Μια ημέρα τον παλιό καιρό
στου Οδυσσέα την παρέα
πάνω στο πλοίο το μελαγχολικό
ανοίξαν του πόθου τα πανιά.
Μα θα πρέπει στα αυτιά
να μου βάλουνε κερί
γιατί θα μου πάρουνε τα μυαλά
των Σειρηνών τα χείλη.
Ακόμα και τα πουλιά της θάλασσας
τραγουδούν με της μούσας τη λαλιά,
και της Ήρας
ξυπνούνε τα παιδιά.
-Γιατί δε με παίρνεις μαζί σου
γλυκέ μου αέρα,
τη γη να δω από τα ουράνια
και τη νήσο τη μακάρια;
-Αχ, παιδί μου καλό,
θα είναι ωραία
μα θα θες να μείνεις για πάντα
στον δρόμο του αιώνα.
Και ανοίξανε τα πανιά
στων Σειρηνών να πέσουμε την αγκαλιά.
-Εσύ, θαρραλέε πολυμήχανε
που γκρέμισες τα τείχη τα ψηλά,
η ψυχή σου την πατρίδα
και της Πηνελόπης τα πλεκτά
ή της Σειρήνας τα χείλη λαχταρά;
-Ξένε, λόγια μου λες πονηρά,
την ψυχή σου η έρις μήπως τυραννά;
-Αχ Οδυσσέα μου, ανήκω σε άλλη γενιά
που τα ιδανικά σου τα ξεχνά.
Της Ιθάκης θα δεις την ομορφιά,
ενώ εγώ της λήθης τα στενά
και της Σειρήνας την αγκαλιά!
Η δικιά σου η σοφία
ταξιδεύει αιώνια στα γαλάζια τα νερά
ενώ μεγαλώνει η νέα η γενιά.
Ξεχνιούνται τα ανώτερα τα πράματα
και στη θάλασσα πνίγονται,
των ποταμών τα νερά στερεύουν και γίνονται ξερά.
Στης Κίρκης τη φωτιά
ρίχνω της νύχτας τη ματιά
από τους πνιγμένους να φύγω τη συντροφιά.
Τα λόγια είναι μαγικά,
του μονάκριβού σου την καρδιά
με πόδια φτερωτά η θεά την φυλά.
Δαιμόνια με τριγυρνάνε φοβερά
μα στου Κύκλωπα τη σπηλιά
όνειρα βλέπω μοναχικά.
_
γράφει ο Κώστας Τζαβέλας
0 Σχόλια