Ο Γεώργιος Βιζυηνός ή Σύρμας γεννήθηκε το 1849 στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης και πέθανε στην Αθήνα το 1896. Ήταν μέλος μιας πολύ φτωχής οικογένειας, με τον πατέρα του να δουλεύει στα καμίνια του ασβέστη και να πεθαίνει από τύφο το 1854, αφήνοντας τη μάνα να μεγαλώσει πέντε παιδιά: τον συγγραφέα, τον Μιχαήλο, τον Χρηστάκη (έμπνευση για τον αδικοσκοτωμένο αδελφό στο διήγημα «Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου»), την Άννα (που πέθανε όπως περιγράφεται στο διήγημα «Το αμάρτημα της μητρός μου») και την Αννιώ. Οι παππούδες του έστειλαν τον Βιζυηνό στα δέκα του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη να μάθει ράφτης δίπλα σ’ έναν θείο του κι έμεινε εκεί ως την ενηλικίωσή του, προστατευόμενος αρχικά του εμπόρου Γιάγκου Γεωργιάδη και στη συνέχεια του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, Σωφρονίου Β΄, στη Μεγαλόνησο, όπου και προοριζόταν για τον ιερατικό κλάδο. Στη συνέχεια σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, στη Γερμανία φιλοσοφία και φιλολογία, στο Παρίσι και το Λονδίνο και το 1885 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου διορίστηκε καθηγητής γυμνασίου και στη συνέχεια υφηγητής της Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1892 κλείστηκε λόγω σχιζοφρένειας στο Δρομοκαΐτειο όπου και κατέληξε. Στα έργα του συμπεριλαμβάνονται ποιήματα και διηγήματα, σημαντικά για την εξέλιξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Το «Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου» δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Εστία» από τις 10 ως τις 17 Απριλίου 1883 και έχουμε την εξής ιστορία: Η μητέρα του Γιωργή τον επισκέπτεται στην Κωνσταντινούπολη και με πόνο ψυχής του αφηγείται τι συνέβη στην οικογένειά του το διάστημα που έλειπε, κυρίως πώς δολοφονήθηκε ο αδελφός του, Χρηστάκης. Με την απρόσμενη βοήθεια ενός Τούρκου, που τον ωφέλησε η μάνα, θα λυθεί η υπόθεση με τον πιο παράδοξο τρόπο.
Η πλοκή εξελίσσεται με διαρκή πρωθύστερα, με το παρελθόν να ζωντανεύει μέσα από τις αφηγήσεις των χαρακτήρων που ήταν παρόντες στα εκάστοτε γεγονότα. Δεν πρόκειται για μια γραμμική, ευθεία αφήγηση αλλά για διαρκείς εναλλαγές με το παρελθόν και μια κλιμακούμενη ένταση και αγωνία, μιας και τα πρόσωπα βιώνουν την έννοια της «τραγικής ειρωνείας» χωρίς να το γνωρίζουν: η μάνα του Βιζυηνού ψάχνει τον δολοφόνο της χωρίς να ξέρει πως αυτός είναι πολύ κοντύτερα απ’ όσο νομίζει, ο Κιαμήλ βρέθηκε πιόνι σ’ ένα παιχνίδι της μοίρας και η μάνα του, που δέχτηκε ο ένας της γιος, ως βοηθός ανακριτής, να κάνει έρευνες για τη δολοφονία χωρίς να ξέρει ποιον στην πραγματικότητα ψάχνουν. Με αναδρομές στο παρελθόν που τοποθετούν τους ήρωες στις μοιραίες στιγμές της ζωής τους, διαχέεται μια γλαφυρότητα και στήνεται ολόκληρο ιστορικό και κοινωνικό υπόβαθρο, μάλιστα όσο η εξιστόρηση πλησιάζει στο τέλος της τόσο πιο τραγικά δεμένα δείχνουν τα γεγονότα καθαυτά και αλληλένδετα. Ο Κιαμήλης, προδομένος από τη γυναίκα που αγάπησε, αρχίζει να έχει τάσεις σχιζοφρένειας κι αυτό θα τον οδηγήσει στον δικό του, ανηφορικό Γολγοθά και παραδόξως στη λύση του μυστηρίου.
Με συγκίνησε πολύ η επιλογή του αφηγητή και αδελφού του θύματος να κρατήσει την αλήθεια κρυφή από τη μάνα του, όσο αβάσταχτη κι αν είναι. Με άψογη ψυχογράφηση, ο συγγραφέας παραθέτει με εξαιρετική λεπτομέρεια και αληθοφάνεια τον εσωτερικό κόσμο του Γιώργη, τους δύο αντίθετους κόσμους που συγκρούονται κατά τη ροή των γεγονότων (από εχθρικά διακείμενος προς τους Τούρκους μεταστρέφεται και τανάπαλιν) και την επί ξύλου κρεμάμενη θα έλεγα, μετά την τελική αποκάλυψη, απόφασή του. Η ίδια η μάνα του Γιώργη είναι μια γυναίκα που ξεκινάει από το «Να τον ιδώ κρεμασμένον, έλεγε, να τραβήξω το σχοινί του, και ύστερα ας αποθάνω» και καταλήγει στο «Ας τώβρη από τον Θεό όποιος τον εκατάντησε σε τέτοια δυστυχία!». Η αλλαγή της στάσης δεν οφείλεται στο γεγονός πως το φινάλε του διηγήματος δίνεται τρία χρόνια μετά τη σοβαρή αποκάλυψη της αλήθειας, οπότε μαλάκωσε τάχα μου ο πόνος, αλλά και στο ότι η γυναίκα αυτή βλέπει την ψυχική κατάπτωση και καταρράκωση του προστατευομένου της, Κιαμήλ, οπότε υπαναχωρεί από τα δικά της δεινά.
Το «Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου» είναι ένα δυνατό συναισθηματικά κείμενο, με τέτοια κλιμάκωση της ιστορίας και τόσο έντονη κορύφωση της αγωνίας που κάλλιστα θα μπορούσα να πω πως γράφτηκε σήμερα, απότοκο και παράγωγο τόσων και τόσων ρευμάτων και τάσεων της παγκόσμιας και εγχώριας παραγωγής. Κι όμως, πρόκειται για ένα από τα πρώτα δείγματα ελληνικής διηγηματογραφίας, σε μια εποχή που κυκλοφόρησαν «Η γυφτοπούλα» του Παπαδιαμάντη, τα διηγήματα του Δροσίνη και αχνοφαίνεται ο Καρκαβίτσας.
Ο συγγραφέας δίνει αυτόν τον τίτλο στο κείμενό του για να παίξει με την έννοια της δικαιοσύνης. Ποιος είναι πραγματικά ο φονεύς, ο ηθικός ή ο φυσικός αυτουργός; Επίσης, δεν μπορεί να πει κάποιος πως ο πρωταγωνιστής είναι ένας και όλοι οι άλλοι αλληλεπιδρούν μαζί του, οπότε εδώ έγκειται άλλη μια διαφορετικότητα του Βιζυηνού. Αρχικά νομίζεις πως κεντρικός ήρωας είναι ο Κιαμήλ, μετά η μάνα, μετά ο Γιωργής, ακόμη κι ο Χρηστάκης κι έτσι σύντομα καταλαβαίνεις πως οι χαρακτήρες που διάλεξε ο συγγραφέας είναι σαν τους ηθοποιούς μιας καλοκουρδισμένης παράστασης: έρχονται, παίζουν τον ρόλο τους, περιμένουν τον επόμενο και στο τέλος συγκροτούν ένα ενιαίο και αρραγές σύνολο.
Μέσα από την ιστορία ξεπηδούν διάφορα ήθη και έθιμα κι ωραίες παροιμίες («Η γριά ζητά τον ψύλλο μεσ’ στο πάπλωμα κι εκείνος κάθεται ‘πα στα ματογυάλια της»), η μάνα να κερνάει τους ξένους για να το βρει κι ο γιος της που ζει μακριά απ’ την πατρίδα, η υποτιμητική άποψη για τη μόρφωση («… και τώρα σαν το γράφουνε μεσ’ στες εφημερίδες, δεν ηξεύρω κι εγώ η ίδια, το παιδί μου είναι, μαθές, που λένε ή κανένας φράγκος»!) και τόσα αλλά ενώ η γλώσσα εμπλουτίζεται και με τούρκικες λέξεις και ιδιωματισμούς.
Επίσης, έχοντας υπ’ όψιν πως ο συγγραφέας γεννήθηκε στην Ανατολική Θράκη και άρα συγχρωτίστηκε με Τούρκους συντοπίτες για μεγάλο διάστημα πριν ταξιδέψει στην Ευρώπη, μου έκανε εντύπωση η ουδετερότητα που κρατάει απέναντι στα καλά και τα κακά της τουρκικής αλλά και της ελληνικής φυλής. Μέσω του ξεκάθαρα αρνητικού απέναντι στους Τούρκους Γιωργή, αναπτύσσεται ένας «αποδομούμενος ρατσισμός», με αποτέλεσμα ο ήρωας σύντομα, χάρη στις ενέργειες του Κιαμήλ απέναντι στη δική του μητέρα, να τον κερδίσει και να τον κάνει ν’ αλλάξει γνώμη. Αυτή η οπτική δεν είναι τόσο έντονη όσο στον «Μοσκώβ Σελήμ» αλλά υπάρχει. Κάλλιστα θα μπορούσε να γράψει μονοδιάστατα κείμενα και να φανεί λάβρος κατά των Τούρκων όμως πράττει ακριβώς το αντίθετο με υποδειγματική γραφή και μελετημένη ψυχοσύνθεση.
Αυτό το ιδιαίτερο γνώρισμα γίνεται ακόμη πιο έντονο αν σκεφτεί κανείς πως την εποχή που γράφτηκε το διήγημα ήταν περίοδος έντονης αμφισβήτησης της ισχύος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κι άρχισαν να ενοχλούνται οι ντόπιοι κάτοικοι από τη συμβίωσή τους με τους Τούρκους. Κι όμως ο ρατσισμός που παρατηρεί κανείς χάνεται κι εμφανίζεται αρκετές φορές, όχι μόνο άπαξ: αλλάζει η στάση του Γιωργή λόγω της ματιάς της μάνας του και της εξιστόρησης των γεγονότων από την πλευρά της, όταν όμως μαθαίνει για τη δολοφονία του αδερφού του από Τούρκο, αυτό το συναίσθημα κυριαρχεί μόνο για να δώσει τη θέση του ξανά στην εύνοια προς το τέλος του κειμένου όταν η ίδια η μάνα του Γιωργή δείχνει πως δεν την ενοχλεί και τόσο πολύ η όλη κατάσταση! Ο χειρισμός των ψυχολογικών καταστάσεων και μεταπτώσεων είναι αποτέλεσμα των σπουδών ψυχολογίας που έκανε ο συγγραφέας στη Γερμανία.
Εκτός από το ζήτημα της ηθικής και φυσικής αυτουργίας, έχουμε και την ιδέα της «ποινής», δηλαδή της τιμωρίας, με την οικογένεια να θέλει αρχικά να τιμωρήσει τον ένοχο όμως σταδιακά αυτό ξεφουσκώνει, αποδυναμώνεται και το βάρος πέφτει στην προσωπική συντριβή του ενόχου, ιδιαίτερα όταν αυτός ανακαλύπτει τι πραγματικά συνέβη και για ποιο πράγμα είναι υπαίτιος! Η καταρράκωσή του, για την οποία τον περιμάζεψε η μάνα του αφηγητή, είναι και η καλύτερη «τιμωρία», αν πιστέψει κανείς πως αυτή η ψυχή, πιόνι μιας καλοστημένης παγίδας, πρέπει να τιμωρηθεί.
Ο «Μοσκώβ Σελήμ» δημοσιεύτηκε επίσης στην εφημερίδα «Εστία» από τις 28 Απριλίου ως τις 16 Μαΐου 1895, περίοδο εγκλεισμού του συγγραφέα στο ψυχιατρείο. Πρόκειται για την ιστορία του Σελήμ, γιου γνωστού μπέη της Κωνσταντινούπολης που η μητέρα του έντυνε με κοριτσίστικα ρούχα αφού δεν απέκτησε ποτέ κόρη και ο πατέρας του έδειχνε ολοφάνερη αδυναμία στον πρωτότοκο γιο του. Όταν όμως αυτός κλήθηκε να υπηρετήσει στον στρατό, λιποτάκτησε κι έτσι ο Σελήμ πήρε τη θέση του αδελφού του για να περισώσει την τιμή της οικογένειάς του, ελπίζοντας πως έτσι θα τον αγαπήσει ο πατέρας του. Δέκα χρόνια μετά επιστρέφει στη διαλυμένη πλέον οικογένειά του και ζει δύσκολες και πρωτόγνωρες καταστάσεις με τον μέθυσο ξαναπαντρεμένο πατέρα του, στον οποίο η δεύτερη σύζυγος συκοφαντεί τον Σελήμ. Η συμμετοχή του αργότερα στον πόλεμο της Κριμαίας θα κλονίσει για πάντα τον εσωτερικό του κόσμο χάρη σ’ ένα αναπάντεχο γεγονός όμως και τα τελευταία χρόνια της ζωής του είναι μια σωρεία από ανατροπές.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικό, επίσης πολυεπίπεδο διήγημα, με διαρκή χρήση flash back, γεμάτο από ιδέες, έννοιες και σημαντικές διαχρονικές παρατηρήσεις. Πού να πρωτοσταθεί κανείς! Στη συνήθεια των δυτικών κυρίως οικογενειών να δίνεται υπερβολική αγάπη στον πρωτότοκο (ας μην ξεχνάμε πως και ο Βιζυηνός πρωτότοκος ήταν αλλά έφυγε νωρίς για μια καλύτερη τύχη); Στη διαστρεβλωμένη αγάπη των μανάδων να ντύνουν τα αγόρια τους με γυναικεία ρούχα; Στην αγάπη προς την πατρίδα, μια πατρίδα που δε διστάζει να εγκαταλείψει τους στρατιώτες της στα πεδία των μαχών, με αποτέλεσμα οι εχθροί να φερθούν στους αιχμαλώτους περισσότερο κι από αδέρφια; Ή στο γεγονός πως ο Βιζυηνός εκμεταλλεύεται την τάση των Ελλήνων της εποχής να προσέβλεπαν στο «ξανθό γένος», δηλαδή τους Ρώσους, για να τους απελευθερώσουν από τον οθωμανικό ζυγό κι έτσι βρίσκει την ευκαιρία να αναφερθεί τεκμηριωμένα και εξισορροπημένα και σε Ρώσους και σε Τούρκους, τονίζοντας τα αρνητικά και τα θετικά τους χαρακτηριστικά και μέσα από όλη αυτήν την περιπέτεια και τις επάλληλες ανατροπές να υποδείξει πως ο καθένας οφείλει να πιστέψει στη δική του εθνική και φυλετική ταυτότητα, μιας και σε καιρό πολέμου τίποτα πιο δυνατό δεν υπάρχει από το συμφέρον;
Μια τραγική και ταυτόχρονα γοητευτική προσωπικότητα είναι ο Μοσκώβ Σελήμ, τον οποίο ο αφηγητής δεν παρουσιάζει απευθείας αλλά φροντίζει πρώτα να εξιστορήσει πώς κατέληξε στο χωριό όπου ζούσε ο παράξενος αυτός άνθρωπος, να περιγράψει όπως πάντα διορατικά και ρεαλιστικά τον τόπου και τις συνήθειές του. Τον συμπάθησα από την αρχή τον πρωταγωνιστή, γιατί με την μπέσα του και τον αδαμάντινο χαρακτήρα του είναι σα να βγαίνει από τις άψυχες σελίδες και να στέκεται στο πλάι του αναγνώστη όσο εξιστορεί τα παθήματά του (που δεν είναι και λίγα). «Το νερό και η φωτιά μπορούν να κάμουνε φιλία μεταξύ τους και να έχουνε, ο Μόσκοβος και ο Ισλάμ ποτέ, ποτέ!». Από την αρχή λοιπόν ήταν κατά των Ρώσων, που πίστεψε πως εποφθαλμιούσαν να καταπατήσουν τα εδάφη της πατρίδας του και με κάθε πόλεμο αυτό το μίσος φούντωνε. Φτάνει όμως η στιγμή που ζει τη μεγαλύτερη έκπληξη και καταλήγει, τόσα χρόνια μετά: «Παντού ενικήσαμε και παντού εχάσαμε. Γι’ αυτό δεν θέλω πλέον να ηξεύρω τίποτε». Εξίσου βαθυστόχαστη είναι και η ακόλουθη φράση: «Δεν ειν’ αλήθεια πως και οι πέτρες, που είναι στον κόσμο, αν εύρισκαν κανέναν να πουν τα ντέρτια τους, θα ήσαν ελαφρότερες;». Το πιο τραγικό απ’ όλα είναι πως αυτό το συγκλονιστικό κείμενο, το καλύτερο κατ’ εμέ απ’ όλα του, γράφτηκε κατά τις περιόδους διαύγειας που είχε όσο ήταν κλεισμένο στο φρενοκομείο. Ένα ακάματο πνεύμα, πλήρως δοσμένο στη λογοτεχνία!
Αυτά και άλλα διηγήματα του Γεωργίου Βιζυηνού που περιέχονται στη συλλογή αυτή, αν και γραμμένα στην καθαρεύουσα, κάτι που ίσως ξενίσει όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με αυτήν τη μορφή, είναι ανατρεπτικά, πολυεπίπεδα, με συναρπαστικές ψυχογραφίες, ρεαλισμό και εκπληκτική σύνθεση. Πολλές φορές ένιωσα αγωνία για τη συνέχεια των συμβάντων ή έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται τι θα έκανα εγώ στη θέση κάποιων από τους χαρακτήρες. Πρόκειται για πολυσέλιδα διαμαντάκια που, αν και περιγράφουν συμπεριφορές, ιστορίες και αντιλήψεις ανθρώπων που έζησαν στα τέλη του 19ου αιώνα η διορατικότητα, η αντίληψη και η παρατηρητικότητα του συγγραφέα μαζί με τις πολλές και διαφορετικές αφηγηματικές αφετηρίες και συνθέσεις κατάφεραν να διατηρήσουν αναλλοίωτα τα βασικά γνωρίσματα της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας και να τα εγκιβωτίσουν σε φόρμες και περιπτώσεις οικείες ακόμη και στον σημερινό αναγνώστη. Είναι ευρηματικά και ως προς την πλοκή και ως προς τη γλώσσα και οφείλει να έρθει σε επαφή μαζί τους οποιοσδήποτε αγαπά να ψάχνει κάτι το ξεχωριστό στην ελληνική και ξένη διηγηματογραφία.
0 Σχόλια