Πολύ συχνά η ποίηση δεν περιορίζεται απλά στην προβολή εικόνων από την κοινωνία που τη γέννα, αλλά επιμένει στην ανάδειξη των συναισθημάτων που προκαλούνται από τα κοινωνικά βιώματα. Και είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον να βλέπουμε νέους δημιουργούς να ξεπερνούν την απλή εικονοποιία της κρίσης και να στρέφουν την προσοχή τους στην προβολή των συναισθημάτων μιας κοινότητας σε ύφεση, η οποία απειλείται να κλειδωθεί στη σπείρα της παρακμής.
Ας μη λησμονούμε πως η ίδια η τέχνη στοχεύει στο συναίσθημα. Έτσι δεν είναι καθόλου συμπτωματικό το γεγονός ότι κυρίαρχο συναίσθημα είναι η απογοήτευση και ένας πεσιμισμός για την ανατροπή των ονείρων και των σχεδίων.

Μιχάλης Βάκρινος
διάνυσμα
Αυτόν τον δρόμο ακολουθεί και ο Μιχάλης Βάκρινος με τη δεύτερη ποιητική του συλλογή «νους νεκρός εν τη γενέσει του» (διάνυσμα, 2016).
Η δυναμική εκφραστική του κινείται στις οδούς του υπερρεαλισμού. Καινοτόμες εκφράσεις αποκαλύπτουν την πειραματική αναζήτηση εκφραστικών διεξόδων. Και το σουρεαλιστικό βάθος της στιχουργικής του Βάκρινου διαφαίνεται σε κάθε στίχο και κάθε στροφή.
Δυναμικά ονοματικά σύνολα εξακτινίζουν το συναίσθημα και συγκλονίζουν συχνά τον ακροατή/αναγνώστη με την ισχύ τους. Ταυτόχρονα, η συνειρμική ροή των συνθέσεων διαμορφώνει μία ελεύθερη συναισθηματικά κίνηση, ενισχύοντας το αναδυόμενο συναίσθημα. Ο Βάκρινος ελέγχει τόσο την ένταση όσο και το ρυθμό χωρίς να παρασύρεται από μία αυθόρμητη γραφή. Αντίθετα, κάθε λέξη έχει μπει στη βάσανο της επεξεργασίας για την αρτιότερη πλαστικότητα του στίχου.
Εξάλλου, ο υπερρεαλισμός προσφέρει μία χαρακτηριστική ευκινησία στη στιχουργική, κάτι που ο Βάκρινος αξιοποιεί. Την ίδια στιγμή, η υπερρεαλιστική έκφραση εμπλουτίζει εικαστικά το ποιητικό του κάδρο, δίχως όμως να προσανατολίζεται εκείνος στην απλή εικονοποιία. Λειτουργεί συμπληρωματικά υποστηρίζοντας και αισθητικά το εξαγόμενο συναίσθημα. Το δε κάδρο του είναι πλούσιος σε ήχους και κίνηση.
Η αίσθηση της κίνησης όμως αναδύεται συνειρμικά με την επιλογή λέξεων που υπονοούν έμμεσα τη μετακίνηση, φέρνοντας σε έναν ιδιότυπο διακειμενικότητα λόγο το κοινό με την εικαστική και το μήνυμα του δημιουργού. Η υπερρεαλιστική επιλογή με το μωσαϊκό εικόνων και τις συνειρμικές εναλλαγές προσδίδει μία ρευστότητα στον ίδιο τον στίχο. Και τούτη αισθητοποιείται ακόμα και με τους κεντραρισμένους στίχους.
Κυρίαρχο συναίσθημα είναι η απογοήτευση με μία δόση μελαγχολίας. Το όνειρο, συχνά επαναλαμβανόμενο, που κατέρρευσε και οι απογοητεύσεις της ζωής σε μία περίοδο κρίσης αποτελούν την πρώτη ύλη της ποιητικής του Βάκρινου. Μέσα στη σουρεαλιστική διαδρομή της η στιχουργική του παραμένει κοινωνική αποτυπώνοντας τα συναισθήματα και τις ανατροπές του βίου του κοινωνικού συνόλου που τον περιβάλλει, δίνοντας μία υποφώσκουσα/αλληγορική πολιτική διάσταση στην ποιητική του.
Οι χώροι “δράσης” φαντάζουν σκοτεινοί, μόλο που ο ίδιος ο στίχος σπάνια σημειώνει τη φωτεινότητα ή την ώρα (νύχτα/ μέρα). Είναι όμως το βάθος του πόνου και της απογοήτευσης/πεσιμισμού τέτοιο που χρωματίζουν συναισθηματικά το κάδρο παρά την ύπαρξη όρων με συγκεκριμένα φυσικά χρώματα. Οι κοινωνικές παραστάσεις με οδηγό το σουρεαλισμό εμπλέκονται με το φυσικό τοπίο και τους ήχους. Έτσι, το συναίσθημα γίνεται ο στιχουργικός πρωταγωνιστής σε ένα ολιγάνθρωπο καναβάτσο.
Η αυτοαναφορική εκφραστική του θέτει στο επίκεντρο το ποιητικό εγώ ως μέλος μιας κοινότητας που πονά, αγαπά, νοσταλγεί, απογοητεύεται ή ακόμα ελπίζει. Το β’ ενικό γραμματικό πρόσωπο, αοριστολογικό ή προς κάποιο συγκεκριμένο βουβό υποκριτή, δημιουργεί μία θεατρικότητα με τον ψευδοδιάλογο που στιχουργείται.

Χρίστος Παλαιοπάνος
ενδυμίων
Τον ίδιο δρόμο πειραματισμού ακολουθεί και ο Χρίστος Παλαιοπάνος με την τρίτη του ποιητική συλλογή «κατά ασπαράκτων» (ενδυμίων, 2016). Με τη συνειρμική ροή μιας θύελλας συναισθημάτων, αισθήσεων κι εικόνων και με μία ισχυρή διάθεση παρωδίας, ο δημιουργός εκθέτει όσα τον ενοχλούν. Η εκφραστική του θεμελιώνεται σε έναν λόγο προφορικό, με τον καταιγιστικό ρυθμό που ορίζει η καθημερινή γλώσσα. Ο φρενήρης συχνά ρυθμός καθοδηγεί και μία εξίσου θυελλώδη -και ανεξέλεγκτη συχνά- συναισθηματική ένταση. Μολονότι τούτη παραμένει ανάλογη της όχλησης που γεννούν όσα διαπραγματεύεται ο δημιουργός, ο ρυθμός της “πνίγει” την ειρωνεία.
Η εκκλησιαστική γλώσσα, ως εκφραστικό μοτίβο (άλλοτε με κειμενικές συνθήκες της Αποκάλυψης κι άλλες φορές με βιβλικές έμμεσες αναφορές), και οι μυθολογικές αναφορές στην καθημερινή γλωσσική ποικιλία διαμορφώνουν ένα πλούσιο εκφραστικό μωσαϊκό που συμπλέει με τη στιχουργική ποικιλομορφία. Και η ποικιλομορφία τούτη προσδίδει μία αίσθηση κίνησης στην οποία αισθητοποίηση ακόμη και η στιχουργική στοίχιση, άλλοτε από τα αριστερά, ενίοτε κεντραρισμένη κι άλλες φορές εντελώς ακανόνιστη δίνοντας έμφαση τόσο στην οπτική απεικόνιση της ποιητικής όσο και στις επιλεγμένες λέξεις.
Η επιλογή των πυκνών επαναλήψεων δεν επιτρέπει εκφραστικές αποδράσεις. Ωστόσο, συντελούν δυναμικά στη διαμόρφωση του στιχουργού ρυθμού, ενώ την ίδια στιγμή αισθητοποιούν τη διαρκή επανάληψη των εικόνων και των καταστάσεων που βιώνουμε σαν η ίδια η ζωή να κινείται στην περιφέρεια ενός κύκλου. Όλα απαράλλακτα και επαναλαμβανόμενα.
Επιλογικά, πολλές φορές έχουμε υπογραμμίσει τη σημασία του πειραματισμού στην έκφραση. Καθώς η ποίηση αποτελείται από τόσο απλά υλικά, όπως οι λέξεις και τα συναισθήματα, ο πειραματισμός και η ακατάπαυστη αναζήτηση εκφραστικών διεξόδων αποτελεί μία αναγκαιότητα τόσο για την ίδια την ποίηση όσο σε ατομικό επίπεδο όσο και για την εξέλιξη του δημιουργού, ακόμα κι αν το αποτέλεσμα δέχεται ποικίλες κριτικές.
0 Σχόλια