Η κουρτίνα της μπαλκονόπορτας ίσα που ανέμιζε στο ελαφρύ απογευματινό αεράκι. Ολόλευκη, πλούσια, σαν νυφιάτικο πέπλο. Ή σαν αέρινη, τούλινη φούστα πρίμας μπαλαρίνας. Ναι, αυτό ήταν. Αυτό της θύμιζε. Πρίμα μπαλαρίνα. Σαν αυτή που θα γινόταν και η ίδια μια μέρα. Γιατί το είχε υποσχεθεί στον εαυτό της από τότε που ήταν μικρή, τόσο δα παιδάκι. Όταν έπιασε για πρώτη φορά τις ροζ πουέντες στα χέρια της. Όταν φόρεσε για πρώτη φορά το άσπρο κολάν με την κοντή, φουντωτή φουστίτσα. Όταν κατάφερε για πρώτη φορά να ταιριάσει τα βήματά της μ’ εκείνα των άλλων κοριτσιών στις πέντε ποζισιόν που τους έδειχνε η μαμζέλ Αντελί.
Παραμέρισε την κουρτίνα και βγήκε στη βεράντα. Αν και μέρα ακόμη, τα φώτα είχαν ανάψει στον τρίτο όροφο της απέναντι πολυκατοικίας. Η σχολή χορού ξεκινούσε νωρίς τα μαθήματα με τις μικρές μαθήτριες στην αρχή και τις μεγαλύτερες αργότερα. Τα μικρά ήταν η αδυναμία της. Κοριτσάκια τριών και τεσσάρων χρονών, με τα μαλλάκια πιασμένα ψηλά σε χαριτωμένους κότσους για να μην εμποδίζουν την κίνηση και προσωπάκια σοβαρά, προσηλωμένα στις οδηγίες της δασκάλας τους.
Βολεύτηκε καλύτερα στην πολυθρόνα της κι έπιασε τα κυάλια από το διπλανό τραπεζάκι. Οι δυνατοί φακοί έφεραν τη μεγάλη σάλα με το γυαλιστερό ξύλινο πάτωμα μπροστά της, στη βεράντα της. Οι μικρές μπαλαρίνες είχαν πάρει τη θέση τους στη μπάρα, δίπλα στον τεράστιο καθρέφτη που έπιανε όλο τον τοίχο της αίθουσας, κι είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν τις πρώτες ασκήσεις συγχρονισμού κάτω από τους ήχους μιας μουσικής που η απόσταση δεν την άφηνε να ξεχωρίσει. Έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά, έψαξε για λίγο στο κινητό, βρήκε τη «Λίμνη των κύκνων» και πάτησε το κουμπί. Η μαγική μελωδία του Τσαϊκόφσκι πλημμύρισε το μυαλό και την ψυχή της καθώς συνέχισε να κοιτάζει χαμογελώντας αχνά τις λιλιπούτειες αέρινες, λευκές φιγούρες, που τώρα στροβιλίζονταν με χαριτωμένη αδεξιότητα στο παρκέ της σχολής.
Ξαφνικά το σκηνικό άλλαξε. Ήταν η ίδια μια λευκή, αέρινη φιγούρα που γλιστρούσε με χάρη πάνω σε μια τεράστια σκηνή. Η ορχήστρα έπαιζε τη «Λίμνη» κι εκείνη, η Οντέτ, ένιωθε ότι πετούσε. Οι άλλες χορεύτριες του μπαλέτου παραμέριζαν για να περάσει και υποκλίνονταν στο ταλέντο και την απαράμιλλη τεχνική της. Ο Ζίγκφριντ εμφανίστηκε πίσω από τις βαριές κόκκινες βελούδινες κουρτίνες και την πλησίασε με αδρές, κοφτές κινήσεις. Την έπιασε από τη μέση κι άρχισαν να στροβιλίζονται μαζί, οργώνοντας τη σκηνή απ’ άκρη σ’ άκρη σε ένα χορευτικό κρεσέντο που καθήλωσε το κατάμεστο θέατρο. Κι όταν την σήκωσε ψηλά κι εκείνη άρχισε να ανεμίζει τα χέρια της σαν ντελικάτες, εύθραυστες φτερούγες, οι θεατές ξέσπασαν σε ένα ξέφρενο χειροκρότημα που την έκανε να νιώσει ότι πετούσε στ΄αλήθεια, μεθυσμένη από τον θρίαμβό της. Ο παρτενέρ της την κατέβασε ανάλαφρα και, κρατώντας την από το χέρι, την οδήγησε στο κέντρο της σκηνής, όπου υποκλίθηκαν στο κοινό που τους αποθέωνε. Γύρισε και τον κοίταξε κι εκείνος της ανταπέδωσε τη ματιά σχηματίζοντας τη λέξη «σ’ αγαπώ» άηχα με τα χείλη του. Χαμογέλασε ευτυχισμένη. Ήταν ο δικός της πρίγκιπας, ο δικός της Ζίγκφριντ -και κανένας κακός μάγος, καμία Οντίλ, δεν θα μπορούσαν ποτέ να τους χωρίσουν.
Είχε σουρουπώσει για τα καλά όταν η μητέρα της την πλησίασε αθόρυβα. «Πάλι μπαλέτο έβλεπες, κοριτσάκι μου…», μουρμούρισε θλιμμένα. Παραμέρισε μια τούφα από τα μαλλιά της, έσκυψε και φίλησε τρυφερά το αποκοιμισμένο της πρόσωπο και μάζεψε τα κυάλια από την αγκαλιά της.
Ύστερα την σκέπασε απαλά με την καρό κουβέρτα, που είχε γλιστρήσει από την αναπηρική πολυθρόνα στα πλακάκια της βεράντας…
_
γράφει η Βάσω Αποστολοπούλου
Ευχαριστώ θερμά τον Κώστα Θερμογιάννης και το “τοβιβλίο.net” για την δημοσίευση της ιστορίας μου!
Καλημερα φίλοι μου, και καλό (έστω και βροχερό) ΣΚ!
Πολύ όμορφο κείμενο! Γεμάτο εικόνες, ήχους, συναισθήματα και αντιθέσεις. Ευχαριστούμε, Βάσω!
Εγώ ευχαριστώ, Ρίτα μου, για το επαινετικό σου σχόλιο! Να είσαι καλά!
Μια ιστορια με την μοναδικη διηγηματικοτητα της Βασως Αποστολοπουλου Αναστασιου που σταζει μελανγχολια αλλα και ελπιδα,δακρυ αλλα και μητρικο βαλσαμο.ΕΥΓΕ.
Σ’ ευχαριστώ πολύ, αγαπητέ μου ανώνυμε φίλε, για το όμορφο σχόλιό σου!
Πανέμορφη ιστορία από έμπειρο και ευαίσθητο χέρι… (Μάχη Τζουγανάκη)
Σ’ ευχαριστώ πολύ Μάχη μου!
Πολύ τρυφερό κείμενο, Βάσω μου, γεμάτο εικόνες και συναισθήματα! Συγχαρητήρια!
Με συγκινείς, Ιωάννα μου! Σ’ ευχαριστώ πολύ!
Με συγκλόνισε !! Τόσο τρυφερό στην αρχή, με τόσο δυνατό και απρόσμενο τέλος… Δωσμένο από την πέννα σου που ξέρει να μαγεύει, να συγκινεί, να συναρπάζει… Από μια πέννα που την οδηγεί ένα μυαλό που ΞΕΡΕΙ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙ !!!!
Τοσο όμορφο και τόσο επαινετικό σχόλιο! Σ΄ευχαριστώ από καρδιάς, φίλε/η μου Ανώνυμε/η!
Συγκλονιστικό στο τέλος. Με την δύναμη της σκέψης τελικά μπορείς να ζήσεις τα ωραιότερα σου όνειρα. Σ’ ευχαριστώ Βάσω μου για την ευαίσθητη πένα σου!!!!
Εγώ σ’ ευχαριστώ, Marimar μου, για το επαινετικό σου σχόλιο! Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε!