γράφει ο Κώστας Τραχανάς
Έχουμε ακούσει τον ήχο που κάνουν δύο χέρια. Ποιος είναι ο ήχος που κάνει μόνο το ένα χέρι; Μήπως είναι ο «ήχος» των λέξεων; Μήπως είναι ο ήχος από τα χαστούκια του πατέρα; Μήπως είναι η άηχη ανάμνηση μιας χιονισμένης νύχτας; Μήπως είναι ο ήχος που δεν ηχεί;
Ο Σλοβένος Μπόγιαν Μπίλο εργάζεται το 1954, μακριά από την πατρίδα του, σαν μετανάστης εργάτης, στην κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος, στην ερημική Τασμανία της Αυστραλίας. Ζει με την οικογένειά του στον μικρό καταυλισμό του Μπάτλερς Γκορτζ μέσα στην ερημιά, στο χιόνι, στη βροχή, στην ομίχλη, στον άνεμο, στο κρύο και στο σκοτάδι. Το δωμάτιο που ζούσανε στον καταυλισμό, ήταν άδειο από προσδοκίες, από αυταπάτες, από όνειρα…
Ο Τασμανός συγγραφέας Ρίτσαρντ Φλάνγκαν μας παρουσιάζει την ιστορία της οικογένειας Μπίλο, σε τρεις χρονικές περιόδους, το 1954, το 1989 και το 1990.
Μια παγωμένη βραδιά του 1954, που είχε χιονοθύελλα, η γυναίκα του Μπόγιαν, η Μαρία Μπίλο, με το κατακόκκινο πανωφόρι και τα παλιά μπορντό παπούτσια, φεύγει από τον καταυλισμό, εγκαταλείποντας τον σύζυγό της και την τρίχρονη κόρη της, την Σόνια. Η φυγή αυτή θα στοιχειώσει τη ζωή του Μπόγιαν και της Σόνιας. Με μουδιασμένες τις αισθήσεις του ο Μπόγιαν από το αλκοόλ, μετά την φυγή της γυναίκας του, θα προσπαθήσει να μεγαλώσει μόνος του την τρίχρονη Σόνια. Η μητέρα είναι φευγάτη, ο πατέρας είναι μπεκρής. Ένας μπεκρής γερο-Γουόγκ (ρατσιστικός χαρακτηρισμός των μελαψών Νοτιοευρωπαίων στην αυστραλέζικη αργκό). Ο Μπόγιαν πίνει για να ξεχάσει τις τραυματικές εμπειρίες του από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Σλοβενία και για την εξαφάνιση της γυναίκας του. Όταν μεθάει ο Μπόγιαν, για να ξεθυμάνει, ξυλοκοπάει την μικρή του κόρη, την Σόνια. Όταν έπεφτε το πρώτο χτύπημα, ο παραλυτικός φόβος μεταμορφωνόταν σε μια αίσθηση περίπου λύτρωσης, γιατί το τέλος ήταν κοντά πια και ο φόβος της, με τον οποίο ήταν αναγκασμένη να ζει για μέρες, οδηγώντας στο ξυλοκόπημα, σκορπιζόταν με το αίμα της και το αίμα της μύριζε γλυκά σαν βροχή σε απελπισμένο από την ανομβρία χώμα. Ύστερα, ήρθε μια νύχτα όπου κατάλαβε η Σόνια πως δεν φοβόταν πια καθόλου τα χαστούκια και τις γροθιές του, επειδή ήξερε με βεβαιότητα πως υπήρχε κάτι μέσα της που δεν είχε σπάσει, δεν είχε ματώσει, κάτι που εκείνος δε θα μπορούσε να πετύχει ποτέ. Η Σόνια τον ικέτευε στα σλοβενικά, τιτιβίζοντας ξέφρενα σαν πουλί κλεισμένο σε κλουβί. «Ni, Artie, ni, ni, ni….» (Όχι, πατέρα, όχι, όχι, όχι…). Ένα ουρλιαχτό μέσα της, που θα ήθελε να φύγει από εκεί. Ο Μπόγιαν και η Σόνια ήταν πιο απόμακρα απ΄ό,τι είναι συνήθως δυο ξένοι, απομονωμένοι σαν από στρώμα ομίχλης, με τις φωνές και τα βήματα γύρω τους πνιγμένα, μ΄ ένα μικρό πηγάδι διαύγειας ολόγυρά τους. Τους χώριζε ένας υδάτινος τοίχος μνήμης που τρυπούσε τις σάρκες τους κάθε νύχτα. Ανταλλάσσουν πια ελάχιστες λέξεις. Η λέξη «αγάπη» είχε εξοριστεί από το νου και τη γλώσσα τους…
«Έξω, το χιόνι έπεφτε ακατάπαυστα. Πόσο λευκό ήταν το χιόνι. Πόσο κρύα η νύχτα. Πόσο παγωμένο το κορμάκι της Σόνιας. Πόσο σκοτεινός ο κόσμος έξω από την αψιά, δυνατή αγκαλιά του πατέρα της. Και πόσο ολοκληρωτικά έμοιαζε να χάνεται ήδη ο μικρός καταυλισμός του Μπάτλερς Γκορτζ μέσα σ΄ εκείνη τη λευκότητα και το σκοτάδι και το κρύο, καθώς εκείνη στρεφόταν προς τα μέσα, σ΄ εκείνη τη ζωή πριν απ΄ αυτή τη ζωή…»
Οι δυο ήρωες του βιβλίου δεν μπορούν να εκφράσουν την αργόσυρτη θλίψη και την απελπισία τους. Επικρατεί μια διάχυτη και καταθλιπτική σιωπή. Ζούνε χειρότερα από σκυλιά. Σκληρή ζωή. Πανταχού παρούσα η μοναξιά. Σκλάβοι της μοναξιάς τους. Η μοναξιά διαφέντευε κάθε πράξη της Σόνιας. Φόβος, φρίκη, ξύλο, απόλυτος τρόμος, μίσος, πόνος και ανασφάλεια ορίζουν την καθημερινότητα της Σόνια. Μια επική μάχη προσωπικοτήτων μέσα στο αποτελματωμένο περιβάλλον αυτού του ερημικού καταυλισμού του Μπάτλερς Γκορτζ της Τασμανίας. Ο χώρος αυτός είχε μετεξελιχθεί σε ένα κλειστοφοβικό πεδίο όπου κυριαρχούσε μια κολασμένη μελαγχολία. Εδώ το χιόνι, η ομίχλη, το φράγμα, τα εντελβάις, τα πορσελάνινα θραύσματα, τα φαντάσματα του παρελθόντος, το σλοβένικο νανούρισμα, ο απέραντος νυχτερινός ουρανός του Νότου, τα ερημικά τοπία της Τασμανίας έχουν τη δική τους ζωή, πάνω στα οποία οι χαρακτήρες προβάλλουν τα συναισθήματά τους.
Όταν η Σόνια, λίγο πριν τα σαράντα της χρόνια, επιστρέφει στην Τασμανία, από το Σίδνεϊ της Αυστραλίας όπου κατοικεί, για να επισκεφτεί τον πατέρα της το 1989, το παρελθόν επιστρέφει, που πάντα το παρελθόν την διεκδικεί απόλυτα, για να αλλάξει τη ζωή της. Οι αναμνήσεις της ήταν κυριολεκτικά κομματιασμένες, θραύσματα διαύγειας που ξεπρόβαλλαν κοφτερά και σκληρά μόνο για να εξαφανιστούν πάλι χωρίς νόημα, τη στιγμή που προσπαθούσε να συγκεντρωθεί σ΄ αυτά. Θραύσματα μνήμης, εκείνες οι στάχτες και οι σκιές του παρελθόντος…
Θυμάται αχνά τα τρυφερά λόγια της μάνας της : «Για να έχεις μέλλον πρέπει να ξεχάσεις το παρελθόν, λουκουμαδάκι μου!!».
«Δεν είσαι το παρελθόν σου», συμβούλεψε η Σόνια τον εαυτό της. «Είναι αδύνατον να είναι κανείς μόνο τα παρελθόν του, είναι αδύνατον να τον προσδιορίζει μόνο το παρελθόν του. Είμαι τα όνειρά σου. Γι΄ αυτό μου ταιριάζει τόσο το Σίδνεϊ. Είμαι ότι είμαι τώρα. Έζησα όντως εδώ, αλλά ήταν «κάποτε», άλλο «κάποτε» και άλλο «τώρα». Αυτό είναι όλο. Αυτό είναι το μόνο που υπάρχει και θα υπάρξει ποτέ. Είμαι τα όνειρά μου για το αύριο. Το παρελθόν δεν είναι η μοίρα σου Σόνια, δημιουργείς τις ευκαιρίες σου».
0 Σχόλια