Θαλάσσιες σπηλιές,
τη Γοργώ γέννησαν,
βραχώδης μήτρα.
Να γιατί τη λέμε Ευτυχία.
Γιατί μας θρέφει.
Μήνες μετά και το παιδί της να γεννά,
την Ευτυχία, της θάλασσας.
Να γιατί τη λέμε μητέρα θάλασσα:
Γιατί ποιεί τον κόσμο.
Βισκαϊκός και κάτω απ’ τις προπέλες,
ο Έρωτας βυθίζεται μαζί με το βαπόρι.
Σπαρμένη με κόκκαλα ο βυθός της.
Να γιατί λέμε ότι θρέφεται από εμάς.
Αιώνες μετά και Εκείνη,
Παρόχθια, το φόρεμά της με πέτρες γεμίζει,
Αργά μα σταθερά αφήνεται.
Στιγμές μετά, το μαντολίνο επιπλέει.
Ξαναγυρνά στη μήτρα που τη γέννησε:
στη θάλασσα.
Να γιατί λέμε ότι μας σκοτώνει.
Αυτή τη στιγμή, ένα παιδί
πίνει νερό,
στο όνομα της αθωότητας,
στην άγια κρήνη μιας εκκλησιάς.
Διαβάζει τη μαρμάρινη επιγραφή:
«Νίψον ανομήματα,
Μη μόναν όψιν».
Τρέχει, το τόπι να πιάσει.
Ω, της συγχώρεσης κρύο νερό.
Είναι ευτυχισμένο.
0 Σχόλια