Ανήκουμε στο φως
εμείς,
ακούστηκε ο ποιητής
να ψιθυρίζει,
χαράζοντας πάνω στους τοίχους,
μ’ αυτόματη γραφή
με τα νύχια του,
μέχρι που στέρεψαν,
ακαταλαβίστικους στίχους
στο σκοτάδι.
Τα ποιήματά μας
είναι γεμάτα από θεούς,
συνέχισε σιγοτραγουδώντας.
Αυτή τη φορά, ξαπλωμένος μπρούμυτα,
χάραζε με τη μύτη του
παράξενα σχήματα,
παραμερίζοντας τη σκόνη
από την τέφρα του προηγούμενου ποιητή,
που είχε καλύψει το πάτωμα
του κελιού του
απ’ άκρη σ’ άκρη.
Η ομορφιά μας
παίρνει χρώμα κατακόκκινο
πάνω σε κάθε τι
χαμένο
που δεν σταμάτησε ποτέ
να κινείται,
αυτήν τη φορά διαμαρτυρήθηκε
στέκοντας πίσω από την
πόρτα του κελιού του
με μάτια ανοιχτά,
μα δίχως κόρες να τα
σημαδεύουν.
Εμείς θα σας βρούμε
την έξοδο από τη
θλιβερή πόλη,
μακριά από τον αιώνιο πόνο,
γιατί εμείς ανήκουμε στους Χαμένους
–τώρα πια είχε γραπώσει
και με τα δυο του, άμαθα από δουλειά
κι αδύναμα χέρια,
τα όρθια κάγκελα
της μαντεμένιας και πυράντοχης
πόρτας του κελιού του,
τραντάζοντάς τα
μ’ όλη του τη δύναμη,
και κραύγαζε, μέχρι που
έκλεισε η φωνή του
και τυλίχτηκε στις φλόγες
που ο ίδιος είχε, εν αγνοία του, χαράξει
στους τοίχους και το πάτωμα
του κελιού του.
Τον άκουσαν
οι καλοί άνθρωποι
κι έτρεξαν.
Μα ήταν πια αργά.
Δεν έμεινε τίποτα
από αυτόν
για να διηγηθούν!
_
γράφει ο Θεόδωρος Μακρής
0 Σχόλια