
Μανόλης Πρατικάκης
Κέδρος
ISBN: 978-960-04-4664-7
Το ποιητικό έργο του Μανόλη Πρατικάκη αποκαλύπτει τη γόνιμη ικανότητα του ποιητή να ενσωματώσει δημιουργικά τη νωτερική και μοντέρνα ποιητική παράδοση στις σύγχρονες αναζητήσεις (ατομικές ή κοινωνικές) μέσα σε μία ιδιαίτερη και πολυεπίπεδη γραφή, με έναν λόγο που ξεπερνά την ποιητική παρατήρηση.
Μολονότι στην αρχή της ποιητικής του συμπλέει με τη γενιά του ’70[1] στην εσωτερικότητα της αμφισβήτησης του καθεστώτος και της έως τότε λογοτεχνικής παραγωγής, πάνω στα μονοπάτια της αυτοκαταγγελία και του αυτοδιασυρμού της ποίησης που όρισε η γενιά του, εντοπίζεται μία ιδιαίτερη τοπικότητα στην ποιητική του, με επίκεντρο την Κρήτη, και μία αναβίωση της ψευδοϊστορικής καβαφικής ειρωνείας με έμφαση στον σύγχρονό του πολιτικό και κοινωνικό βίο.
Ήδη στην νέα δεκαετία ο ποιητής είχε διαμορφώσει το προσωπικό του ύφος συνδέοντας την αναζήτηση ψυχικής και συναισθηματικής ταυτότητας με τον κοινωνικό χώρο και με την συνειρμική εισαγωγή κοινωνικών αναπαραστάσεων. Υπερρεαλιστικά στοιχεία συνδέονται με το λυρισμό και τον έρωτα με συχνότατες -άμεσες ή έμμεσες- αναφορές στην κρητική επαρχία. Σταδιακά διαμορφώνει μία προσωπική ποιητική γλώσσα με αισθησιακά χαρακτηριστικά που εναγκαλίζεται με φιλοσοφικές προσεγγίσεις και το γενέθλιο τόπο.
Η τελευταία του ποιητική συλλογή, «λιθοξόος» (Κέδρος, 2015), αποτελεί ένα αδιάσπαστο υβριδικό έργο που συνδυάζει την πρόζα με το πεζό και τη μελωδική στιχουργική (έμμετρη ή ελευθερόστιχη) με τη λαϊκή ποίηση με το οποίο ο Μανόλης Πρατικάκης στιγματίζει τα ελληνικά γράμματα το 2015. Ο ποιητής υιοθετεί μία γραφή συνειρμική συνδέοντας με φυσικότητα το άγονο αμμώδες τοπίο που ταλαιπωρείται από τους λιθοξόους ανέμους και το πέλαγος με τις ανθρώπινες δραστηριότητες και τις ναυτικές τραγωδίες μέσα σε μία μνημειώδη ποιητική σύνθεση, που πρέπει να εξεταστεί ως αδιαίρετη.
Το πρωτοενικό υποκείμενο μέσα από την αυτοαναφορική αναπαράσταση προσδίδει μία απομνημονευματική προσέγγιση. Σαν να αφηγείται προς ένα βουβό δεύτερο πρόσωπο (συχνά επώνυμο στην αφιέρωση της σύνθεσης) ο ποιητής δίνει μία επική διάσταση στη νησιώτικη ζωή που αντιστέκεται στο άγριο φυσικό τοπίο· ένα τοπίο που μαγεύει όμως τον άνθρωπο μέσα από τη μοναδική ομορφιά της φύσης που σμιλεύει τον τόπο με μία ελεγειακή διάθεση και σπαρμένο το ερωτικό στοιχείο (λιθοξόος, το κεράκι της αγάπης, πισωκάπουλα, ομνύαμε βραδυπορία, η άμπελος των άστρων, ο αρχάγγελος της ηδονής, οι σκοτεινοί μαγνήτες του έρωτα, σφηνοειδής γραφή).
Ο Πρατικάκης μοιάζει να ακολουθεί το φως και τη μαγεία του ελληνικού τοπίου, όπως την αποτυπώνει μέσα στην δική του γλωσσική ποικιλία και λυρισμό ο Οδυσσέας Ελύτης, συνδέοντάς την με πρωτόγονη αγριότητά του. Ο σύγχρονος δημιουργός αξιοποιεί τη δυναμική της γλώσσας, εμπλουτίζοντας την ποίηση με ένα μείγμα από την κρητική διάλεκτο, το ναυτικό λεξιλόγιο και τη λυρική μεταφορική δύναμη καινοφανών εικαστικών λεκτικών συνόλων.
Το υδάτινο στοιχείο κυριαρχεί σε όλη τη συλλογή (νερά, Ευρυνόμη, κύματα, φουρτούνα, πέλαγο, θαλασσόχορτα, διχτυωτές κάλτσες της άμμου, καραβίσια μάτια) πλάι στη συνεχή παρουσία του ανέμου και των πουλιών (φτεροκοπούν, θαλασσοπούλια κλπ), διαμορφώνοντας ένα ιδιαίτερο λυρικό τοπίο που γοητεύει ακόμα και με την αγριότητά του.
Ο δημιουργός αξιοποιεί όλα τα λογοτεχνικά σχήματα. Μεταφορές και παρομοιώσεις με προσωποποιήσεις και επαναλήψεις εντοπίζονται σε όλη τη στιχουργική του Πρατικάκη. Δεν απουσιάζουν οι συνιζήσεις ή οι παρηχήσεις, ενώ παρενθετικά σχόλια συνδέουν το παρελθόν με το παρόν ακολουθώντας μία στοχαστική οδό (τα εξόριστα όνειρα, φτερωτές λυχνίες φωσφόρου, νήσος Χρυσή) ή δίνουν σκηνοθετικές και σκηνογραφικές “οδηγίες” (με τον τρόπο του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, από ανεξικακία σχεδόν άυλη).
Δυναμικά ονοματικά και ρηματικά σύνολα, με μία ιδιαίτερη σουρεαλιστική βάση στην αλληγορική ή μετωνυμική διάσταση των λέξεων, λειτουργούν ως μεταφορές ή υποφώσκουσες παρομοιώσεις με χαρακτηριστική εικαστική αποτύπωση στο καναβάτσο του ποιητή (θαλασσοπούλια τσιμπολογούν τον ύπνο μου, σύνταγμα κατσικιών, ουρλιάζει η άμμος, δεν έχει εκκοκκιστήρια ο χρόνος, φτεροκοπούν της μνήμης τα υδροχαρή, σε μακρύ μήκος χρόνου υφασμένα, γυμνόστηθες στιγμές, στους ώμους φυτρώνουν στάμνες, ανάβουν τα κεράκια των ματιών της κ.ά.τ).
Αξίζει δε να υπογραμμίσουμε τις παρηχήσεις (φωσφορικά λυχναράκια στη σφυρά) με το -φ-, ή με το -γ- και το -λ- (γαλάζια γαστέρα… κοραλλιών, γυρίζει… ο χερόμυλος, αναλφάβητο το τυλιγάδι τυλίγει), ή το -ν- (νωχελικά και νυσταλέα σε νυχτοήμερη σιέστα) και την αξιοποίηση της έμμετρης κρητικής ποιητικής παράδοσης (ερυθρόδερμος άνεμος, ο δημιουργός, το κεράκι της αγάπης).
Ο ποιητής ισορροπεί πάνω στη μελωδικότητα της μαντινάδας και την εντάσσει δημιουργικά στο δικό του ρυθμό. Εντάσσει, παράλληλα, λέξεις της κριτικής διαλέκτου στη στιχουργική του (μισούρι, πρατικό, τυλιγάδι, ξεσπαθώματα, χασίλι) και αξιοποιεί την προφορά του κρητικού ιδιώματος ενισχύοντας τη μουσικότητα του στίχου του (ο Καλέ Γιωργάκης).
Σε μία άλλη προσέγγιση, οφείλουμε να σημειώσουμε πως ο χρόνος αφήνει ρέουσες πινελιές στο κάδρο του Πρατικάκη. Αναμνήσεις και κοινωνικές παραστάσεις του παρελθόντος συμπλέκονται στον ποιητικό του χρόνο δημιουργώντας ένα ρευστό πεδίο αναφοράς (φτερωτές λυχνίες φωσφόρου, το άλογο)· συχνά δε δεν γίνεται φανερό αν ο ποιητικός χρόνος είναι σύγχρονος της σύνθεσης ή προτερόχρονος, δένοντας σε έναν χρονικό ιστό το παρόν του ποιητή και τη μνήμη (κέδρινα αδράχτια, ωκεάνιος κώδωνας, στη μνήμη σας χτίζω το μνήμα μου). Έτσι, όμως ο δημιουργός απάγει στην αιωνιότητα το ονειρικό τοπίο της Χρυσής/Γαϊδουρονήσι, με το οποίο συνδέεται ο έρωτας και ο αγώνας του ανθρώπου να ζήσει κόντρα στα στοιχεία της φύσης, ακόμα κι αν ηττηθεί.
Η χρήση ρημάτων της παροντικής βαθμίδας και η συνύπαρξη παραστάσεων του παρελθόντος, ενισχύουν τη χρονική ρευστότητα αναβιώνοντας σπειροειδώς το παρελθόν (ατσαλένια γάγγλια, γραμματοσειρές μυρμηγκιών, με τον τρόπο του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, το κρώξιμο των γλάρων, ερυθρόδερμος άνεμος, μικροί τυφώνες).
Στη διαμόρφωση αίσθησης σπειροειδούς κίνησης συντελούν και οι επαναλήψεις στίχων ή φράσεων -από την ίδια τη συλλογή ή το παλαιότερο έργο του- (τα εξόριστα όνειρα, το κρώξιμο των γλάρων ή με τη συχνή χρήση του κέδρου και του φωσφόρου, τα αλογίσια νερά κ.ά.τ). Οι -έμμεσες ή άμεσες- αναφορές στο Σολωμό, τον Κάλβο, το Σεφέρη και τον Ελύτη ή τον Καζαντζάκη, τον Αισχύλο, τον Όμηρο και το Σιμωνίδη, το Μπρεχτ και το Ρίλκε (η κριτική εντόπισε και άλλους) διαμορφώνουν τις διακειμενικές συνθήκες ενός γόνιμου εσωτερικού λογοτεχνικού διαλόγου, κάτι για το οποίο ήδη εισαγωγικά προετοίμασε το κοινό του ο ποιητής.
Ωστόσο, -κι εδώ έγκειται η μαγεία- ακόμα κι αν ο αναγνώστης/ακροατής, δε συναντήσει τους κλασικούς ποιητές στη στιχουργική του Πρατικάκη, το συναίσθημα και η δυναμική της γραφής του γοητεύουν και συγκινούν με την -φενάκη αυθόρμητη- ανάδυση του συναισθήματος. Αυτή είναι η δυναμική της μεταμοντέρνας διακειμενικότητας, κατά την οποία δύναται ο εσωτερικός διάλογος να δημιουργεί συναισθήματα ακόμα κι όταν δεν εντοπίζεται από το κοινό.
Επιλογικά, ο Πρατικάκης δημιουργεί μία πολυεπίπεδη ποιητική ενότητα με κοσμολογικό χαρακτήρα όπου το λυρικό συμπλέκεται με το σχολιασμό, ο φουτουρισμός κι ο νεορομαντισμός συνδιαλέγεται με τη μεταμοντέρνα στιχουργική, η λογοτεχνική παράδοση ανταμώνει την παραδοσιακή λαϊκή λογοτεχνία. Μέσα από την επικολυρική ανάδειξη του ελληνικού τοπίου ο ποιητής αναδύει μία οικουμενικότητα με σαφή αειφορικά χαρακτηριστικά στη δράση και παρουσία του ανθρώπου απέναντι στη φύση συνδέοντας τον πολυγραφότατο δημιουργό με την ποίηση της περιφέρειας[2].
_______________
[1] βλ. Δήμος Χλωπτσιούδης, Η ποιητική γενιά του ’70, vakxikon, τεύχ. 30 (Ιούνιος 2015).
[2] Δήμος Χλωπτσιούδης, Προσεγγίζοντας την ποίηση της περιφέρειας, vakxikon τεύχ. 34 (Ιούνιος 2016).
0 Σχόλια