Μια γυναίκα αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τη μίζερη, επίπεδη και άχρωμη πλέον ζωή της, παντρεμένη επί 17 χρόνια, με δύο κόρες, νοικοκυρά κι εργαζόμενη, σε μια ρουτίνα με την κάθε μέρα να είναι ίδια με την προηγούμενη. Η ανυπότακτη φύση της όμως άρχισε επιτέλους να ξυπνάει τώρα που αντιμετωπίζει το αδιέξοδο του τέλματος κι αποφασίζει να κάνει τις δικές της μικρές επαναστάσεις. Θα καταφέρει όμως να πραγματοποιήσει ό,τι έχει στο μυαλό της ή θα μείνουν όλα μόνο σκέψεις;
Η Φωτεινή Ναούμ χαρίζει με το νέο της μυθιστόρημα μια Μαίρη γκρι, ουδέτερη, άχρωμη, που κινείται και μιλά μηχανικά, μ’ έναν σύζυγο να έχουν χάσει πια τις επαφές, τον κοινό ρυθμό, τη δική τους χημεία. «Στη Μαίρη του παρελθόντος χαμογελά και τη συμπονά, που τόσα χρόνια σέρνει πάνω της τη Μαίρη του παρόντος» (σελ. 93). Μικρές λεκτικές επαναστάσεις που ψάχνουν διέξοδο για να γίνουν πράξεις συναποτελούν ένα κείμενο που αναμιγνύει υποδειγματικά τους διαλόγους με την αφήγηση, ενσωματώνοντάς τους σε μια ροή που ζωντανεύει καθημερινά και οικεία περιστατικά μιας ζωής που οι περισσότεροι βιώνουμε. Πότε και πώς θα επαναστατήσει η Μαίρη; Τι θα έρθει στη ζωή της που θα της δώσει την ευκαιρία που αποζητά; Αν καταφέρει να επαναστατήσει, ποιο θα είναι το τίμημα; «…φροντίζω τους συναδέλφους μου, τους φίλους μου, φροντίζω να είμαι σχολαστική, προσεχτική, αποδοτική. Μπούρδες. Τίποτα δεν καταφέρνω. Αλλά φροντίζω, κι αυτό δεν μπορείς να μου το αρνηθείς» (σελ. 53). Με δεξιοτεχνία περιγράφονται τα συναισθήματά της για τον άντρα της, για τα παιδιά που απέκτησε, για τα όνειρα και τις φιλοδοξίες που κάποτε είχε, γίνεται πικρή, αυστηρή με τον εαυτό της και με τους άλλους όποτε η τριτοπρόσωπη αφήγηση μετατρέπεται σε πρωτοπρόσωπη. «Κανείς δεν τη ρωτά. Γι’ αυτό κι εκείνη δεν απαντά» (σελ. 19). Πόσο αποξενωμένη είναι με τον άντρα της («…γιατί ενώ πλημμυρίζω από συναισθήματα και μια τρυφερότητα ανείπωτη για σένα, επιμένω τόσα χρόνια να μη σ’ αγαπώ;», σελ. 40), πόσο αδιάφορη για τη ζωή που βιώνει, πόσο καλή μάνα θα γίνει σε μια εποχή που καιροφυλακτούν χιλιάδες κίνδυνοι κι εκείνη θέλει για τον εαυτό της ό,τι κάνει και στις κόρες της, ένα χέρι να τη βαστά; «Και αν κάποια στιγμή νιώσει πραγματικά ευτυχής, τι θα έχει να το αποδείξει; Πού θα βρει ένα ξεχασμένο χαμόγελο» (σελ. 49);
Η Μαίρη είναι μια γυναίκα παγιδευμένη, με μπερδεμένες σκέψεις, με δισταγμούς, με παιχνίδια φαντασιώσεων και μυαλού, κι έτσι αναμιγνύει υποδειγματικά το φανταστικό με το πραγματικό της ζωής της. Το νέο μυθιστόρημα της Φωτεινής Ναούμ είναι ένα κείμενο-ποταμός που μπλέκει απωθημένα, πραγματικότητα, διαλόγους και αφήγηση και μ’ έκανε να χαθώ από τη ζωή μου, συστήνοντάς μου όχι μόνο την εξωτερική Μαίρη αλλά και την εσωτερική, την κάθε Μαίρη που έχει ανάγκες αλλά έχει βυθιστεί στο σιφόνι της ρουτίνας. Είναι ένα κείμενο για απαιτητικούς αναγνώστες και παρουσιάζει μια γυναίκα που άργησε να απαιτήσει και τώρα ψάχνει απελπισμένα κάπου να φορτώσει τις αποτυχίες της ενήλικης ύπαρξής της. Ένα γκρι στη ζωή της υπάρχει κι αυτό κονταροχτυπιέται με τα χρώματα των προσδοκιών και των ονείρων της. Θα ξεβάψει ποτέ;
0 Σχόλια