’Ονοματεπώνυμο: ’Άγνωστος Στρατιώτης.
Μνημεῖο ἀγνώστου στρατιώτη,
πλατεῖα Συντάγματος.
Στρατιώτη κι ὄχι ’Άγνωστο θέλεις νὰ σὲ φωνάζουμε
ἀγαπημένε, ποὺ δὲν ἔχεις σβήσει μὰ ἁπλῶς κοιμᾶσαι καὶ περιμένεις …
Σὲ βάφτισαν χωρὶς ἐκκλησιὲς καὶ κεριὰ
σὰν ὅλους ἐκείνους τοὺς ἀδικοφονημένους
ἀπὸ ’Άβελ κι ὕστερα, ποὺ βαφτίζονται ἥρωες
στὶς καταιγίδες τῶν αἱμάτων τους, μέσα σὲ
νηστικὰ μνημούρια ἀντὶ γιὰ κολυμβῆθρες.
Εἶχες, ὅμως, σπουδαῖο μέσο, πελεκυμένο
μας βαφτιστήρι. Γιὰ καλὴ τύχη τῶν
περιστέρων ἐραστῶν σου, νονὰ δέχτηκε
γιὰ σένα νὰ εἶναι ’ΕΚΕΙΝΗ ποὺ ποτὲ δὲν πεθαίνει,
κι ’ΕΚΕΙΝΗ ποὺ γιὰ αἰῶνες – σὰν νύφη ποὺ τὴ φορὰ
τούλι κεντημένο απὸ τὰ ἐκτελεσμένα τῶν
προσδοκιῶν της δάκρυα – ἔχει ἀνταλλάξει βέρες
αἰώνιας πίστης, μὲ γόητα γαμπρὸ τὸ
λαμπρὸ κι ὀρθόδοξο μονοπώλιο τῆς ἀνάστασης
στοὺς καμπανοφόρους ναοὺς τῶν θανάτων της.
( Καὶ μιὰς κι ὁ λόγος γιὰ τοὺς
θανάτους τῆς αἱματόπληκτης ’ΕΚΕΙΝΗΣ ,
αὐτοὶ σὰν λάβες ἀγρίμια ξεδιπλώνονται
ἀπὸ τ ̓ ἀβυσσαλέα ἔγκατα τοῦ ἠφαιστείου
τοῦ ἐφησυχασμοῦ μας, σὲ κάθε ψηφίδα τῆς κορμοστασιᾶς
τοῦ ῥιζικοῦ της, ὅταν ἀργοπορημένα ἡ γυάλινη φιγούρα
τοῦ “ κοίτα πῶς ὄμορφα κυλάει ἡ ζωή μας καὶ
πόσο ἐντάξει εἴμαστε ἑαυτοῖς καὶ ἀλλήλοις ”
στέκεται μὲ στάση αὐτογνωσίας μπροστὰ σὲ καθρέφτη ποὺ
δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τοῦ κόψεις ποτὲ τὴ γλῶσσα. )
’ΕΚΕΙΝΗ ποὺ – μὲ μοιρολογίστρες
παύσεις – πάντα ἀνασταίνεται κι
’ΕΚΕΙΝΗ ποὺ δὲν τὴ σκιάζει φοβέρα καμιά,
ἀποφάσισε γιὰ τὴν ὀνοματοδοσία σου.
Γενναιόδωρη ὅπως
καὶ στὴν ‘Ιστορία, δὲ δίστασε
νὰ σοῦ εὐλογήσει καὶ μὲ τὰ δυὸ χέρια τῆς
ἁπλοχεριᾶς της τὸν διπλασιασμὸ
τοῦ ὀνόματός σου : ’Άγνωστος Στρατιώτης.
Προσέχτε!
’Εξαίρεση ἡ παραχώρηση
τοῦ διπλασιασμοῦ ἐκ μέρους της.
‘Όλα τὰ ἀγαθά της πάντοτε σὲ
πολλαπλάσιο βαθμὸ δοσμένα.
’Ελευθερία!
Πολιτισμός!
Δημοκρατία!
Κάθε ἀξία της,
κάθε εὐλογία της,
κάθε ἀθανασία της,
ὑπερχειλισμένο λάδι
στὸ ἀπύθμενο βαρέλι
τῆς ἀνθρωπότητας ποὺ
σωπαίνει καρτερῶντας.
Κι ἀφοῦ ἡ πολλαπλασιαστικὴ
τῶν ἄρτων της σῆμα κατατεθὲν
τῆς θέωσής της, τότε γιατὶ τὰ τέκνά της
μόνον μὲ τὸν ἰχθὺν τῆς διαίρεσης χορταίνουν ;
Δυὸ ὀνόματα γιὰ ν ̓ ἀκοῦς καὶ στὰ δύο.
‘Όπως Δημήτρης ’Αλέξανδρος,
ὅπως Γεώργιος Κωνσταντίνος, ἔτσι κι ἐσὺ
βαφτίστηκες σὰν δοῦλος τοῦ Θεοῦ : ’Άγνωστος Στρατιώτης.
Αὐτὸ τὸ δικό σου ὀνοματεπώνυμο.
Μ ̓ αὐτὸν τὸ ὄνομα σὲ δείχναμε
καὶ σὲ φωνάζαμε ἀπὸ παιδιὰ στὰ
ἄδολα περιστέρια.
Καὶ μὲ τὰ δύο ὀνόματα λοιπόν.
’Εσύ, ὅμως, δὲ λὲς ποτὲ νὰ
πάψῃς ν ̓ἀκοῦς μόνο στὸ δεύτερο.
’Αποστρέφεσαι τὸ ὄνομα ’Άγνωστος
κι ὅποτε τ ̓ ἀκοῦς διαμαρτύρεσαι
στοὺς εὐζώνους – δορυφόρους σου,
ἀπειλῶντας μὲ μηνύσεις τὶς
κουστωδίες τῶν ἐπισήμων,
τὶς φιλαρμονικὲς καὶ τὶς λυγερόκορμες
παρελάσεις ποὺ κραυγάζουν στὸν
Λάζαρο τοῦ πετρωμένου πεπρωμένου σου :
“ δεῦρο ἔξω – παρουσίασε ”
κάθε ποὺ κλίνουν ἐπὶ δεξιὰ γιὰ νὰ
σοῦ ἀποδώσουν τιμή.
Στρατιώτη κι ὄχι ’Άγνωστο θέλεις νὰ σὲ φωνάζουμε
ἀγαπημένε, ποὺ δὲν ἔχεις σβήσει μὰ ἁπλῶς κοιμᾶσαι καὶ περιμένεις …
Εἶναι βλέπεις ποὺ ψιθυρίζει
ἡ λαξευμένη σου φύση στὸ
γλαρωμένο τῶν βλεφάρων σου,
ὅτι τὰ χέρια τοῦ χρόνου, ταλαντοῦχοι
στοὺς αἰῶνες ἀγαλματοποιοί – μεταλλάκτες
τοῦ τρυφεροῦ μαρμάρου τῆς ἀγάπης
σὲ ἀμειδίαστο γλυπτὸ
τῆς ἀλλοτρίωσης.
Θαυματουργὰ καὶ γεμάτα διπρόσωπη τέχνη
τὰ μεταμορφωτικὰ δάκτυλα τοῦ χρόνου.
Μέρα μὲ τὴ μέρα προσφέρουν
στοὺς βωμοὺς τῆς Μεταμόρφωσης,
σφάγια ὑποσχέσεις ἤ γιὰ γέννηση
ἀνθρώπων ἀτόφιας σοφίας ἤ γιὰ μεστότερη
κατεργασία ἀνθρώπων ποὺ πυροβολοῦν
ἐπιθυμίες ἀποξένωσης μέσα στὸ ἐργαστήριο
τῆς ζωῆς ἐκείνης ποὺ σφηνώνει
ἀποσβολωμένη – σὰν τρομαγμένη
ματιὰ στὴν ἀσφυξία τῆς
χυδαιότητας – στὸ
στενὸ διάκενο τοῦ ἐμποδίου καὶ
τῆς ματαίωσης.
Δουλεύουν πυρετωδῶς, οἱ διχόγνωμοι
ἀντίχειρες τοῦ χρόνου, μέχρι νὰ ἀπελάσουν
τὰ σμιλεύματά τους ἀπὸ τὴ φιλόξενη
πατρίδα τῆς φυσιογνωμίας τοῦ γνωστοῦ
στὴν ξενιτιὰ τῆς προσωπογραφίας τοῦ ἀγνώστου.
Ξένοι ἄνθρωποι, ἀγνώριστες
συμπεριφορές, ἄσμιχτες ψυχὲς
ποὺ συνήθως λέμε, ἀναπνέουν
κάθε φορὰ τὸ ἀνταύγασμα τῆς
δίδυμης πνοῆς τους σὲ κουβέντες
θύελλες μὲ πρωταγωνίστριες φράσεις :
“ πῶς καταντήσαμε ἔτσι
καὶ πῶς γίναμε ἄγνωστοι μεταξύ μας. ”
Στρατιώτη κι ὄχι ’Άγνωστο θέλεις νὰ σὲ φωνάζουμε
ἀγαπημένε, ποὺ δὲν ἔχεις σβήσει μὰ ἁπλῶς κοιμᾶσαι καὶ περιμένεις …
Τὸ σπιτικό σου χωρὶς πόρτες καὶ
παράθυρα σὲ σχῆμα Π.
Π ὅπως Πεθαμένος.
‘Όμως ἐσὺ ἁπλῶς κοιμᾶσαι
ἀγαπημένε μας στρατιώτη.’Έτσι δὲν εἶναι ;
’Εκτεθειμένος χρόνια τώρα
στὶς τουριστικὲς ὀρέξεις καὶ στὰ δαγκώματα
τῶν φωτογραφικῶν φλας, στὰ ἀνιστόρητα
κοιτάγματα, στὶς ὑποανάπτηκτες
ματιές, στὶς μπόρες, στὰ χιόνια, στοὺς
σφαγεὶς ἀγέρηδες τοὺς φορτωμένους τὴν ἀδιαφορία μας .
Γι ̓ αὐτὸ ἡ γαλαζόλευκη νονὰ στὰ
βαφτήσια σοῦ δώρησε περικεφαλαία καὶ
σκουτάρι νὰ κρατᾶς γιὰ παντοτινὴ προστασία.
Γι ̓αὐτὸ σοῦ κρέμασε
γιὰ φυλαχτὸ ἀφθαρτοποιημένα
ἀποφθέγματα μὲ σκοπὸ νὰ φυλάγεσαι ἀπὸ
τὸν δαιμονισμένο λιθοβολισμὸ
τῆς λήθης μας :
“ ’Aνδρῶν ἐπιφανῶν
πᾶσα γῆ τάφος ”. [1]
Ἦσουν κι
ἐσὺ στὴ μνήμη τοῦ ‘Ιστορικοῦ, ὅταν
ἐκεῖνος μὲ ὑφαντὸ ὁλόκληρη τὴ γῆ,
προστάτευε σὰν ἀλεξίσφαιρο
πέπλο τὰ στήθια τῆς ἐπιφανοῦς ἀνδρείας σου.
’ΕΚΕΙΝΗ ποὺ γιὰ λίγο καιρὸ ξαποσταίνει,
πρόβλεψε διάνα τοὺς
μελλοντικοὺς πυρπολητές σου.
Προαισθάνθηκε ἀκόμα καὶ τὸ χαλάζι
ποὺ πέφτει ἀπ ̓τὰ βλέμματα βλασφήμιες αὐτῶν
ποὺ μέχρι καὶ κατακαλόκαιρο τουρτουρίζουν
παρὰ τοὺς χαραγμένους στὰ
πλευρά σου ‘Ήλιους
τοῦ Σκρά,
τοῦ Σόροβιτς,
τοῦ Σαγγάριου,
τοῦ Σαραντάπορου. [2]
Τὰ σκέλια τῆς ἀχαριστίας εἶναι ποὺ
γέννησαν τὴν ἀνάγκη γιὰ τοὺς
φουστανελοφόρους φρουροὺς
τῆς ὑπόληψής σου.
Γιὰ νὰ σὲ νανουρίζουν μὲ τὸν
μυτερὸ χτύπο τῶν τσαρουχιῶν τους, τὴ στιγμὴ
ποὺ ἡ χαιρέκακη ὑπερτροφία πηγαίνει
νὰ σὲ ξυπνήσει τῆς ἀγνωμοσύνης μας.
Στρατιώτη κι ὄχι ’Άγνωστο θέλεις νὰ σὲ φωνάζουμε
ἀγαπημένε, ποὺ δὲν ἔχεις σβήσει μὰ ἁπλῶς κοιμᾶσαι καὶ περιμένεις …
Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ σὲ
φαντάζομαι ἄγγελο χερουβικὸ νὰ
πετᾷς πάνω ἀπ᾽ τὴν ’Αθήνα ἐξαπτέρυγος,
σκουπίζοντας μὲ τὰ φτερά σου τὰ γενειοφόρα
μάγουλα τῶν οὐρανῶν, ὅταν ἐκεῖνοι ῥαντίζουν
μὲ τὰ ξαλμυρισμένα τους δάκρυα
τὸ ξερὸ χορτάρι τῶν ὀνείρων μας.
Κάπου – κάπου παρατηρῶ καὶ σένα στρατιώτη,
νὰ κλαῖς ἀπὸ τὰ πραξικοπήματα ἀπαρηγόρητος ποὺ κάνει
ὁ Χειμῶνας κάθε τόσο γιὰ νὰ ἐκπορθήσει τὸ ἀτρόμητο
τῆς ’Άνοιξης φρούριο.
Εἶσαι στρατιώτης καὶ δὲν
ἀντέχεις νὰ βλέπῃς νὰ πέφτῃ ἀμαχητὶ
κάστρο μὲ τόσες σημαῖες θριάμβους
στὶς πολεμῆστρες του.
Σὲ βλέπω νὰ πετᾷς
πάνω ἀπὸ χιμαιροποίκιλτες κραυγὲς καὶ
θρήνους πλασμένους ἀπὸ χῶμα ἰλίγγου, νὰ
ξεχύνονται χωρὶς δελφίνια – ναυαγοσῶστες στὸν
ἄστοργο ὠκεανὸ τῆς ἀπόῤῥιψης, ὅπως τὰ
ἀπονήρευτα ποτάμια ξεχύνονται μὲ ταχύτητα ἀνυποψίας
σὲ θάλασσες ποὺ τὶς πολιορκοῦν δέκα μποφὸρ ἀπόγνωση.
Σὲ βλέπω νὰ πετᾷς
πάνω ἀπὸ ὄνειρα σκελετοὺς ποὺ
εἶναι ντυμένα μαύρα μανιάτικα τσεμπέρια ὅπως ἡ
μαυροφορεμένη μάνα σου, ὅταν πρότασσε τὸ
χαροκαμένο στέρνο της στοὺς μαχαιροβγάλτες
ἀποχαιρετισμούς.
Σὲ βλέπω νὰ πετᾷς
πάνω ἀπὸ ψυχὲς ναυάγια, ποὺ
τὶς τρέφει ἡ προσευχὴ στὸν Θεὸ τῆς διάψευσης τῆς
φρίκης, ὅπως τὸ νεογνὸ ποὺ τρέφεται ἀπὸ τὸ γάλα
τῆς μητρικῆς ἀποδοχῆς.
Κι ὅταν ἐξουθενωμένος ἀπὸ τὴν παγωνιὰ
ζητᾶς ξεκούραση στὴν κενὴ κλίνη [3] ποὺ καίει
σὰν ἀκοίμητο καντήλι στὸ προσκεφάλι σου,
κι ὅταν ἔρχομαι γιὰ νὰ σὲ σκεπάσω μὲ τὰ
πλεκτὰ τῶν ματωμένων συναισθημάτων μου, τότε
σὰν ἀπὸ θαῦμα ἀνοίγεις τὰ μάτια νὰ μ ̓εὐχαριστήσῃς
καὶ βγάζοντάς μου ἀπ ̓ τὶς θυρίδες τῶν στεφάνων σου διαθήκη μὲ
ἐκατομμύρια ὀνόματα, μοῦ λές :
“ Κάθε ὄνομα κι ἕνας ἄνθρωπος κάτου ἀπὸ τὴ γῆ,
ποὺ ἀνθίζει καμπάνισμα ὀργῆς κι ἀναδύει εὐωδιὰ σεισμοῦ.
Κάθε ὄνομα μιὰ σταλαγματιὰ χαμόγελο μαρμάρου
στὴ σκαλισμένη μου ὓπαρξη.
Εἶμαι ὅλοι οἱ ἥρωες!
’Εγὼ σ ̓ αὐτοὺς μένω κι αὐτοὶ σ ̓ ἐμένα!
Χρῆστος, Τίμος,’Ελπίδα …
ποὺ πάει νὰ πῇ Χρέος, Τιμή, ’Ελευθερία …
’Άγγελος,’Αντώνης,’Έλλη …
ποὺ πάει νὰ πῇ ’Αγάπη,’Ανάσταση,‘Ελλάδα …
Χωρὶς αὐτοὺς τοὺς μάρτυρες,
δὲ θὰ γευόμουν αἰώνιο θυμίαμα
δοξολογίας ἀπὸ τοὺς καιρούς. Φώναξέ με σὲ κάθε
ὄνομα καὶ θὰ κελαηδήσῃ ἕνας οὐρανὸς μελαγχολίας μες ἀπὸ
τὶς φυλλωσιὲς τῶν σπλάχνων μου.
‘Όλη τὴν ‘Ελλάδα χωράω σὰν
κεραυνόθαμπη ρομφαία στὰ σωθικά μου.
’Απὸ ποῦ κι ὡς ποῦ, λοιπόν, ’Άγνωστος ;
Στρατιώτη κι ὄχι ’Άγνωστο θέλω νὰ μὲ φωνάζετε
ἀγαπημένοι μου ποὺ ἁπλῶς κοιμᾶμαι καὶ
ξυπνῶ τρομαγμένος κάθε φορὰ που
οἱ ἀνάσες τῆς στοργῆς σας γιὰ τὴν Πατρίδα
ὁρκίζονται πίστη στὸ εὐαγγέλιο τῆς μὴ ἄρνησής της,
προτοῦ ν ̓ ἀκούσω τρὶς τὸ ρεφρέν τοῦ πετεινοῦ
νὰ τὶς στρώνει τὸ κόκκινο χαλὶ τῆς μετάνοιάς τους.
Στρατιώτη κι ὄχι ’Άγνωστο θέλεις νὰ σὲ φωνάζουμε
ἀγαπημένε μας, ποὺ δὲν ἔχεις σβήσει μὰ ἁπλῶς κοιμᾶσαι καὶ περιμένεις,
μέχρι νὰ ἠχήσει ἡ Σάλπιγγα τὶς βυζαντινὲς νότες της,
γιὰ νὰ ἀναστηθῇς μαζί με τὴν ‘Ιστορία καὶ νὰ
σὲ καταπιῇ σὰ βάλσαμο ἡ ματιὰ τῆς ἀλάνθαστης κρίσης Του.
_
γράφει ο Παναγιώτης Σκοπετέας
_______________
[1] ’Απόφθεγμα ἀπὸ τὸ ἔργο ’Επιτάφιος Περικλέους τοῦ Θουκυδίδη, χαραγμένο πάνω στὸ μνημεῖο.
[2] Χαραγμένες ὀνομασίες πεδίων μαχῶν πάνω στὸ μνημεῖο.
[3] ’Απόφθεγμα ἀπὸ τὸ ἔργο ’Επιτάφιος Περικλέους τοῦ Θουκυδίδη, χαραγμένο πάνω στὸ μνημεῖο.
Είσαι υπέροχος, διότι είσαι αληθινός!!
Σάς ευχαριστώ για τα θερμά σας λόγια.
Η κρίση σας για μένα, έχει κάτι από το επώνυμό σας.
Μού είναι ακριβή …. τουτέστιν πολύτιμη!
Υποκλίνομαι στο ταλέντο που έχετε να ανυψώνετε την ψυχή και στο συγκεκριμένο σας έργο, την ελληνική ψυχή που το έχει τόσο ανάγκη…Πραγματικά η γραφή σας γοητεύει. Αληθινή και σκληρή, αλλά με αγάπη δοσμένη!
Το έργο σας σήμερα θα το κυκλοφορήσω στα στέκια γνωστών και αγαπημένων μου ευζώνων που είμαι σίγουρη οτι θα ανατριχιάσουν..
σας ευχαριστούμε…
Αγαπητή Κα Τζουγανάκη,
Η υπόκλιση αρμόζει σε σάς. Αφενός στην ευαισθησία σας, αφετέρου
στη γενναιοδωρία σας!
Αυτοί είναι και οι ” ντελάληδες “, οι οποίοι μαρτυρούν την ποιητική σας φλέβα …
Ευγνώμων …
Απλά συγκλονιστικό!! Τίποτ’ άλλο δεν έχω να πω!
Αγαπητή Κα Ιωαννάτου,
Σάς ευχαριστώ από καρδιάς για τα ευγενικά σας λόγια!
Καλή δύναμη …