(Προς το μικρό αγόρι): Νάνι, αγόρι μου καλό. Κι από πού σε ρίξανε
-κουρασμένο κοτσυφάκι- στ’ άσπρο μαξιλάρι;
Πήγε η ώρα εννιά παρά, φώτα μισανοίξανε,
κι άγγελοι ήρθαν να σού φέρουν γαλανό λυχνάρι.
Δες απ’ τη σοφίτα μας τη βραδιά στο δρόμο:
λιώνει ο δίσκος της σελήνης στο παρκέ του Υψίστου.
Και τριζόνια – ποιητάδες με βιολί στον ώμο
φτιάχνουν και πουλούν σονέτα σε γωνιές Καρύστου.
Κουπεπέ του και νάνι και λόγια γλυκά,
νταχτιρντί του μες στ’ όνειρο που απόψε ανεβαίνει.
Έλα ύπνε, με τ’ άστρα τα βασιλικά
παρ’ τον γιό μου και δείξ’ του γραβάτα να δένει.
~ ~ ~
(Προς το μικρό κορίτσι): Νάνι, το κορίτσι μου. Κι από πού σε φέρνουνε
-γλαρωμένη αρχοντοπούλα- σ’ ακριβό μετάξι;
Σουρουπώνει ήσυχα, κι άγγελοι σού γέρνουνε
μήπως δίχως το κερί τους -τάχα- έχεις νυστάξει.
Δες απ’ το παράθυρο τη βραδιά στη ρούγα:
μοιάζει με μικρή Σπανιόλα που πουλάει τουλίπες:
στα μαλλιά έχει σφηνωμένη μαύρη ταρταρούγα
κι απ’ τα μάτια της γλιστράνε και χαρές και λύπες.
Κουπεπέ της και νάνι κι ανθοβόλημα ευχής,
νταχτιρντί της στη νύχτα που με φως αραιώνει.
Έλα ύπνε, και πάρ’ την κορούλα μου ευθύς
να τής μάθεις τον φιόγκο στη μέση να στρώνει.
_
γράφει η Ιωάννα Μαρία Νικολακάκη
0 Σχόλια