«Τη βλέπεις τη βάρκα;»
«Τη βλέπω, στραβός είμαι;»
«Με δαύτη θέλω απόψε να πάω το Μαρικάκι μια βόλτα», είπε ο Λευτέρης και έδειξε προς τη θάλασσα.
«Κι αν το μάθει ο κυρ Πετρής, ο ψαράς;»
«Τα βράδια ο κυρ Πετρής είναι στο καφενείο και παίζει πρέφα ως το ξημέρωμα. Λίγες ώρες θα τη δανειστώ, δε θα την κλέψω κιόλας!»
Ο Μανώλης, που ήταν και πιο μικρός, τον κοίταζε με απορία.
«Γιατί θέλεις να πας βόλτα με τη Μαρίκα όταν νυχτώσει; Αφού τη βλέπεις κάθε μέρα στο μαγαζί».
«Όταν την βλέπω, είναι κι η μάνα της μπροστά. Εγώ θέλω να είμαστε οι δυο μας για να της πω κάτι».
«Τι θέλεις να της πεις;»
«Με έσκασες με τις πολλές ερωτήσεις, βρε Μανωλιό! Λέγε, θα της δώσεις τούτο το ραβασάκι;»
Ο Λευτέρης πρότεινε το διπλωμένο χαρτί μα ο Μανώλης δίσταζε να το πάρει.
«Αν το μάθει η μάνα της θα έχεις κακά ξεμπερδέματα».
«Έννοια σου και έχω καλό σκοπό για το κορίτσι. Το μόνο που θέλω από σένα είναι της το δώσεις και μετά ξέρω εγώ τι πρέπει να κάνω. Και δε θα σε αφήσω έτσι... μια ολάκερη σακούλα με καραμέλες θα σου δώσω».
«Σοκολάτες θα έχει η σακούλα;»
«Θα 'χει, θα 'χει».
«Μαστίχες;»
«Θα 'χει κι απ' αυτές».
Το σπίτι της οικογένειας του Μανώλη ήταν δίπλα σε αυτό της κυρά-Καλλιόπης της χήρας. Ευτυχώς για κείνη ο μακαρίτης τής είχε αφήσει ένα ψιλικατζίδικο και μπόλικα στρέμματα με ελιές. Η κόρη της, η Μαρίκα, ήταν από τα πιο όμορφα κορίτσια της περιοχής.
Ο Λευτέρης έκανε θελήματα στο μαγαζί μα περισσότερο γύρευε να χαζέψει τις ξανθιές πλεξούδες της Μαρίκας. Όταν δεν κοίταζε η κυρά-Καλλιόπη όλο έβρισκε προφάσεις να της απευθύνει τον λόγο. Μια φορά δε δίστασε ακόμη και ποίημα να της απαγγείλει. Εκείνη από την ντροπή της, κατέβαζε συνήθως τα μούτρα μα την προηγούμενη τού χαμογέλασε τόσο γλυκά που ο Λευτέρης δεν μπόρεσε να κοιμηθεί όλο το βράδυ.
«Εντάξει, θα της το δώσω», είπε τελικά ο Μανώλης.
Παίρνει το ραβασάκι και χάνεται στην επόμενη γωνία. Έπρεπε να βρει ένα τρόπο και να τρυπώσει στο σπίτι της το συντομότερο δυνατό -σε λίγες ώρες θα νύχτωνε και ο Λευτέρης θα την περίμενε κρυμμένος στη βάρκα. Όσο περπατούσε τόσο αναρωτιόταν τι γύρευε ο φίλος του από τη Μαρίκα. Είχε ακουστά πως καμιά φορά τα αγόρια και τα κορίτσια έρχονται πολύ κοντά -τόσο που τα κεφάλια τους δεν ξεχωρίζουν. Δεν ήταν όμως και σίγουρος αν αυτό ήταν καλό γιατί κάποτε ο μπαμπάς του τού έδωσε δυο γερές καρπαζιές επειδή τον κρυφοκοίταξε ενώ έσμιγε τα χείλη του με εκείνα της μάνας του.
Μήπως αυτό ήθελε και ο Λευτέρης να κάνει στη Μαρίκα; Κι αν έπαιρνε είδηση η κυρά-Καλλιόπη πως ήταν βαλτός να μηνύσει της κόρης της, τι θα γινόταν; Θα το μάθαινε ο πατέρας του και τότε όχι δυο αλλά πενήντα δυο καρπαζιές θα μάζευε!
Κι από την άλλη όμως, να χάσει μια σακούλα γεμάτη με γλυκά; Ήδη του τρέχανε τα σάλια. Από τώρα σκεφτόταν τη στιγμή που θα κρυβόταν πιο πέρα κι απ' τις ελιές της περιοχής και θα τα έτρωγε όλα μόνος του. Όχι και να χάσει τέτοια ευκαιρία.
Έφτασε στο σπίτι της Μαρίκας, η οποία καθόταν στο επάνω μπαλκόνι και χάζευε τη θάλασσα. Μπήκε μέσα με προσοχή μα για κακή του τύχη τον πετυχαίνει η Καλλιόπη.
«Τι κάνεις εδώ που κακό χρόνο να 'χεις;»
Ο Μανώλης άσπρισε σαν το πανί.
«Πε... πέρασα να πω μια καλησπέρα στη Μαρίκα».
«Αμ δεν ξέρω εγώ τι γυρεύεις; Για χαζή με έχεις;»
«Εεε... εγώ δεν...»
«Μπήκες για να κλέψεις πάλι τα σοκολατάκια από το βάζο! Ξέρει η μάνα σου τις πομπές σου;»
Ο Μανώλης ξαναβρήκε το χρώμα του και την κοίταξε δήθεν μετανιωμένος.
«Συμπάθα με, κυρα-Καλλιόπη αλλά στο σπίτι μας δεν έχουμε γλυκά... Συγγνώμη, δε θα το ξανακάνω».
«Άντε, τράβα στη μεριά σου πριν έρθω και της τα προφτάσω».
Την ευχαρίστησε χίλιες φορές και έφυγε τρέχοντας. Μπήκε στο σπίτι του κι ακόμη η καρδιά του χτυπούσε άτακτα. Έτσι και μάθαινε η κυρά-Καλλιόπη για το ραβασάκι, τα πράγματα θα ήταν πολύ άσχημα.
Είχε πια νυχτώσει για τα καλά και ο Λευτέρης με γρήγορες αλλά και διακριτικές κινήσεις μπήκε στη βάρκα και περίμενε. Βολεύτηκε όπως-όπως και άρχισε να μετρά τα λεπτά για να έρθει επιτέλους το Μαρικάκι. Μύρισε λίγο τον κόρφο του και ένιωσε ευχαριστημένος. Μέχρι κι απ' την κολόνια του πατέρα του είχε βάλει.
Η ώρα περνούσε και το Μαρικάκι δε φαινόταν. Ίσως να μην κατάφερε να το σκάσει ή το χειρότερο: να μην ήθελε να τον δει. Και εκεί που σκεφτόταν κάθε πιθανό ενδεχόμενο που θα μπορούσε να κρατήσει την αγαπημένη του μακριά, είδε κάποιον να έρχεται. Επιτέλους, ήταν αυτή!
Της έγνεψε κι εκείνη μπήκε γρήγορα. Είχε τυλίξει το κεφάλι της με ένα μαντήλι και μόνο τα μάτια της ξεχώριζαν.
«Μαρικάκι, εκλεκτή της καρδιάς μου, πόσο χαίρομαι που δέχτηκες την πρόσκλησή μου!»
«Μμμ», είπε αυτή.
Της έπιασε το χέρι και την κοίταξε τρυφερά.
«Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να σε αγγίξω περαιτέρω. Αυτά μετά τον γάμο, όπως είναι καθωσπρέπει. Γιατί θα παντρευτούμε, έτσι δεν είναι; Θα έρθω στη μάνα σου και θα σε ζητήσω κι εσύ θα δεχτείς. Ναι, Μαρικάκι μου;»
«Μμμ», ξανάπε σε πιο ενθαρρυντικό τόνο αυτή τη φορά.
«Το ξέρω πως είσαι πολύ ντροπαλή, το έχω καταλάβει. Άμα θέλεις, μη λες κουβέντα, εγώ τα καταλαβαίνω όλα από τα μάτια σου».
Αφού πέρασε ένα όμορφο βράδυ ο Λευτέρης βαστώντας το χέρι της αγαπημένης του, πήγε κεφάτος την επομένη στο μαγαζί. Δεν πέρασε μια ώρα και να σου ο Μανώλης.
«Πού είναι τα γλυκά που μου έταξες;»
Ο Λευτέρης τον τράβηξε σχεδόν έξω στον δρόμο μην τυχόν και ακούσει κάτι η κυρά-Καλλιόπη.
«Έννοια σου, βρε κατεργάρη. Εδώ τη φυλάω τη σακούλα. Ορίστε, χαλάλι σου!»
«Πέρασες όμορφα χθες;»
«Ναι, με αγαπάει το Μαρικάκι».
«Σου το είπε;»
«Μου το φώναξε το γαλάζιο των ματιών της».
Ο Μανωλιός έπνιξε ένα γέλιο και ο Λευτέρης σοβάρεψε ξαφνικά.
«Άντε βρε νιάνιαρο, φύγε τώρα και το βράδυ ξέρεις... δώσε της αυτό... θέλω να τη δω πάλι».
«Και τι θα κερδίσω;»
«Έχουμε και τα δώρα σου, ανάθεμά σε! Αυτή τη φορά δυο σακούλες».
«Θα το κανονίσω».
Όλη τη μέρα στο μαγαζί κοίταζε γλυκά τη Μαρίκα μα εκείνη χαμήλωνε το βλέμμα της. Και τότε καμάρωνε που βρήκε ένα κορίτσι όχι μόνο όμορφο και πλούσιο αλλά και σοβαρό.
Μόλις νύχτωσε, ο Λευτέρης, που πάλι μοσχοβολούσε, πήγε και κρύφτηκε στη βάρκα για να την περιμένει. Όταν εκείνη φάνηκε, κόντεψε να λιποθυμήσει από τη χαρά του. Τα λόγια αγάπης που έβγαιναν από τα χείλη του δεν είχαν τελειωμό.
«Δεν σου είπα τίποτε το πρωί για να μην μας πάρει χαμπάρι η μάνα σου. Έπειτα, είναι πιο ωραίο για σας τα κορίτσια, που είστε και ρομαντικά, να σας δίνει ο αγαπημένος σας ραβασάκι».
Λέξη δεν του είπε πάλι. Μονάχα «μμμ» άκουγε ο Λευτέρης από τα χείλη της- άλλοτε ενθουσιώδη και άλλοτε ουδέτερα. Κάποια στιγμή σήκωσε τα χέρια της και πίεσε απαλά τα βλέφαρά του.
«Τι; Θέλεις να τα κλείσω; Μα πόσο ντροπαλή είσαι πια; Σε λίγο καιρό στο ίδιο κρεβάτι θα κοιμόμαστε! Τέλος πάντως, ας είναι», είπε και τα σφάλισε.
Έβγαλε το μαντήλι γρήγορα και το άφησε πάνω στους ώμους της. Πλησίασε τον Λευτέρη σε απόσταση αναπνοής. Έφερε τα χείλη της κοντά στα δικά του και λιγάκι αδέξια τού άφησε ένα γλυκό φιλί. Πριν προλάβει να συνέλθει ο νεαρός από την ευχάριστη έκπληξη, η κοπέλα τύλιξε πάλι το κεφάλι της.
Την ώρα που επέστρεφαν στον μώλο, είδαν μια ανδρική φιγούρα να τους περιμένει.
«Πού να σας πάρει η ευχή! Στη βάρκα μου βρήκατε να βγάλετε τα μάτια σας;» φώναξε ο ψαράς.
«Δεν είναι αυτό που νομίζεις, κυρ Πετρή», άρχισε να λέει ο Λευτέρης.
«Ανάθεμά σας! Ποιοι είστε μωρέ;» ρώτησε πριν κοιτάξει καλύτερα. «Εσύ, μωρή σιγανοπαπαδιά, ποια είσαι που 'χεις καλυμμένο το πρόσωπο;»
Μιλιά δεν έβγαλε το κορίτσι. Και τότε ο ψαράς τράβηξε απότομα το μαντήλι και επιτέλους φάνηκε η φάτσα της. Ο Λευτέρης έμεινε στήλη άλατος. Αυτή δεν ήταν η Μαρίκα!
«Τίνος παιδιά είστε, μωρέ;» συνέχισε το βιολί του ο Πετρής.
«Αγνή, εσύ είσαι; Α, τον συφοριασμένο!» άρχισε να λέει ο Λευτέρης. «Α, τον άτιμο που έτσι και πέσει στα χέρια μου θα φάει της χρονιάς του!»
«Μη Λευτέρη. Μην πειράξεις τον αδερφό μου, δε φταίει εκείνος. Φοβόταν να πάει το ραβασάκι της Μαρίκας. Κι έτσι τού πρότεινα να έρθω εγώ... Πάντα μ' άρεσες, Λευτέρη, μα εσύ μόνο το Μαρικάκι κοίταζες», απάντησε με παράπονο.
Ο νεαρός έφυγε τρέχοντας. Την επομένη έψαξε παντού να βρει τον Μανωλιό μα εκείνος άφαντος. Πέρασαν μερικές μέρες και ο θυμός καταλάγιασε μέσα του. Μόνο που τη θέση του θυμού ήρθε να πιάσει κάτι άλλο. Κάτι που δεν ήξερε τι ήταν ακριβώς. Τα βράδια δεν μπορούσε να κοιμηθεί -μονάχα στριφογύριζε στο κρεβάτι του. Τη μέρα τραγουδούσε μα πλέον δεν πρόσεχε τις αντιδράσεις της Μαρίκας. Ώσπου ένα απόγευμα ντύθηκε, στολίστηκε και τράβηξε για το σπίτι του Μανώλη. Τελικά, η Αγνή ήταν πιο όμορφη.
_
γράφει η Έλενα Σαλιγκάρα
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Πάρα πολύ όμορφη η ιστορία σου Έλενά μου , με αγωνία , με καρδιοχτύπια και με μία γλυκύτατη ανατροπή 🙂 Καλή Ανάσταση!!
Πολύ ωραία ιστορία! Υπέροχοι διάλογοι, η ανατροπή στο τέλος μοναδική. Απέδειξες πως ο έρωτας είναι τυφλός. Καλό Πάσχα!
Άννα και Χριστίνα ευχαριστώ πολύ για τα όμορφα σχόλιά σας! Με γεμίζετε χαρά! 🙂
Σας εύχομαι Καλό Πάσχα!
Είδες τι παγίδες που κρυβουν τα σκοτάδια; Μα αν είναι να σου βγουν για καλό ποτέ μη φωτιστούν . Πάλι καλά. Προς στιγμή νόμιζα πως θα ήταν ο …Μανωλιός μεταμφιεσμένος διαβάζοντας αυτό το μμμ…πλάκα είχε η ιστορία σου Ελένα .
Σου εύχομαι ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ και με το καλό να ξαναπάς στην Κρήτη που μας έσκασες κι’ εσύ με δαύτην Είχαμε τη Μάχη που όσο ναναι έχει και έναν λόγο να μας την επαινεί έχουμε τώρα και τους τουρίστες !!!!
Λένα μου είπαμε… έρωτας ! 🙂
Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια. Ό,τι καλύτερο σου εύχομαι!
Ελενάκι μου από δω το πήγες από κει το έφερες, μας τη σκάρωσες την ανατροπή!!! Πολύ όμορφη η ιστορία σου με μια αγάπη αλλοτινών καιρών!!!Μπράβο σου κορίτσι μου… Σου εύχομαι μια χαρούμενη Ανάσταση!!!
Ευχαριστώ Σοφία μου! Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε! Καλό Πάσχα! ♡
Μα τι ευρηματικό σενάριο!!!!!!!!!!!!!!! Μπράβο Έλενα… Θεότυφλος ο έρωτας…. Αποδεικνύεται περίτρανα μέσα από την όμορφη ιστορία σου! <3 ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!!!!!!!!!!!!
Ευχαριστώ πάρα πολύ! Πιο τυφλός δεν γίνετια! 🙂
Όμορφες γιορτές εύχομαι!
“Μόνο που τη θέση του θυμού ήρθε να πιάσει κάτι άλλο”
Έτσι είναι ο έρωτας – χτυπάει εκεί που δεν το περιμένεις!
Πολύ δροσερό κια πρωτότυπο, Έλενα μου!
Ευχαριστώ πολύ Βάσω μου!
Καλή Ανάσταση και Καλό Πάσχα!
Ωραιό Ελενά μου.Το απόλαυσα. Ωραίες περιγραφές, διάλογοι, και γλυκιά αντροπή και φινάλε! Καλή σου Ανάσταση! Πάντα έτσι δημιουργική
Ευχαριστώ πολύ Μάχη μου!
Ό,τι καλύτερο σου εύχομαι!