Τα παλληκάρια τ’ άτρωτα
που πολεμούνε μ’ αυταπάρνηση στα βουνά,
που δίνουν ψυχή και σώμα
για την αθώα ξανθομαλλούσα κόρη,
την Ελευθερία•
αυτά έχουν εξασφαλισμένη την αιώνια δόξα.
Με λαμπρά καλλιγραφικά γράμματα
οι άγγελοι στις στήλες της υστεροφημία
θα γράψουνε τ’ ονόματά τους•
αυτά τα παλληκάρια τ’ αψηλά
-ωσάν τα κυπαρίσσια-
εσύ τ’ ανέστησες και τα ανέθρεψες ως είναι.
Του κόσμου τα μαλάματα καθρεφτίζονται
στα αθώα γαλανά σου μάτια.
Η προσφορά σου είναι αδύνατο να ξεχαστεί.
Και το έργο σου δε σταματά εκεί,
πονόψυχη και σκληροτράχηλη μάνα•
πλέκεις πλεξίδια τα καστανά σου μαλλιά
σα ξυπνήσεις και σιγομουρμουρίζεις
σκοπούς αλλιώτικους, κλέφτικους.
Ύστερα ανεβαίνεις στο βουνό
κουβαλώντας πυρομαχικά,
φορτωμένη σα γαϊδούρι,
με χιονίστρες στα πόδια και πόνους στα πλευρά,
σχίζεις το βουνό με σαρακοφαγωμένα
παπούτσια.
Ο χιονιάς σφυροκοπά,
αλλά δεν σε νοιάζει.
Πας στα παλληκάρια της λευτεριάς
ψωμοτύρι και κάλτσες.
Στον κόρφο σου έχεις την Παναγιά,
στην καρδιά σου την ελπίδα,
στις ασθενικές σου πλάτες ξύλα και μπόγους.
Το σθένος και το φρόνημά σου μεγάλο.
Βλέπεις το παιδί σου να κλαίει απ’ την αφαγιά,
ν’ ατιμάζουνε την κόρη σου,
να πυρπολούν το γιο σου,
σα θάβεις ένα παιδί σου θάβεις ένα μέρος δικό σου.
Νιώθεις στο πετσί σου τη μαγαρισιά της δουλείας.
Ποιος ξεχνά όταν σε πιάσανε τη δόλια
και κάψαν τσιγάρα στο κορμί σου το
πολυβασανισμένο!
Δε σεβάστηκαν πως είσαι δημιουργός της ζωής.
Κι όμως εσύ δεν έβγαλες τσιμουδιά,
δε σου πήραν λέξη οι Κρετίνοι.
Κι όλο κι θυμώνανε κι αναρωτιόντουσαν
πώς τ’ ασθενικό αυτό κορμί
είναι συνάμα τόσο δυνατό.
Και σε σκοτώσανε απ’ τη ντροπή τους.
Γυναίκα αγωνίστρια,
μη λογοψυχάς,
στις πλάτες σου η γη γυρίζει
στις πλάτες σου ορθώνονται πολιτείες.
Δεν σε ξεχνάμε.
_
γράφει η Χριστίνα Μαυρέλη
0 Σχόλια