τους, με το δίχως χρώμα αίμα τους να κυλά ακατάσχετα απ’ τις πληγές τους και τα πορσελάνινα χέρια τους να στρέφονται ικετευτικά προς τον ποιητή. Το εύθραυστο των ανθρώπων γύρω του, που αποδίδεται με τα γυάλινα πρόσωπα και τα χέρια από πορσελάνη, καθώς και το διάφανο στοιχείο που δίνεται συμπληρωματικά με την άχρωμη αιμορραγία, αποσκοπούν αφενός στο να τονιστεί το πόσο ευάλωτοι ήταν, κι αφετέρου να επιτευχθεί η αποπροσωποποίηση εκείνη που απαιτείται ώστε να γίνει ευκολότερη η άρνηση του ποιητή στις εκκλήσεις τους.
Οι άνθρωποι γύρω του έχουν χάσει την πραγματική υπόστασή τους, το αίμα τους δεν έχει πια το κόκκινο χρώμα των ζώντων προσώπων, τα χαρακτηριστικά τους έχουν αλλοιωθεί, έχουν γίνει άκαμπτα, γυάλινα, κι έχουν κομματιαστεί. Τα χέρια τους δεν είναι πια ανθρώπινα, έχουν παγώσει στην στάση της ικεσίας, έχουν γίνει πορσελάνινα, χωρίς τη ζεστασιά εκείνη που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη. Μα το σημαντικότερο στρέφονται ικετευτικά προς τον ποιητή, ζητώντας του να τους βοηθήσει, έχοντας ασυγχώρητα ξεχάσει πως κι εκείνος έχει χάσει τα δικά του σάρκινα, ανθρώπινα χέρια για χάρη τους. Έχουν ξεχάσει την αγωνία και τον πόνο που έχει ήδη βιώσει ο ποιητής∙ έχουν ξεχάσει πως είναι κι αυτός το ίδιο πληγωμένος και αβοήθητος, όπως κι αυτοί.
Το αίτημά τους προς τον ποιητή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, γιατί είναι κι αυτός εξίσου βεβαρυμμένος από τα δεινά της τραγικής περιόδου. Παρόλο που είναι ποιητής, δεν μπορεί να σταθεί ψηλότερα από τους άλλους ανθρώπους, δεν μπορεί να αντέξει περισσότερα από τους άλλους, δεν μπορεί να γίνει ο σωτήρας τους.
[Ερμηνευτική προσέγγιση: Κωνσταντίνος Μάντης]
Πολύ καλή προσέγγιση ενός σπουδαίου ποιητή και ενός επίσης εξαιρετικού ποιήματός του.
Εξαιρετικές πάντα οι αναλύσεις του Κωνσταντίνου Μάντη.
Τον ευχαριστούμε γι αυτό. ?
Πάρα πολύ ωραία ανάλυση!!Σας ευχαριστούμε!!