«Πόσο μάταιο είναι να κάθεσαι να γράψεις, όταν δεν έχεις σηκωθεί να ζήσεις!»
Χ. Ντ. Θορώ (1817-62)
Τα λαμπιόνια έσβηναν το ένα μετά το άλλο. Κάπου στο βάθος άκουγες ένα λαϊκό σουξέ να ξεψυχά. Ο καντηλανάφτης κλειδαμπάρωνε την εκκλησιά κι έστριβε βιαστικά στη γωνία. Τα ογκώδη φορτηγά άρχισαν να εξαφανίζονται από τα γύρω στενά τόσο γρήγορα όσο είχαν εμφανιστεί. Το σύννεφο της τσίκνας από τα υπαίθρια σουβλατζίδικα και τα χοτ-ντογκ διαλυόταν πάνω από την πλατεία όπως τα γκρίζα σύννεφα μετά την μπόρα. Ο ενοχλητικός ήχος από τις δεκάδες γεννήτριες έσβηνε σταδιακά κι αυτός, δίνοντας τη θέση του στη σιγαλιά της νύχτας. Μαύρες, κουρασμένες φιγούρες πίσω από τους σκοτεινούς πάγκους με γρήγορες μηχανικές κινήσεις μάζευαν την πραμάτεια, που μέχρι πριν από λίγες ώρες επιτήδεια διαλαλούσαν. Μια σύντομη ανάπαυλα κι από αύριο το πανηγύρι θα ξανάρχιζε σε κάποια άλλη ενορία. Δόξα τω Θεώ, οι άγιοι και οι οσιομάρτυρες δεν έλειψαν ποτέ σ’ αυτόν τον τόπο…
Ο δρόμος γεμάτος βρόμικες πλαστικές σακούλες. Αποτσίγαρα και τενεκεδένια κουτιά από μπύρες κι αναψυκτικά απλώνονταν μπροστά του, τον καλούσαν σχεδόν εκμαυλιστικά να πάρει το στρατί. Χωρίς να το πολυσκεφθεί, χώθηκε ανάμεσα στους πραματευτάδες. Οι μελωδικές, χαρούμενες φωνές είχαν δώσει τη θέση τους σε αγριοφωνάρες κι επιφωνήματα αγανάκτησης. Οι ίδιοι άνθρωποι, που πριν δυο μέρες τσακώνονταν μεταξύ τους για τις θέσεις, είχαν τώρα στήσει καυγά για το ποιος θα τις αδειάσει πιο γρήγορα. Περπατούσε στο σκοτάδι σα λαθρεπιβάτης προσπαθώντας να θυμηθεί ξανά, να γίνει ένα – έστω κι αργά – με το πανηγύρι. Χρόνια είχε να πατήσει. Κι όμως, πιτσιρίκι το περίμενε πώς και πώς. Τα φώτα, οι μυρωδιές, όλες εκείνες οι ουτιδανές, φθηνές απολαύσεις έπαιρναν χρώμα λαμπερό κι έδιναν χαρά στην παιδική ψυχή του. Ακόμα και η ουρά στην εκκλησία για να ανάψει το κερί, να προσκυνήσει το ιερό λείψανο, κι έπειτα όλο εκείνο το στριμωξίδι στους πάγκους, ναι, ακόμα κι αυτά του ασκούσαν κάποτε μια κάποια γοητεία. Τι του είχε συμβεί άραγε; Γιατί τον άφηναν πλέον όλα τούτα παγερά αδιάφορο; Θαρρείς και είχε μεμιάς ξεθωριάσει ο πολύχρωμος εκείνος πολύβουος κόσμος. Γιατί; Γιατί; Πάσχιζε να θυμηθεί. Έβαλε στο στόμα ένα τσιγάρο, μα πριν προλάβει να το ανάψει ο αναπτήρας του γλίστρησε. Έσκυψε να τον σηκώσει. Στα πόδια του, τσαλακωμένο, λερό, ένα χαρτί μπλεγμένο σε απαγορευτικές κορδέλες έγραφε με κεφαλαία άλικα γράμματα ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ. Αστραπιαία του ήρθε στο μυαλό η ευαγγελική περικοπή από το Κατά Ιωάννην: «ἄρατε ταῦτα ἐντεῦθεν· μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου οἶκον ἐμπορίου» και θυμήθηκε…
Πολύ δυνατό κείμενο!!Μου άρεσε πάρα πολύ!!
Ένα κείμενο γεμάτο εικόνες , χρώματα , παιδικές -για μένα- αναμνήσεις… Το πανηγύρι που περιμέναμε πως και τι για τον παραμυθένιο κόσμο των φτηνών αλλά πλούσιων για τα παιδικά μας μάτια δώρων στους ξύλινους πάγκους !!! Οι μυριάδες φωνές μετέτρεπαν την – ως θα όφειλε να ήταν – κατανυκτική ατμόσφαιρα σε οίκο εμπορίου…
ΜΠΡΑΒΟ ΣΑΣ………………
Σας ευχαριστώ πολύ, να ‘στε καλά. Χαίρομαι που ταυτιστήκατε και σας άγγιξε.
Στο “Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο” του Προυστ ένα ασήμαντο μικρό πραγματάκι, μια μαντλέν, γίνεται αφορμή του ταξιδιού του συγγραφέα στο παρελθόν. Στο αφήγημά σου “ένα τσαλακωμένο, λερό χαρτί μπλεγμένο σε απαγορευτικές κορδέλες” με την επιγραφή ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ απαντά στο ερώτημα που σε παιδεύει: γιατί η αλλαγή από το χτες στο τώρα. Καταλυτικός ο ρόλος του θυμάμαι στην ενότητα του αδιαίρετου χρόνου. Προϋποθέτει όμως ευαισθησία και για το έργο του συγγραφέα εκτός από την μνήμη, χρειάζεται φαντασία, γνώση και η τέχνη του λόγου. Κι επειδή συνυπάρχουν αυτά τα στοιχεία, ναι, Αλέξανδρε, η ΠΑΝΉΓΥΡΙΣ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ είναι κομμάτι δόκιμης λογοτεχνίας. Μπράβο!