Μνήμες χαμένες στην άμμο, άνθρωποι χαμένοι στα γρανάζια της μοίρας. Ένα καλό βιβλίο, μια αξιοπρεπής πρώτη απόπειρα της συγγραφέως στον λογοτεχνικό μας κόσμο. Έχει ωραίους διαλόγους, αρκετά αληθοφανείς, μια λίγο τραβηγμένη πλοκή αλλά δοσμένη καλά, ωραίους χαρακτήρες και μια ενδελεχώς τεκμηριωμένη μελέτη για το ιστορικό φόντο του μυθιστορήματος.
Η νύχτα της 6ης προς 7 Σεπτεμβρίου 1955 θα είναι εφιαλτική για τους Έλληνες της Πόλης. Το ξημέρωμα θα τους βρει πένητες, κάποιους άστεγους, η ζωή θα σταματήσει τον κύκλο της και θα τους πετάξει έξω από την τροχιά της. Εκείνο το βράδυ η οικογένεια Φωτεινού θα διαλυθεί οικονομικά και ψυχολογικά: η σοκολατερί τους θα καταστραφεί ολοσχερώς, η Μαρίκα θα βιαστεί και η Άννα, κυνηγημένη από τους Τούρκους, θα πέσει στον Βόσπορο και θα την περιμαζέψει ένα πλοίο με προορισμό τον Πειραιά, όπου θα αγωνιστεί να νικήσει την αμνησία που υπέστη και να θυμηθεί ποια είναι. Η Μαρίκα, από αγάπη προς τους γονείς της, θα παντρευτεί τον πλούσιο Χιλμί, ιδιοκτήτη εργοστασίου σοκολάτας, που την αγαπά βαθιά, ώστε να ξαναστήσει ο πατέρας της την επιχείρησή του. Θύμα αυτής της εξαγοράς, ο έρωτάς της με τον Αντρέα, τον άντρα που την έσωσε από τη φωτιά της σοκολατερί. Έντρομη στο γάμο της ανακαλύπτει ότι ο Αντρέας είναι ετεροθαλής αδελφός του Χιλμί. Παράλληλα, η Άννα ζει στην Αθήνα με τη φίλη της, Αρμένισσα Ελίζ, που τη βάφτισε Αρίν ώσπου να ξαναθυμηθεί την ταυτότητά της. Ο ξάδερφος της Ελίζ, Αλέξης, έχει αναψυκτήριο στη Σωκράτους κι έχει γίνει στέκι μουσικών παραγωγών και τραγουδιστών. Η Άννα-Αρίν εργάζεται εκεί και τυχαία ανακαλύπτουν την εντυπωσιακή φωνή της. Έτσι ξεκινάει η καινούργια της ζωή στην πρωτεύουσα. Θα καταφέρει η Άννα να θυμηθεί την οικογένειά της στην Πόλη; Τι της επιφυλάσσει η μοίρα στους δύσβατους δρόμους του καλλιτεχνικού στερεώματος; Τι θα γίνει με τον κρυφό έρωτα της Μαρίκας με τον Αντρέα και τι σκοτεινά μυστικά κρύβει ο Χιλμί; Ποια είναι η πραγματική ταυτότητα του κατά συρροήν βιαστή που κυκλοφορεί στις φτωχογειτονιές της Βασιλεύουσας;
Είπαμε, η πλοκή ίσως φανεί λίγο ακραία στον αναγνώστη, όμως η συγγραφέας την υπερασπίζεται με αγάπη, την ντύνει με ωραία, καλολογικά και πραγματολογικά στοιχεία, και όλο αυτό κορυφώνεται στα τελευταία κεφάλαια όπου η Μαρίκα βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο. Δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω κακογραμμένο, γιατί διακρίνω ψήγματα καλαισθησίας και είμαι σίγουρος ότι στο δεύτερο βιβλίο της η συγγραφέας θα έχει βελτιωθεί σημαντικά. Έχει ψάξει για την εποχή και τους τόπους (μου έκανε εντύπωση η γνώση της για την Κυψέλη της δεκαετίας του 1950, όπου ζω κι εγώ και ξέρω πρόσωπα και καταστάσεις), έχει δέσει καλά την εξέλιξη του μύθου, τίποτα δε μου φάνηκε περιττό, ούτε καν μια εκτεταμένη ερωτική σκηνή για να γεμίσουν οι σελίδες. Επίσης υπάρχει και μια σεμνότητα κι ένας σεβασμός στον αναγνώστη, όταν (από φόβο; από τρακ;) δεν κατονομάζει τους γνωστούς τραγουδιστές της εποχής που συναναστρέφονται τη Μαρίκα αλλά τους δίνει «μασκαρεμένα» επώνυμα, π. χ. ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι ο Στέλιος Κοζανίδης, ο Χριστάκης (;) είναι ο Λυράκης, η Μαρία Κάλλας είναι η Μαρία Κωλέττη κλπ. Αν τα κοιτάξει κανείς όλα αυτά με αυστηρή ματιά ίσως γελάσει και θεωρήσει την ανάγνωση του βιβλίου χαμένο χρόνο. Προσωπικά, λόγω της πρώτης απόπειρας της συγγραφέως, ούτε ένιωσα έτσι ούτε θέλησα να εκφραστώ έτσι. Ναι, θα μπορούσε η ιστορία των γονιών του Χιλμί να μην είναι επανάληψη του καταδικασμένου έρωτα της Μαρίκας με τον Αντρέα και να μην έζησε και η μάνα Έσρα τα ίδια. Ναι, θα μπορούσε η μάνα του Χιλμί να αντιδράσει διαφορετικά στις αποκαλύψεις του γιου της και τα κίνητρά του να έχουν καταβολές από άλλα αίτια. Ναι, μου φάνηκε πολύ περίεργο που η Μαρίκα ξεκίνησε ως λαϊκή τραγουδίστρια και στη συνέχεια στράφηκε στην όπερα (όπερα είχε σπουδάσει στην Πόλη, μη βιάζεστε). Ναι, θα μπορούσα να γελάσω και να πω «καλά, στον Βόσπορο ήταν το καράβι, δεν μπορούσε να σταματήσει σε καμιά προβλήτα πιο κάτω αντί να συνεχίσει για Πειραιά;», όμως, όπως έχω τονίσει πολλές φορές, ΠΕΙΘΟΜΑΙ γι’ αυτό που διαδραματίζεται στις σελίδες κι είναι τέχνη να καταφέρεις να πείσεις κι όχι να ξεγελάσεις τον αναγνώστη. Η συγγραφέας λοιπόν δεν ξεγελά τον αναγνώστη, δε στηρίζεται σε εύκολες λύσεις, χαράζει τον δικό της δρόμο και παραδίδει το έργο της με αγωνία και χαρά. Είμαι σίγουρος ότι σε μια δεύτερη προσπάθεια θα βελτιώσει κατά πολύ το ταλέντο της.
0 Σχόλια