Η ώρα ήταν περασμένη. Η νύχτα μάζευε τα μεταξωτά της πέπλα και η μέρα άπλωνε τα δικά της, βάφοντας τον ουρανό με τα μοναδικά της χρώματα, όταν ο ψηλός μελαχρινός άντρας, με φανερά τα σημάδια της κούρασης πάνω του, κατευθύνθηκε προς το παγκάκι, αδιαφορώντας για την μαγεία που κυριαρχούσε δίπλα του. Το μάτια του είχαν χάσει τη λάμψη της προηγούμενης νύχτας, όπως κι όλα πάνω του. Ακόμη και τα ρούχα και τα παπούτσια του, μαρτυρούσαν εγκατάλειψη, παραίτηση, μαρασμό. Με τα πόδια βαριά, ίσα που να μπορούν να σηκώσουν το βάρος του κορμιού αλλά πιότερο της ψυχής του, έφτασε στο μοναχικό παγκάκι.
Πόσο θα ήθελε να γύρει πάνω του και να κλείσει τα μάτια του. Να κλείσει τα μάτια του και να διαγράψει ως δια μαγείας την προηγούμενη ζωή του. Τόσα λάθη, τόσα τραγικά λάθη. Λάθη που τον έκαναν να βρίσκεται τώρα σ’ αυτό το σημείο και να προσπαθεί να διώξει το παρελθόν, αλλά αυτό να μην ξεκολλάει από πάνω του, σαν την κιτρινωπή ουσία που άφηνε ο καπνός πάνω στα χέρια του όταν ο ίδιος, πιτσιρίκι ακόμη, βοηθούσε τους γονείς του στο μάζεμά του.
Τι παράξενα παιχνίδια του έπαιζε το μυαλό του αυτήν την ώρα; Σε τι ανήλιαγα μονοπάτια ξεστράτισε η σκέψη του; Τι ξεχασμένες και μακρινές εικόνες, εικόνες από μια άλλη ζωή που του φαινόταν σαν να μην την είχε ζήσει, ξεπηδούσαν από τα σκονισμένα συρτάρια του μυαλού του;
Η μυρουδιά του καπνού που είχε νοτίσει τα παιδικά του χέρια, χρόνια πριν, τρύπωσε μέσα του. Με πόση δίψα την αναζητούσε αυτή τη στιγμή! Με μηχανικές, αργές και αβέβαιες κινήσεις έφερε το χέρι του στην δεξιά τσέπη του σακακιού του, ψάχνοντας απεγνωσμένα και παρακαλώντας να σταθεί έστω κι αργά, έστω και γι’ αυτό το μικρό, το ασήμαντο, για λίγο τυχερός και να υπάρχει κάποιο ξεχασμένο τσιγάρο στο πακέτο του. Με τη δεύτερη προσπάθεια και ψάχνοντας στην αριστερή τσέπη, το βρήκε. Τα μάτια του άστραψαν από μια λάμψη σχεδόν εκτυφλωτική. Μόλις η νικοτίνη πότισε κάθε πόρο του ταλαιπωρημένου του κορμιού, ένιωσε να χαλαρώνει κι εκεί, ανάμεσα στα παράξενα σχέδια που δημιουργούσε ο καπνός μπροστά τα μάτια του, άρχισε να ξεδιπλώνεται η ζωή μπροστά του.
Θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια, τα τόσο στερημένα αλλά τόσο ευτυχισμένα. Ξυπόλητος να τρέχει στα χωράφια με τα καπνά να μαζεύει, να μυρίζει, να χαϊδεύει, να αποθηκεύει τις μυρουδιές της φύσης, σαν να ήξερε πως γρήγορα θα τις αποχαιρετούσε.
Και μετά το κακό.
Η συμφορά.
Ο θάνατος.
Η απώλεια.
Η δυστυχία.
Η απόγνωση.
Η χαμένη αθωότητα.
Όμως η ζωή έχει τον δικό της τρόπο να συνεχίζει. Έτσι κι αυτός. Συνέχισε. Δύσκολος ο δρόμος και κακοτράχαλος αλλά και η δικαίωση που ήρθε μετά από χρόνια και το πως κατάφερε να βγει νικητής, τον δικαίωσε και με το παραπάνω και τον ίδιο αλλά κι όσους βρέθηκαν δίπλα του σ’ αυτές τις πονεμένες ώρες και πίστεψαν σ’ αυτόν.
Και τώρα;
Πώς θα αντικρίσει στα μάτια τον εαυτό του;
Πώς θα παλέψει με το θεριό που βρίσκεται μέσα του και του κατατρώει τα σωθικά;
Πώς θα κλείσει τόσες πληγές που δημιούργησε το πάθος του σ’ εκείνους που αγαπάει;
Πώς θα ξεκινήσει πάλι από το μηδέν;
Το έκανε αυτό και παλιότερα, αλλά είχε δίπλα του ανθρώπους που τον αγαπούσαν και τον στήριζαν. Τώρα η συμπεριφορά του και οι ενέργειές του τα γκρέμισαν όλα. Όλα θυσιασμένα στο βωμό του εύκολου κέρδους. Βορά στο πάθος των ζαριών.
Τα ζάρια…
Κλείνει τα μάτια του κι ο ήχος τους, καθώς αλλάζουν θέση μέσα την ιδρωμένη από το άγχος χούφτα του, ξυπνάει τις ναρκωμένες αισθήσεις του. Θυμάται με την παραμικρή λεπτομέρεια την πρώτη μέρα που τα έπιασε στα χέρια του. Την αγωνία, την ένταση, την άγνοια, το πρώτο του μικρό κέρδος. Θυμάται όμως και την τελευταία. Την χθεσινή. Την πώρωση, την εξάρτηση, την κατρακύλα, την απώλεια, την ταπείνωση, το τέλος.
Το τσιγάρο τελείωσε. Οι παράξενες φιγούρες που είχε δημιουργήσει και τον κρατούσαν συντροφιά για τα λίγα λεπτά της ζωής του, έγιναν αέρας, ταξιδιάρικα σύννεφα και χάθηκαν στο χρυσοκίτρινο φως του ουρανού, καθώς ο ήλιος έστελνε τα πρώτα του χαμόγελα συνοδευόμενα από τις ακαταμάχητες αχτίδες του.
Έστρεψε το κεφάλι του προς τη μεριά του για να τον υποδεχθεί. Έκλεισε για λίγο τα μάτια κι αφέθηκε στο χάδι του. Ένιωσε μέχρι τα βάθη της κουρασμένης ψυχής του τις ευεργετικές του ιδιότητες.
Τη ζεστασιά.
Τη γαλήνη.
Τη θαλπωρή.
Και τι δε θα ’δινε για να απαλλαγεί απ’ όλα αυτά τα μαύρα, τα σκοτεινά, που τον καταδυναστεύουν και του χαραμίζουν τη ζωή του. Και τι δε θα ’δινε να κρατάει μέσα στη χούφτα του το χέρι της αγαπημένης του, που ήταν εκεί δίπλα του και στα καλά και στα άσχημα, στα πολλά και στα λίγα μέχρι που την τσάκισε, την κατέστρεψε, την ισοπέδωσε κι αυτήν το πάθος του, όπως κι όλα όσα είχε χτίσει στη μέχρι τώρα ζωή του.
Πόσο του έλειπε το χαμόγελο της κόρης του. Το ξανθό του αγγελούδι με τα πράσινα μάτια. Με το χαμόγελο που τον λίγωνε κι έκανε την καρδιά του να κολλάει σαν σιροπιασμένος μπακλαβάς. Με το γάργαρο γέλιο της να τρυπώνει στα τρίσβαθα της ψυχής του και να επανέρχεται αργά και βασανιστικά για να υπενθυμίσει τα λάθη του, τις ομορφιές που είχε κι έχασε, τη ζωή που την άφησε να του γλιστρήσει μέσα από τα χέρια του.
Τα χέρια του…
Τα κοίταξε σαν να μην τα γνώριζε. Σαν να μην ήταν δικά του. Σαν κάποιος να τα φύτεψε εκεί. Και ξαφνικά τα μίσησε. Ναι, όσο δεν έχει μισήσει κανέναν και τίποτε στη ζωή του, εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό. Αν δεν ήταν αυτά δεν θα μπορούσε να κρατήσει τα ζάρια και δε θα ένιωθε την ηδονή να τυλίγει το κορμί του σε κάθε άγγιγμά τους. Τα έφερε στο κεφάλι του και με μαλακές, σχεδόν ερωτικές κινήσεις έτριψε τους κροτάφους του. Και τότε συνέβη το αναπάντεχο. Κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα τον χτύπησε και τίναξε το κορμί του προς τα πίσω. Σκηνές, που θα μπορούσαν να ανήκουν στο μέλλον του, πέρασαν μπροστά από τα μάτια του. Μέσα σ’ αυτές είδε τον πόνο, την μοναξιά, την τιμωρία, την απώλεια.
Ξαφνικά άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε τον ήλιο. Του φάνηκε σαν να του χάρισε το πιο γλυκό του χαμόγελο. Όχι, δεν θα άφηνε τη ζωή του να πάει χαμένη. Ο ξανθός του άγγελος με τα πράσινα μάτια τον περίμενε. Αυτή τη φορά δεν θα τον απογοήτευε. Ήξερε βαθιά μέσα του πως αυτή ήταν η τελευταία του ζαριά. Ναι, δεν μπορεί παρά να ήταν εξάρες!
_
γράφει η Μαρία Παπαπαναγιώτου
Αχ αυτά τα πάθη… Και πόσο όμορα δοσμένα…
είθε η τελευταία του τούτη ζαριά να είναι οι εξάρες!!!
Ευχαριστώ!!!!!!!!!!!!!
Ακόμη και μέσα στα καταστροφικά πάθη, την εμμονή και την απογοήτευση, μπορεί να κρύβεται μία σταγόνα ελπίδας. Αρκεί να πιστεύσουμε σ’ αυτήν και να την αγκαλιάσουμε.
Μπράβο, Μαρία!