Τρεις γυναίκες, τρεις μητέρες, τρεις ιστορίες. Άνθρωποι, πόνος, αίμα, Εμφύλιος. Τρεις άγνωστοι άνθρωποι που η Μοίρα τους φέρνει κοντά. Κοινό τους χαρακτηριστικό: η άδεια αγκαλιά. Ένα αριστούργημα λογοτεχνίας, ένας ύμνος στο παράλογο του Εμφυλίου, από έναν άντρα συγγραφέα που δεν παύει όμως να νιώθει τον ίδιο πόνο με μια γυναίκα που της παίρνουν το παιδί, από έναν άντρα συγγραφέα που θέλει να πει μια δύσκολη, σκληρή, ακόμα σιωπηρή για πολλούς ιστορία.Κρατήστε την ανάσα σας και διαβάστε το βιβλίο. Εδώ θα διαβάσετε όλες τις πλευρές του Εμφυλίου: ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΕΔΕΣ, ΟΠΛΑ, Χίτες, Ταγματασφαλίτες. Λαοκρατία, Χωνιά, Δεκεμβριανά, εξορίες, ΕΟΧΑ, Γρίβας, 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, μαυραγορίτες, όλα με αφορμή τα διάφορα περιστατικά που εκτυλίσσονται στο βιβλίο. Αίμα, αίμα, αίμα.
Ο συγγραφέας κεντά έναν καμβά περιστατικών, γεγονότων, ιστοριών, χωρίς να γίνεται ποτέ κουραστικός και με ένα απαράμιλλο στιλ γραφής που συνδυάζει τη λυρικότητα και την αφήγηση, μας κρατά σε αγωνία για τη συνέχεια. Συγκλονιστικές σελίδες, ανθρώπινες ιστορίες, λάθη, αδικίες, φρικαλεότητες, οι λέξεις περισσεύουν μπροστά στον πλούτο των πληροφοριών, των γεγονότων και των περιστατικών. Και μιλάμε για το πρώτο βιβλίο της τετραλογίας! Εδώ ξεκινούν οι ιστορίες των τριών γυναικών, από τις τελευταίες μέρες της Κατοχής ως τη συμφωνία της Βάρκιζας. Το κείμενο είναι βασισμένο σε προσωπικές μαρτυρίες και συνοδεύεται από ενδεικτική βιβλιογραφία.
Όσο πυκνό και δύσκολο φαίνεται από την περίληψη, τόσο εύκολο να το παρακολουθήσεις και να το κάνεις δικό σου είναι. Πουθενά δεν κουράζει, πουθενά δεν κάνει κοιλιά, πουθενά δεν διδάσκει. Ο συγγραφέας δεν αγνοεί τα αίτια και τα αιτιατά του Εμφυλίου αλλά δε στηλιτεύει, προτιμά να μιλήσει μέσα από τις μητέρες, που δεν είναι ούτε αγωνίστριες, ούτε σύντροφοι, ούτε πολίτισσες, ούτε τίποτα, άνθρωποι είναι, μάνες, γυναίκες. Όπως τόσοι και τόσοι που θυσιάστηκαν για κάποια ιδανικά, που εκμεταλλεύτηκαν τις περιστάσεις που δημιούργησε η ήττα. Από τις ελάχιστες περιπτώσεις που θέλω να γνωρίσω από κοντά τον συγγραφέα και να συζητήσω μαζί του για τις σκέψεις του, τη νοοτροπία του, τα συναισθήματά του. Κι όσοι βιάζονται να με χαρακτηρίσουν μελό και το βιβλίο κακέκτυπο των ελληνικών ταινιών των δεκαετιών του 1950 και του 1960 ένα έχω να πω: η λογοτεχνική πένα σε κάνει να παραδεχτείς ότι έχουμε ένα ωραίο και καλογραμμένο κείμενο.
1) Αγγέλα: Μυριόφυλλο Καστοριάς. Απρίλης 1943.
Η Αγγέλα, μητέρα τριών παιδιών, του Ηλία, της Γιάννας και της Ελένης, γιορτάζουν την απελευθέρωση, όπως νομίζουν, από τους Ιταλούς (οι οποίοι στην πραγματικότητα, φοβισμένοι από την παρουσία του ΕΛΑΣ στα βουνά της Πίνδου, αποσύρονται στην έδρα τους, στην Καστοριά). Οι κάτοικοι, πριν προλάβει να στεγνώσει το δάκρυ της χαράς, υποδέχονται τον ΕΛΑΣ (στρατιωτικό σκέλος του ΕΑΜ, της αντιστασιακής οργάνωσης με πολιτικό φορέα το ΚΚΕ) ως απελευθερωτή, ο οποίος στρατός, με αρχηγό τον σκληραγωγημένο καπετάν Οδυσσέα, τους γεμίζει τα μυαλά με λαοκρατία, ιδέες περί απελευθέρωσης και ισότητας για όλους. Όλα αυτά όμως έρχονται σε σύγκρουση με την άδικη εκτέλεση και διαπόμπευση σημαντικών ανθρώπων του χωριού με αντίθετα φρονήματα. Η προπαγάνδα και η πλύση εγκεφάλου για τη στρατολόγηση νέων μελών βρίσκει ευήκοον ους στα ανήλικα παιδιά του χωριού, μεταξύ τους ο Λιάκος και η Γιάννα.
Σε εκείνες τις πρώτες μέρες του ΕΛΑΣ επιστρέφει ο πεθερός της Αγγέλας που το είχε σκάσει με τον γιο του στη Θεσσαλία για να βρουν δουλειά και να ζήσουν την οικογένειά τους. Κατάφεραν αν βρουν δουλειά αλλά μετά από ένα εξάμηνο επέστρεφε το τάγμα του Ιωάννη Βελισσαρίδη (δεξί χέρι του Γεωργίου Πούλου, ιδρυτή της Εθνικής Ένωσης Ελλάς, που βοηθούσε το γερμανικό στρατό στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών στα βουνά) που τους στρατολόγησαν βίαια για φάμπρικες της Γερμανίας. Ο μπαρμπα-Ηλίας και ο γιος του, ο Γιώργος, έδωσαν ό,τι λεφτά είχαν μαζέψει κι έτσι ο Γιώργος κρατήθηκε να δουλεύει στα τρένα Αθηνών-Θεσσαλονίκης και να μην τον στείλουν στη Γερμανία. Ο μπαρμπα-Ηλίας επέστρεψε στο Μυριόφυλλο, τη νύφη του και τα εγγόνια του κι έζησε τις άσχημες στιγμές της κυριαρχίας του ΕΛΑΣ στην Πίνδο. Τελικά οι αντάρτες πήραν τα παιδιά μαζί τους με τη θέλησή τους: τα αγόρια στα Γραμμοχώρια και τα κορίτσια στην Αβδέλλα κι από κει στην Καρυά των Αγράφων! Ανάμεσά τους και ο Λιάκος με τη Γιάννα!
2) Μέλπω Ελευθεριάδη: Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβρης του 1943.
Το Φλεβάρη του 1937 ο υπουργός Ασφαλείας του Μεταξά Μανιαδάκης κατάφερε να εξαρθρώσει τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ και να στείλει όλους τους αριστερούς σε “διακοπές με έξοδα του κράτους”. Ανάμεσα στους εκτοπισμένους και ο Σπύρος Ελευθεριάδης, σύζυγος της Μέλπως και πατέρας της Φανής. Κέρκυρα, Κίμωλος, Γαύδος, Ακροναυπλία, φυλακές και τόποι εξορίας. Ο Σπύρος μεταφέρεται στην Ακροναυπλία, όπου είναι φυλακισμένα πολλά επίλεκτα στελέχη του ΚΚΕ. Ο Σπύρος απέκτησε κομματικά ερείσματα, ανέβηκε στην ιεραρχία και σφυρηλάτησε το χαρακτήρα του: σοβαρότητα, πειθαρχία, αγώνας. Με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα, λόγω των συνθηκών τότε, ο Σπύρος απελευθερώθηκε κι επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Η Μέλπω δεν πρόκειται να ξαναδεί τον άντρα της όπως πριν, να περάσει μια ήσυχη βραδιά μαζί, σαν ζευγάρι. Κυνηγημένος και κατατρεγμένος, πιστός στο κόμμα του και μαζί με αυτόν και η γυναίκα του, αν και φορτωμένη με χιλιάδες αντιρρήσεις, σκέψεις και απορίες. ζουν σαν τα ποντίκια, κρυφά και υπό διωγμόν. Μετά από διάφορα περιστατικά και σαμποτάζ, η Μέλπω πέφτει σε παγίδα ελέω προδοσίας από “συναγωνίστρια” και συλλαμβάνεται. Η Φανούλα το σκάει.
3) Αριάδνη Κωνσταντάκη: Αθήνα, Νοέμβριος 1943
Ο Ελευθέριος Κωνσταντάκης και ο Εμμανουήλ Μυρτάκης, σύζυγος και αδερφός αντίστοιχα της Αριάδνης, πολεμούν τους Γερμανούς στα βουνά της Ρούμελης. Η Αριάδνη, νοσοκόμα, μετά τις φοβερές κακουχίες που έζησε στο μέτωπο του ’40-’41 επέστρεψε στην Αθήνα για να συνεχίσει την περίθαλψη στον Ευαγγελισμό. Στο νοσοκομείο, όμως, έχουν εισαχθεί κρυφά και παράτυπα στελέχη του ΕΑΜ και αντάρτες του ΕΛΑΣ χωρίς την απαραίτητη αναπηρία, μόνο και μόνο για να ελέγχουν έτσι το νοσοκομείο και να διαβρώνουν το μηχανισμό διοίκησης κι ακόμη χειρότερα τις εθνικές συνειδήσεις των ανθρώπων. Μετά από ένα φριχτό βράδυ, κατά το οποίο ταγματασφαλίτες εισέβαλαν στο νοσοκομείο και συνέλαβαν τους ψεύτικους αναπήρους κι έφυγαν πριν εισβάλουν οι ΕΛΑΣίτες και για αντίποινα της απειλήσουν τη ζωή, η Αριάδνη δεν ξαναπήγε στο νοσοκομείο. Αφοσιώθηκε στα συσσίτια που οργάνωνε η Αρχιεπισκοπή Αθηνών και η Ιωάννα Τσάτσου, προσωπική της φίλη. Κάποια στιγμή ο Αρχιεπίσκοπος αναθέτει στην Αριάδνη και σε άλλες αποφασισμένες γυναίκες να μεταβούν στις φυλακές Αβέρωφ και να συνομιλήσουν με 120 αιχμαλώτους που θα εκτελέσουν οι Γερμανοί για αντίποινα. Ανάμεσά τους είναι και ο Γιώργης Στάκας, που παρακαλεί την Αριάδνη να βρει τη γυναίκα του και να της δώσει το δαχτυλίδι του.
Αυτός είναι ο πρόλογος στις ιστορίες των τριών γυναικών. Στη συνέχεια έχουμε πολλές εξελίξεις, με ιστορικό υπόβαθρο την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, την κυβέρνηση του Παπανδρέου και τη λυσσαλέα μάχη-αγώνα των κομμουνιστών να εγκαθιδρυθούν στα πράγματα της χώρας αφανίζοντας κάθε άλλη αντιστασιακή ομάδα, οπότε ξεσπά λυσσαλέος εμφύλιος (αποκορύφωμα τα Δεκεμβριανά, από τις συγκλονιστικότερες σελίδες του βιβλίου η περιγραφή της πορείας και οι ένοπλες συγκρούσεις που ακολούθησαν) κι όταν αρχίζουν να υποχωρούν οι κομμουνιστές από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη επιτέλους παραδέχονται τους λανθασμένους χειρισμούς και υπογράφουν τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Το βιβλίο το συνιστώ μόνο σε όσους θέλουν να διαβάσουν αντικειμενικά για τον Εμφύλιο, να δεχτούν ότι υπήρξε άδικο και παραπλάνηση και από τις δυο (;) μεριές και να έχετε υπ\’όψιν ότι πρόκειται για μυθιστόρημα κι όχι για ιστορικό δοκίμιο.
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
“…ένα χαμόγελο πιο μελωμένο κι από καρπούζι αυγουστιάτικο σε ποτιστικό μποστάνι” (σελ. 32).
“Όμως εσύ είσαι μάνα, έχεις χέρια να κρέμονται στη φούστα σου, να έχουν την ανάγκη σου. Τα παιδιά σου…” (σελ. 73).
“Τι να την κάνω την περηφάνια; Μπορώ να την αγκαλιάσω και να κλάψω στον ώμο της; Μπορώ να κουρνιάσω μέσα της όταν φοβάμαι;” (σελ. 124).
“Όταν φύγουν οι Γερμανοί θα γίνει χαλασμός! Εκατόν είκοσι χρόνια χαράμι. Πάλι σε ρώσικα κι εγγλλέζικα κόμματα είμαστε χωρισμένοι. Πέρασαν τα χρόνια, άλλαξε ο αιώνας, έγιναν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, μα το ρωμαίικο τσερβέλο δεν άλλαξε! Το ίδιο άμυαλο, ευκολόπιστο και φανατισμένο απέμεινε!” (σελ. 173).
“Εκτελέσεις. Άδικοι θάνατοι. Στο όνομα του λαού ο ένας, εν ονόματι του έθνους ο άλλος…Εν ονόματι του ανθρώπου δε θα μιλήσει κανείς;” (σελ. 193).
“Είχε μαυρίσει το μάτι μου στη διαδρομή, είχε γδαρθεί η ψυχή μου. Το κόκκινο του αίματος, το μαύρο του θανάτου, αυτή ήταν η ζωή μας” (σελ. 198).
“Το ΚΚΕ τους είχε βρει μια ιδέα και ακριβώς επειδή ήταν απλώς μια ιδέα κι ακόμη δεν είχε δοκιμαστεί στην πράξη μετατράπηκε σε βαθιά πίστη. Στο όνομα αυτής της επαναστατικής πίστης θα θυσιάζονταν τα επόμενα χρόνια δεκάδες, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Και πρώτοι απ\’ όλους οι ίδιοι οι πιστοί, όπως συμβαίνει πάντα με όλα τα δόγματα” (σελ. 252).
“Τα ελληνικά ιδεώδη θριάμβευαν. Ήτοι, ρουσφέτια, απαλλοτριώσεις, συναλλαγές, εξυπηρετήσεις, ιδιοποιήσεις και μαύρη αγορά. Ούτε το δράμα της Κατοχής δεν άλλαξε τις απαράγραπτες παραδόσεις που κληροδότησαν στο λαό μας τα χίλια χρόνια του Βυζαντίου και των παρεπόμενων βυζαντινισμών, τα τετρακόσια χρόνια της οθωμανικής σκλαβιάς, οι φαναριώτικες τακτικές των εκκλησιαστικών παραγόντων και η αδηφαγία των ελλήνων μπέηδων που αυτάρεσκα ονομάζονταν προεστοί και δημογέροντες” (σελ. 296).
“Ποιος θεός θα επέτρεπε μια τέτοια σφαγή; Ποιος θεός θα άφηνε να ρέει ποτάμι το αδελφικό αίμα; Ποιος θεός θα επέτρεπε τέτοιο ασύλληπτο όλεθρο σ\’ αυτό το ρημαγμένο για τόσα χρόνια τόπο; Ποιος;” (σελ. 385).
“-Όταν μου ζητήσει το Κόμμα! – Ανάθεμα το κόμμα και την τελεία, σκέφτηκε. Μα φυσικά δεν το είπε” (σελ. 442).
Και φυσικά μην ξεχνάμε την υπεροπτική στάση του Τσόρτσιλ που ήρθε για να φτιάξει τα πράγματα και καλά: “Αγαπητέ μου, πρέπει να φύγουμε γιατί είμαστε ξένοι. Το σόου είναι των Ελλήνων…” (σελ. 455).
“Αυτό που δεν ήξεραν, που δεν μπορούσαν να κουλαντρίσουν, ήταν το αγιάζι της ψυχής τους. Καταδιωγμένη και φοβισμένη την ένιωθαν, η ψυχούλα τους έτρεμε πιο πολύ απ\’ το ξεπαγιασμένο τους κορμί. Και πού να βρεθεί φλοκάτη, πού να βρεθεί στρωσίδι να τη ζεστάνει κάπως την έρμη; Πώς να ημερέψει λιγάκι και να πάρει μια ανάσα, όταν κάθε σπιτικό είχε κι από έναν άνθρωπό του χαμένο; Σε βουνά και ράχες εξαφανισμένο, σε πολιτείες άγνωστες, μακρινές, θύμα του αγώνα και της ανάγκης. Αντάρτης ή όμηρος από την Κατοχή ακόμη, στρατολογημένος ή εξαφανισμένος, αδιάφορο το γιατί, ίδια πονούσε η αγωνία για την τύχη του, ίδια έκαιγε ο στοχασμός για τη χαμένη ζωή, όποιο κι αν ήταν το αίτιο” (σελ. 587-588).
Εξαιρετικό άρθρο! Ολη η τετραλογια είναι ο,τι καλύτερο έχω διαβάσει!