ΟΙ 10 ΧΩΡΙΣΜΟΙ
(εφηβικό σατιρικό)
Πρώτη φορά χωρίσανε, όταν ήμουνα 9,
Αυτός έπαιζε χαρτιά, Αυτή όλο να φωνάζει,
έφυγε για κανά μήνα, αλλά γύρισε κλαμένος
και τα βρήκαν φυσικά.
Μα η 2η φορά ήρθε μετά από λίγους μήνες,
έλειψε όλο το βράδυ, κι όταν ήρθε το πρωί,
τον περίμενε Αυτή πλάι στο χριστουγεννιάτικο δέντρο
(ήτανε Χριστούγεννα) πάλι άρχισαν τις φωνές,
πήρε ένα σακ βουαγιάζ, δεν μας είπε ένα γεια,
αλλά την Πρωτοχρονιά την περάσαμε μαζί.
6 μήνες ησυχία, μα Αυτή πιάνει δουλειά,
γραμματέας σε γιατρό, λες και είναι αυτή γιατρός,
χορτασίλα της μυρίζει και τον έδιωξε ξανά,
έπιασε, κάνει φιλίες και με άλλες γραμματείς,
μα τη διώχνει ο γιατρός, πίσω γύρισε κι Αυτός,
όλα ωραία και καλά.
Μετά πήγε σε ντετέκτιβ, γιατί Αυτός όλο αργεί
«καμιά γκόμενα θα έχει» να της λέει η γιαγιά
πήγε λοιπόν στον Ζαφείρη (έτσι λέγαν τον ντετέκτιβ)
ήταν κύριος χοντρός, αλλά πάντα γελαστός,
έφερε φωτογραφίες και cd ένα σωρό
«μέχρι και με τη Μαρία που ‘χει το περίπτερο»
«με τη βρώμα τη Λουκία, την κουμπάρα τη Βιβή»
τον περίμενε μια μέρα, μεσημέρι σκοτεινό,
του δείχνει φωτογραφίες και του βάζει τα cd,
Αυτός χαμηλά κοιτάζει και δεν ξέρει, τι να πει,
έτοιμη ήταν η βαλίτσα κι έφυγε στα σιωπηλά,
κι Αυτή κάθεται κι ακούει τα cd μ’ ακουστικά,
έμμονη της έγινε ιδέα, βάζει τα ακούω κι εγώ
πολλά δεν καταλαβαίνω, μα όλο γέλαγε Αυτός,
όπως δεν τον είχα ακούσει στη ζωή μου μια φορά,
έρχεται, παρακαλά, τίποτα όμως Αυτή
έστειλε αντιπροσώπους θείους, θείες, τη Γιαγιά
το μυαλό της πιπίλισαν, τελικά υποχωρεί
κι ήρθε σαν μιξοπαρθένα, μέχρι που ‘φερε και δώρα,
σε Αυτήν ένα κολιέ, μπάλα SPALDING για εμένα
πήγαμε και σε ταβέρνα, ήπια και εγώ κρασί
και τι θέαμα τρομερό, φιληθήκανε Αυτοί !
Ύστερα του ήρθε ιδέα, το ταξί ‘χε βαρεθεί,
θ’ ανοίξει μαγαζί, να πουλάει ψιλικά,
όχι όμως μόνο αυτά, πιο πολύ σαν σούπερ μάρκετ
και την έπεισε Αυτή (άλλο που δεν ήθελε)
κι έβαλε στο πατρικό της υποθήκη σοβαρή,
κι άνοιξε το μαγαζί, ΟΛΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Αυτός δούλευε το βράδυ, Αυτή δούλευε πρωί,
στην αρχή περνούσε κόσμος, λίγα όμως πράγματα,
ανοιχτήκανε κι Αυτοί, φέρανε τυριά, dixan
φέραν σπιτικό κρασί, μετά φέρανε και ούζο,
μα δεν έπαιρνε κανείς, πίσω μείναμε 2 νοίκια
λιγοστέψαν κι οι πελάτες, πιο λίγα έπαιρναν κι αυτοί,
άδειασαν και κάποια ράφια, μετά αδειάσαν πιο πολλά
φωνές ο ιδιοκτήτης, όλο κρύβονται Αυτοί,
όταν ξέρουν πως θα έρθει και αφήνουνε εμένα,
μήπως και θα με ντραπεί
ΠΕΣ ΣΕ ΚΕΙΝΟΝ ΚΑΙ ΣΕ ΚΕΙΝΗ ΟΤΙ ΒΡΗΚΑΝΕ ΜΠΕΛΑ
ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΜΟΥ ΝΑ ΜΟΥ ΔΩΣΟΥΝ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΜΟΥ ΤΑ ΛΕΦΤΑ !!
βούρκωνε πάντα στο τέλος κάτι πέταγε μετά,
δεν το ανοίγαμε όλη μέρα, μετά μόνο το πρωί
και όλο φωνές στο σπίτι, έκλεισε το μαγαζί
και Τον διώχνει από το σπίτι, τίποτα δεν φταίει Αυτή
που καθότανε στον πάγκο κι έκανε το αφεντικό,
μα μετά μια βδομάδα όλα όπως και παλιά.
_
γράφει ο Θεόδωρος Δημητρακόπουλος
0 Σχόλια