Περίπου τριάντα χρόνια μετά την εξαφάνιση του δίδυμου αδελφού του, Ηλία, ο δημοσιογράφος Θέμης Αδάμ επιστρέφει στην Αθήνα για να παρευρεθεί στην κηδεία του πατέρα του που αυτοκτόνησε. Έγραψε ένα επιτυχημένο true crime βιβλίο που του χάρισε δημοσιότητα και τώρα ετοιμάζει ένα δεύτερο με την υπόθεση του αδελφού του. Ο θάνατος του πατέρα του του δίνει την αφορμή να έρθει επιτέλους στην Ελευσίνα και να βρεθεί αντιμέτωπος με το παρελθόν του. Τι συνέβη λοιπόν εκείνο τον Αύγουστο του 1988; Τι απέγινε τελικά ο αδελφός του και γιατί δε βρέθηκε ποτέ; Πόσο δύσκολο είναι να επιστρέφεις σ’ ένα μέρος από το οποίο έφυγες σχεδόν τρέχοντας;
«Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια όμως είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο». Αυτήν τη φράση από την «Άννα Καρένινα» χρησιμοποιεί ο Βαγγέλης Γιαννίσης ως αρχή του νέου του συναρπαστικού μυθιστορήματος και μας εισάγει σε μια δυσλειτουργική οικογένεια. Πώς μεγάλωσαν τα δυο αδέλφια; Γιατί είχε βίαια ξεσπάσματα ο Ηλίας και πόσο έντονα ήταν; Πόσο δύσκολο είναι να μεγαλώνεις ένα παιδί σαν τον Ηλία τη δεκαετία του 1980 χωρίς πρόσβαση σε πληροφορίες που θα βοηθούσαν την ποιότητα ζωής όλων των μελών της οικογένειας; Τι συνέβαινε στον ψυχισμό του αγοριού που τον μετέτρεψε σε θύμα σχολικού εκφοβισμού; Γιατί εθελοτυφλούσαν τόσο πολύ οι γονείς που «…ήθελαν να χωρέσουν τα μεγάλα πόδια του Ηλία στα μικρά και άβολα σκαρπίνια του κόσμου» (σελ. 51); Ο Ηλίας τελικά δεν έφερε κοντά τους γονείς του όταν γεννήθηκε; Πότε άρχισαν να στραβώνουν οι καταστάσεις; Γιατί ο πατέρας είχε παραμελήσει τον χώρο όπου ζούσε μετά τον χωρισμό του από τη μητέρα και γιατί τελικά αφαίρεσε τη ζωή του; Το μυθιστόρημα ξεκινάει με την άφιξη του Θέμη Αδάμ στην Ελλάδα και την επιστροφή του στην Ελευσίνα, με τα πρώτα ερωτήματα να αρχίζουν να αιωρούνται αλλά μόλις αποκτάμε μια πρώτη εικόνα της κεντρικής ιδέας του μυθιστορήματος, ο συγγραφέας, με ένα έξυπνο τέχνασμα, διακόπτει την τριτοπρόσωπη αφήγηση και παρεμβάλλει ολόκληρο το βιβλίο που έγραψε ο Θέμης για τον αδελφό του (μέχρι και εξώφυλλο έχει!)
Έτσι λοιπόν αρχίζει να ξετυλίγεται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση το χρονικό της οικογένειας Αδάμ με δομή και τρόπο γραφής ενός true crime βιβλίου με αφετηρία τον Αύγουστο του 1988. Ο Θέμης καταγράφει όσα ξέρει κι όσα έμαθε, παίρνοντας όμως τη μορφή του παιδιού που ήταν τότε κι όχι με τη σημερινή ματιά του ενήλικα, γράφει δηλαδή με την οπτική ματιά ενός μικρού παιδιού την καθημερινότητα στο σπίτι του στην Ελευσίνα και τις ενδοοικογενειακές σχέσεις, την εξαφάνιση του αδελφού του, τις τύψεις των γονιών του γιατί εύχονταν να εξαφανιστεί και να ησυχάσουν, παρατηρεί την επιδείνωση στις σχέσεις τους, τους απανωτούς καβγάδες από τους οποίους προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από τα κόμικς του και τους Raibow στο walkman. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι τον διώχνει, θέλει να φύγει μόλις τελειώσει το λύκειο, θα τα καταφέρει όμως; Πώς άλλαξε η καθημερινότητα της οικογένειας μετά; Ποια ήταν τα συναισθήματα του Θέμη, χαρά ή λύπη, τύψεις που επιτέλους το σπίτι ηρέμησε ή πραγματική ανησυχία; Η αγάπη είναι ένας σκληρός αγώνας κι αυτό δεν το έδειξε κανείς στους γονείς των δυο παιδιών, οι οποίοι και άρχισαν να απομακρύνονται πλέον ο ένας από τον άλλον. Ο αφηγητής καταγράφει το χρονικό ενός ψυχρού πολέμου που κατά καιρούς κινδυνεύει να μετατραπεί σε θερμό επεισόδιο!
Η εξαφάνιση ενός παιδιού σε μια μικρή πόλη όπως η Ελευσίνα, σε μια μικρή κοινωνία δηλαδή, είναι τρομακτικό γεγονός. Ο θάνατος είναι οριστικός αλλά η εξαφάνιση γεννάει φόβο και «Το παιδί γίνεται το φάντασμα της πόλης, ένα στοιχειό που περιφέρεται στους δρόμους…» (σελ. 55). Οι κάτοικοι, οι φίλοι, οι συγγενείς, κάνουν ό,τι μπορούν αλλά δεν το αντιμετωπίζουν κατάματα, γιατί θα είναι σα να παραδέχονται πως το παιδί απήχθη, άρα κάποιος που ζει ανάμεσά τους είναι ο δράστης και ίσως το ξανακάνει. Οι κακές γλώσσες μάλιστα φορτώνουν τον πατέρα με υπονοούμενα, τον βαραίνουν, κάποια στιγμή αρχίζουν και να τον κατηγορούν ως δολοφόνο του παιδιού του. Το συναισθηματικό βάρος τον διαλύει αλλά ο αντρικός εγωισμός του δεν τον αφήνει να δώσει διαζύγιο και να φύγει, άσε που έτσι ίσως να επιβεβαιώσει και τις φήμες! Ταυτόχρονα, η μητέρα, γεμάτη τύψεις και ενοχές «κουβαλούσε μέσα της το κενοτάφιο του» παιδιού της (σελ. 85). «Τον περισσότερο καιρό οι γονείς μου τον περνούσαν κλεισμένοι μέσα τους. Ζώντας σε δυο παράλληλες πραγματικότητες που συνέπιπταν μόνο για να συγκρουστούν» (σελ. 85), παρατηρεί ο Θέμης Αδάμ. «Μια μητέρα που θέλει να είναι γονιός ενός παιδιού που δεν υπάρχει πια, επειδή, όταν υπήρχε, ευχόταν να εξαφανιστεί. Ένας πατέρας που θέλει να προχωρήσει αλλά κανείς δεν τον αφήνει να ξεχάσει» (σελ. 144), αυτά είναι τα βάσανα που σέρνουν το παιδί από το πόδι και δεν το αφήνουν να ανοίξει τα δικά του φτερά πριν την ενηλικίωση. Και μέσα σε αυτό το κλίμα ωριμάζει ένας έφηβος, ο «αδερφός του παιδιού που είχε εξαφανιστεί», για τέσσερα εφιαλτικά χρόνια ώσπου φεύγει από το σπίτι για σπουδές στην ερευνητική δημοσιογραφία. Κι όλα αυτά όσο στο φόντο έχουμε μουσική και περιοδικά της δεκαετίας του 1980, Σίντι Λόπερ και Σάντρα στους πειρατικούς σταθμούς, την Ελευσίνα με τα μαγαζιά και τους ανθρώπους εκείνης της εποχής (αχ, αυτός ο σαλός Μυλωνάς), με τα απομεινάρια από τις αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις της και ό,τι αυτό συνεπαγόταν για τον αστικό ιστό.
Η δομή του true crime βιβλίου ακολουθεί κάθε εμπλεκόμενο στην υπόθεση και κάθε ύποπτο από την αρχή ως το τέλος της ανάμιξής του στην υπόθεση. Ο υπαστυνόμος Μιχάλης Ρίζος που ανέλαβε αρχικά την υπόθεση είναι ένας αξιωματικός που ήθελε μια ήσυχη, ρουτινιάρικη οικογενειακή ζωή αλλά τελικά, μετά από πολλά χρόνια που ζούσε έτσι, άρχισε να μην τον χωράει ούτε αυτή η ήσυχη σχετικά πόλη και άρχισε να νιώθει πως είναι φτιαγμένος για μεγάλα πράγματα, μόνο που η άλυτη υπόθεση του Ηλία Αδάμ θα του ψαλιδίσει κάθε φιλοδοξία γιατί αποδεικνύεται θλιβερά λίγος. Το 1991 η δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ Αγγελική Σταμάτη κάνει μια εκπομπή στην τηλεόραση για άλυτες υποθέσεις και στρέφει τη ματιά της στην οικογένεια Αδάμ, την οποία κάποια στιγμή πείθει να μιλήσουν στην τηλεόραση για την εξαφάνιση του Ηλία. «Η υπόθεση ήταν αρκετά φρέσκια ώστε οι αναμνήσεις τυχόν μαρτύρων να μην έχουν ξεθωριάσει και αρκετά παλιά ώστε να ανοίξουν ευκολότερα τα στόματα» (σελ. 70). Η κίνηση αυτή όμως είναι η αρχή ενός τέλους που πέφτει σαν ταφόπλακα πάνω στα αδύναμα μέλη της οικογένειας. Κάθε υποψία, κάθε ίχνος ακολουθείται μονογραμμικά ως το τέλος όπου θα αποδειχθεί η χρησιμότητά του ή όχι και μετά επιστρέφουμε σε ένα άλλο, προχωράμε χρονικά κλπ. Κι όταν τελειώνει το «βιβλίο μέσα στο βιβλίο» επιστρέφουμε στη μυθιστορηματική καταγραφή που θα μας φέρει μπροστά σε μεγάλες εκπλήξεις και μια σκληρή και αβάσταχτη αλήθεια.
Μου άρεσε πάρα πολύ που ο Βαγγέλης Γιαννίσης δημιούργησε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που ακολουθεί ταυτόχρονα τη δομή και τα χνάρια των true crime βιβλίων, αναλύοντας ενδελεχώς κάθε πρόσωπο που αναμιγνύεται στην ιστορία και μελετώντας εξονυχιστικά κάθε παράγοντα και κάθε υποψία που αφορούσε την εξαφάνιση του παιδιού κι από την άλλη ένα κοινωνικό μυθιστόρημα γεμάτο αλήθειες που πονάνε και συγκινούν: «Μια οικογένεια ποτέ δεν ξεπερνάει τον χαμό -επιβεβαιωμένο ή εικαζόμενο- ενός παιδιού. Προσδιορίζεται από αυτόν. Γίνεται μέρος της ταυτότητας, του DNA της. Είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο, για τον οποίο κανείς δεν μιλάει… Είναι μια εκφυλιστική ασθένεια» (σελ. 143). Η οικογένεια όμως του Ηλία δεν θεωρείται συνηθισμένη κι έτσι: «…μετατρέπεται σε ωρολογιακή βόμβα». Οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις είναι μετρημένες αλλά πρωτότυπες: «…ο κόσμος θα μοιραζόταν για ακόμα μια φορά. Για να μοιραστεί, όμως, πρώτα θα έπρεπε να κοπεί. Με τη βία, τη μαμή της ιστορίας -και το νυστέρι της, τον πόλεμο» (σελ. 149). Η ίδια η πόλη ασκεί μια ανεξήγητη έλξη: «Πάντοτε έβλεπε την Ελευσίνα σαν ένα σκυλί παγκ, συμπαθητικό μέσα στην ασχήμια του» (σελ. 194). Μια πραγματική έκπληξη είναι ο αφηγητής στο τρίτο μέρος του βιβλίου όπου και οδηγούμαστε στην αλήθεια, ένα πρόσωπο που κάνει την πραγματικότητα και τη φαντασία να συνυπάρχουν αρμονικά και ευφάνταστα. Μια παρουσία που χειροτερεύει τα πράγματα αφού προσθέτει κι άλλο μυστήριο και μεγαλώνει την αγωνία ως προς το τι απέγινε το παιδί που χάθηκε και τι του συνέβη εκείνη τη μέρα!
Πέρα από τη συναρπαστική ιστορία με τις μεγάλες και αληθοφανείς εκπλήξεις, πέρα από το υποδειγματικό πάντρεμα true crime βιβλίου και μυθιστορίας στο ίδιο κείμενο, όταν τελείωσα την ανάγνωση έμεινα με δύο αλληλοσυνδεόμενες απορίες: είναι πραγματική ιστορία και όντως ο μυστηριώδης αφηγητής, τον οποίο δεν θα αποκαλύψω, τις βίωσε στην πραγματικότητα; Μετά από έρευνα και παραδοχή του Βαγγέλη Γιαννίση σε τηλεοπτική συνέντευξη διαπίστωσα πως όλο το βιβλίο είναι ένα «κλείσιμο ματιού» στον αναγνώστη ενώ ταυτόχρονα το κείμενο αποπνέει αυθεντικότητα και ρεαλισμό, εντάσσοντας εξίσου έξυπνα και το βιβλίο «Λεωφόρος Αλεξάνδρας 173» στην πλοκή! Έτσι, ο «Άλλος αδελφός» μεταμορφώθηκε μπροστά στα μάτια μου σε ένα υπέροχο, υποδειγματικό αστυνομικό μυθιστόρημα γεμάτο εκπλήξεις μέσα και έξω από αυτό! Επιπλέον, είναι το πρώτο μυθιστόρημα που πέφτει στα χέρια μου και διαδραματίζεται ξεκάθαρα στη μετα-covid εποχή, μιας και χρησιμοποιούνται rapid tests και μάσκες ΚΝ95 χωρίς να χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις για τη χρήση και την παρουσία τους στην ιστορία. «Η ιστορία της εξαφάνισης του Ηλία είναι στην πραγματικότητα η ιστορία μιας πόλης. Η ιστορία μιας οικογένειας. Και η ιστορία ενός παιδιού, το οποίο έμεινε πίσω» (σελ. 143). Έτσι, «Ο άλλος αδελφός» ζωντανεύει την εξαφάνιση ενός παιδιού με δύσκολη συμπεριφορά και πώς αυτή διέλυσε την οικογένειά του, κατανέμοντας ισόποσα τα αίτια και τα αιτιατά. Είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα με υπόπτους και φήμες, αλήθειες και ψέματα, ανατροπές και εκπλήξεις, γραμμένο υποδειγματικά και εντελώς διαφορετικό από τα συνηθισμένα του είδους!
0 Σχόλια