Η ώρα ήταν πέντε το ξημέρωμα όταν ο Μιχάλης και ο Βασίλης, επέστρεψαν από τη βραδινή τους βόλτα και τέσσερις το μεσημέρι όταν ξύπνησαν. Τηγάνισαν αυγά, μπέικον και πατάτες για να φάνε. Η γάτα του παππού του Μιχάλη, μια μαύρη σφίγξ, τους κοίταζε επίμονα. Έμοιαζε λες και ανά πάσα στιγμή θα άνοιγε το στόμα της να μιλήσει. Την κλώτσησαν για να βγει έξω από την κουζίνα, αλλά εκείνη συνέχισε να τους κοιτάζει επίμονα, από το σαλόνι αυτή τη φορά. Ο Μιχάλης φώναξε τον παππού του αλλά δεν πήρε απάντηση. Ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα του γέρου και τον είδε ξαπλωμένο, με το στόμα να χάσκει και τα μάτια ανοιχτά.
«Βασίλη! Βασίλη, τρέξε επάνω!» φώναξε ο Μιχάλης και ο Βασίλης έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά η μαύρη γάτα του γέρου, τον προσπέρασε.
«Ο παππούς μου πέθανε!» είπε ο Μιχάλης ενώ προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του.
«Τηλεφωνούμε σε γραφείο κηδειών και τα τακτοποιεί όλα» είπε ο Βασίλης με ηρεμία.
«Και που στο γέρο διάολο θα βρούμε τέτοιο γραφείο, εδώ στην Αιγιάλη;» είπε θυμωμένα ο Μιχάλης.
«Θα ψάξω στο ίντερνετ», είπε θριαμβευτικά ο Βασίλης και βγήκε έξω από το σπίτι γιατί δεν είχε σήμα το κινητό του. Επέστρεψε ιδρωμένος και λαχανιασμένος.
«Μιχάλη, υπάρχει πρόβλημα!» είπε ο Βασίλης.
«Τι είναι πάλι;»
«Η γάτα… πρέπει να τη βρούμε και να τη βγάλουμε έξω από το δωμάτιο!»
«Πες μου ότι δεν έψαξες για γραφείο τελετών…»
«Όχι, έψαξα, τηλεφώνησα αλλά μου είπαν ότι θα είναι εδώ στις 8μιση, δηλαδή σε τρεις ώρες από τώρα. Αλλά βρήκα και κάτι άλλο στο ίντερνετ. Στη σελίδα «Παγανιστικές δοξασίες στη θεσσαλική επαρχία» έχουν ένα άρθρο για τους νεκρούς και…»
Ο Μιχάλης περίμενε να ακούσει την μπαρούφα που θα του έλεγε ο φίλος του.
«…δεν πρέπει…»
«Τι δεν πρέπει Βασίλη;»
«Να συμβεί αυτό που μόλις έγινε,» είπε και έδειξε τη μαύρη γάτα η οποία είχε κάτσει πάνω στο στήθος του νεκρού.
Ο Μιχάλης γούρλωσε τα μάτια και πήγε να τη βουτήξει από τον σβέρκο αλλά ο Βασίλης τον σταμάτησε.
«Τώρα έγινε το κακό. Πρέπει να την καλοταΐσουμε και να την κρατήσουμε μέσα στο δωμάτιο, ώστε όταν ο παππούς σου βρικολακιάσει η γάτα να τον υποτάξει με νύχι και με δόντι,»
Ο Μιχάλης κοίταξε τον Βασίλη με ανασηκωμένο το φρύδι. Δεν πίστευε σε τέτοιες ανοησίες αλλά όση ώρα η γάτα καθόταν πάνω στο νεκρό παππού του, τα φώτα αναβόσβησαν ανεξήγητα δύο φορές. Η γάτα τους κοιτούσε με τα κίτρινα μάτια της λες και προσπαθούσε να υποτάξει και εκείνους.
Ο Μιχάλης άνοιξε την μπαλκονόπορτα για να βγει έξω και να πάρει αέρα. Ένιωθε να πνίγεται.
«Πού πας;» ρώτησε ο Βασίλης
«Έξω, να καθαρίσω λίγο το μυαλό μου»
«Δεν θα έπρεπε να πας να φέρεις καμιά κονσέρβα για τη γάτα;»
Ο Μιχάλης αγριοκοίταξε πρώτα τη μαύρη γάτα και μετά τον φίλο του. Βγήκε στο μπαλκόνι και ξέσπασε χτυπώντας και σπάζοντας τις γλάστρες που υπήρχαν στο μπαλκόνι. Αφού ηρέμησε, μπήκε μέσα και αισθάνθηκε μια αλλαγή στον αέρα του δωματίου. Μύριζε σαν ξινισμένο γάλα και οι δείκτες από το ρολόι στον τοίχο του δωματίου, έμοιαζαν να είχαν μετακινηθεί και έδειχναν 1:15.
«Κάτι πάει λάθος με το ρολόι του τοίχου», είπε ο Μιχάλης.
Ο Βασίλης κοίταξε πρώτα το κινητό του και μετά το ρολόι στον τοίχο: «Τίποτα δεν πάει λάθος, είναι 7:00 και δείχνει 7:00,»
Ο Μιχάλης κατάπιε με δυσκολία.
«Σύνελθε, σε επηρέασαν οι ιστορίες του βλάκα του Βασίλη για τους βρικόλακες», είπε στον εαυτό του και κοίταξε τον φίλο του. Του φάνηκε σαν να είχε κυνόδοντες.
«Πάω να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου,» είπε ο Μιχάλης και βγήκε από το δωμάτιο. Άκουσε τον Βασίλη να ζητάει φαγητό για τη γάτα. Πήγε στην κουζίνα και έριξε νερό στο πρόσωπο και τον λαιμό του. Άνοιξε το ψυγείο και βρήκε ένα μισοφαγωμένο μπούτι κοτόπουλο. Το πήρε και ήλπιζε το κωλόγατο να το έτρωγε. Είχε χτικιάσει με αυτό το θέμα.
Στο δωμάτιο κάτι είχε αλλάξει πάλι. Δεν ήξερε τι αλλά ένιωθε πως κάτι πήγαινε λάθος. Κοίταξε το ρολόι επίτηδες και αυτό έδειχνε 7:10. Το μυαλό μου, μου παίζει παιχνίδια σκέφτηκε και δεν έδωσε περαιτέρω σημασία αλλά έκατσε στα γόνατα του απέναντι από τη γάτα και της κουνούσε το μπούτι από το κοτόπουλο μπροστά της. Ο Βασίλης την καλούσε προς το μέρος του Μιχάλη αλλά η γάτα δεν συγκινήθηκε καθόλου. Έτσι ο Μιχάλης από τα νεύρα του της το πέταξε στο κεφάλι με αποτέλεσμα η γάτα να βγάλει ένα θυμωμένο νιαουρητό και να βγει στο μπαλκόνι από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα.
«Όχι! Μη!» φώναξε ο Βασίλης απλώνοντας το χέρι προς το μέρος της γάτας και έτρεξε να την βρει.
Ο Μιχάλης κάθισε δίπλα στον παγωμένο παππού του και θυμήθηκε ότι δεν είχε πάρει τους γονείς του τηλέφωνο. Έβγαλε το κινητό του από την κωλότσεπη και μίλησε με τη μητέρα του η οποία τον καθησύχασε. Δεν υπήρχε περίπτωση ο παππούς να μεταμορφωθεί σε βρικόλακα. Στην ιστορία της οικογένειας, κανένας λυκάνθρωπος όταν πέθαινε δεν γινόταν τίποτα άλλο παρά τροφή για σκουλήκια. Το ρολόι στον τοίχο έδειχνε 8:30 αλλά ο Μιχάλης το αγνόησε επιδεικτικά.
_
γράφει η Κατερίνα Κρυστάλλη
Ο Μιχάλης δεν ήξερε το οικογενειακό ιστορικό! Χαχα…
Ωραία ιστορία!
Τι ωραία ιστορία κ πολυ καλογραμμένη!!!
Πολυ ωραία ιστορία,μπράβο!!!
Πολύ καλό ?
Πολύ ωραία η ανατροπή στο τέλος! Keep up the good work.
Υπέροχη Γραφή!!! Και πολύ Φαντασία!!! Απλά Υπέροχο!!!
Μια ιδιαίτερη ιστορία για μεταμεσονύκτιες αναγνώσεις……
Καλπάζουσα φαντασία!
Συγχαρητήρια! Άμεση αφήγηση, διασκεδαστική ιστορία, ένα ευχάριστο δίλεπτο.
Πολυ καλη αρχη.
Σαρκαστικό, έξυπνο, αστείο, με εξαιρετική απεικόνιση των παιχνιδιών του ανθρώπινου μυαλού… ή μήπως όχι; 😉
Πολύ έξυπνη ιστορία με αφήγηση που τραβάει τον αναγνώστη. Ειδικά το τέλος ήταν υπέροχο και δεν υπήρχε περίπτωση να το μάντευα!!!
Μια πολυ έξυπνα καλογραμμένη ιστορία!!!!
Όπως πάντα άψογη!!!
Συγχαρητήρια! ❤