Η Μελίνα Μερκούρη (1920-1994) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός και πολιτικός, εγγονή του δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και ξεκίνησε την πορεία της στα τέλη της δεκαετίας του 1940, με το 1955 να αποτελεί σταθμό στη ζωή της, αφού πρωταγωνίστησε στην πρώτη της ταινία, τη «Στέλλα» ενώ ταυτόχρονα εμφανιζόταν σε ελληνικές και γαλλικές θεατρικές σκηνές. Το 1967 πήγε στην Αμερική για την περιοδεία της παράστασης «Ilya Darling» και πολέμησε σφοδρά την επιβολή της Δικτατορίας του 1967, μιλώντας σε πολιτικούς και πνευματικούς ανθρώπους παγκοσμίου κύρους. Τη δεκαετία του 1980 και το 1993-1994 υπήρξε Υπουργός Πολιτισμού και ξεκίνησε την εκστρατεία για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Αυτή η πολύπλευρη και σημαντική προσωπικότητα αποτυπώνεται με μια ιδιαίτερη γραφή στο νέο βιβλίο του Γιάννη Σκαραγκά.
Ποιος μπορεί να τιθασεύσει την ορμή του λόγου και των ιδεών της Μελίνας; Ποιος μπορεί να κρατήσει στα χέρια του ένα πλάσμα σαν αυτήν; Ρευστή άμμος που κυλάει αφήνοντας της πίσω της όμως έργα που αποκρυσταλλώνονται στο γυαλί της αιωνιότητας, αυτή ήταν η Μελίνα της Ελλάδας κι αυτήν τη ρευστότητα ακολουθεί ο συγγραφέας. Πρόκειται για μια μυθιστορηματική πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Μελίνας Μερκούρη όπου καταγράφονται σε μικρά κεφάλαια τα βιώματά της, οι επιρροές της, η προσωπικότητά της, η καριέρα της, οι άντρες πριν τον Ζυλ Ντασέν, οι σκέψεις και οι ιδέες της. Ταξιδεύουμε στα παιδικά χρόνια αλλά μπαίνουμε και στο νοσοκομείο όπου γίνεται η μάχη με τον καρκίνο, κερδίζουμε βραβεία και τρυπώνουμε σε θεατρικά παρασκήνια, γνωρίζουμε σημαντικούς ανθρώπους όπως τον Σασά Γκιτρί, την Κολέτ, τον Ζαν Μαρέ, την Γκρέτα Γκάρμπο, τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ανάμεσά τους εμφανίζονται ο Φειδίας και ο Πύρρος που προηγούνται του Ζυλ, του αξεπέραστου Τζούλη της («Με μάγεψαν τόση αγάπη και τόσο γαλάζιο», σελ. 68), όλα όμως γυρίζουν στον Μεγάλο Σπύρο, τον παππού της, Σπύρο Μερκούρη: «Είχε το πείσμα του μάστορα και την περηφάνια του μάγου. Ή θα διόρθωνε το ελάττωμα ή θα το εξαφάνιζε» (σελ. 12).
Ο συγγραφέας έχει αποτυπώσει προσεγμένα το τσαγανό της Μελίνας, την ορμή της, τη στάση ζωής της, τα θέλω της: «Το χέρι ενός άντρα και το βλέμμα στα αστέρια. Δεν με ένοιαζε τίποτε άλλο» (σελ. 10). Δεν υπάρχει νοητή σειρά, η αφηγήτρια πότε γυρνά στην παιδική της ηλικία, πότε βαφτίζεται ηθοποιός, πότε επιστρέφει στην Κατοχή, πότε καταγράφει την περιοδεία στην Αμερική, πότε ουρλιάζει στην ανθρωπότητα για τη Δικτατορία. Όλα αυτά είναι σκόρπια κομμάτια μιας πολυκύμαντης ζωής που όμως ακολουθούν μια νοητή πορεία που δε με άφησε να χαθώ ούτε στιγμή: «..έζησα μόνο για την αγάπη, την προσδοκία, το στοίχημα, το λίγο ακόμα. Ξέρεις πώς είναι αυτό; Σαν να πέφτεις με τα μούτρα στις αγκαλιές και στα κορμιά» (σελ. 19). Μικρά βήματα, διακριτικοί φωτισμοί γεμάτοι λάμψη και επιβραβεύσεις αλλά και μια δύσκολη ανηφόρα φορτωμένη πόνο. Ανασκαλεύει τη μνήμη της: «Γι’ αυτό λέω αυτήν την ιστορία. Γιατί κανείς δεν θα καταλάβει πως, ό,τι κι αν έκανα στη ζωή μου, το έκανα εξαιτίας αυτής της μοναξιάς [συνεκδοχικά της αγάπης της για την Ελλάδα]» (σελ. 95). Μια γυναίκα χωρίς ταμπού σε μια εποχή γεμάτη ασφυκτικά από αυτά: «Γιατί έτσι ήταν τότε οι γυναίκες…Είχαν την αξιοπρέπεια σαν ρούχο στην κρεμάστρα. Περίμεναν πάντα να το φορέσουν αργότερα…Μόνο μια άλλη γυναίκα μπορούσε να τις κάνει να το βγάλουν από την ντουλάπα…Μπροστά στα μάτια και στα στόματα του κόσμου, χρειάζονταν μα πανοπλία. Ακόμα κι αν μύριζε ναφθαλίνη. Ακόμα κι αν ταίριαζε στα μέτρα κάποιου ονείρου που μαράζωσε στο σκοτάδι» (σελ. 14-15).
Πότε γράφει ο Γιάννης Σκαραγκάς και πότε μιλάει η Μελίνα; Αξεδιάλυτο το μυστήριο και παντρεύει δύο ποταμούς τους οποίους ενώνει σε σημεία απρόσμενα, τους διασταυρώνει εκεί που δεν το περίμενα, λυρισμός και ρεαλισμός γίνονται ένα. Γλυκά και τρυφερά καλολογικά στοιχεία («Κάπου κάπου γύριζε να με κοιτάξει κι εγώ σταματούσα να αναπνέω από την ανακούφιση. Σκεφτόμουν πόση χαρά και πόση λατρεία θέλει για να κοιτάζεις τον άλλον σαν να φοράει τα καλά του», σελ. 76), διαχρονικά νοήματα και σημαντικές παρατηρήσεις («,,,πόσο διαφορετικά μυρίζουν στη μοναξιά τους όσοι τα έχασαν όλα από εκείνους που δεν θα αποκτήσουν τίποτα για να πονέσουν», σελ. 79), όλα αυτά ομορφαίνουν τον μαγικό ρεαλισμό των λόγων και των σκέψεων της Μελίνας, μιας γυναίκας που μεγάλωσε σε εποχές δύσκολες, σε περιόδους όπου η Ελλάδα ακροβατούσε στο κενό. Οι Έλληνες «…κουραστήκαμε πολύ σε αυτή τη χώρα να παριστάνουμε τις πέτρες που ανθίζουν» (σελ. 47). Αποφαίνεται: «Τέτοια μοίρα θα έχει ο τόπος αυτός μέχρι το τέλος. Πάντα ένα ξένο χέρι που ασχολήθηκε, που του αφιερώθηκε. Πάντα μια δανεική πνοή» (σελ. 116). Συμπεραίνει: «Αυτό ήταν η Ελλάδα για δεκαετίες μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο. Ένας κόσμος με θηρία, φονιάδες και αμίλητους μάρτυρες» (σελ. 64). Παραδέχεται: «Από αυτά ήθελα να ξεφύγω. Από την ησυχία ενός κόσμου που μπορεί και χωρίς εσένα. Που δεν σε αντέχει γέρο και μετανιωμένο» (σελ. 26). Αποζητά: «Ήθελα να ερωτευτώ. Να πέσω με τα μούτρα στον έρωτα και να γίνω μια σκιά, μια ιδέα, μια ανάμνηση. Να τους ακολουθώ, να με σκέφτονται και να τους λείπω» (σελ. 27). Θλίβεται: «Δεν σε πονάει η απώλεια αλλά η παρουσία τους τριγύρω…δεν αναρωτιέσαι πώς θα είναι από εδώ και πέρα η ζωή μακριά τους αλλά πώς θα ήταν μαζί τους». (σελ. 17).
Στο νέο του μυθιστόρημα ο Γιάννης Σκαραγκάς ζωντανεύει με σεβασμό την προσωπικότητα της μεγάλης Ελληνίδας πολιτικού και ηθοποιού, φέρνει στο φως αποσπάσματα του βίου της, καταγράφει σε μικρά κεφάλαια τα σημαντικότερα στιγμιότυπα, δημιουργεί ένα φροντισμένο κείμενο που ακροβατεί ανάμεσα στο μυθιστόρημα και στη βιογραφία. «Να θέλουν όλοι ν’ ανοίξουν τα χέρια τους να σε αγκαλιάσουν αλλά να μη σε χωράνε, να μην μπορούν να σε σηκώσουν» (σελ. 10), αυτό είναι η Μελίνα της Ελλάδας.
0 Σχόλια